Νοσταλγώντας την καινούργια Αθήνα

Ξανά, η Αθήνα. Οχι το φωταγωγημένο Σύνταγμα, καθόλου το χαρούμενο Γκάζι, ούτε το αιώνιο Κολωνάκι. Αλλά η Κυψέλη, τα Πατήσια, τα Εξάρχεια, το Παγκράτι, η βαθιά Αθήνα. Εκεί που η πόλη έγινε πόλη, το καλό και το κακό, η ευχή και η κατάρα, η γλύκα και η πίκρα, όλα μαζί, πιο Αθήνα κι από Αθήνα. Ενας κόσμος που μεταμορφώθηκε δύο φορές: μία φορά στα τέλη του ’70, όταν οι μεσοαστοί του κέντρου κυνήγησαν το όνειρο των προαστίων, αφήνοντας πίσω τους σκοτεινιασμένα διαμερίσματα· δεύτερη φορά, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, με τα καραβάνια των μεταναστών να παίρνουν τη θέση τους. Στην αρχή πήραν τη θέση τους μεταφορικά, στα ημιυπόγεια και στα ισόγεια· τώρα, και κυριολεκτικά, ψηλά, στους ορόφους, στα ίδια δωμάτια που κάποτε οι σημερινοί ηλικιωμένοι του Αμαρουσίου και των Βριλησίων έκαναν έρωτα για πρώτη φορά.

Να όμως που η πόλη δεν μένει ποτέ ίδια, όλα αλλάζουν, και οι παλιές συνοικίες, αυτές που βιαστήκαμε να ξεγράψουμε, δεν μας αφήνουν να τις ξεχάσουμε. Αλλιώτικες και ίδιες, γοητευτικές και ξεχαρβαλωμένες, πάντως γεμάτες ζωή, 24 ώρες ανοιχτές, είναι το καθημερινό σκηνικό για εκατοντάδες χιλιάδες Αθηναίους, γηγενείς και καινούργιους. Καθόλου τυχαία πολλοί εικοσάρηδες και τριαντάρηδες επιλέγουν αυτά τα μέρη, το «παλιό» κέντρο, για να ξεκινήσουν την ενήλικη ζωή τους. Οχι μόνο από ανάγκη (φθηνότερη στέγη) αλλά γιατί ξέρουν ότι εδώ ρέει αίμα στις φλέβες. Αλλοτε για καλό κι άλλοτε για κακό. Τι σημασία έχει; Μερικές φορές αρκεί να αναπνέεις.

Σήμερα η «Καθημερινή» ζήτησε από έξι ανθρώπους των γραμμάτων, του λόγου, της ποίησης, της μουσικής, που ζουν στη «βαθιά» Αθήνα, να μιλήσουν για τις δικές τους γειτονιές. Η επιλογή δεν είναι τυχαία: Στο έργο τους, σ’ αυτά που φτιάχνουν, η πόλη πρωταγωνιστεί.

Μένης Κουμανταρέας / Κυψέλη

Ακόμα, χώρος ζωντανός με ανθρώπινα πρόσωπα

Μην περιμενετε να κινδυνολογήσω για την κατάσταση στην Κυψέλη. Είναι της μόδας να δηλώνουμε ότι η τάδε περιοχή είναι γκέτο και επομένως επικίνδυνη. Τελευταίο της θύμα η Βικτώρια σ’ ένα ρεπορτάζ αθηναϊκής εφημερίδας. Είναι να γελάει κανείς, μια καθαρά αστική περιοχή που συγκεντρώνει ένα συμπαθή πληθυσμό από ξένους μετανάστες, να ανακηρύσσεται σε μέρος που οι έντιμοι πολίτες πρέπει να αποφεύγουν. Μιλάω για τη Βικτώρια, επειδή είναι η γειτονιά που μεγάλωσα και πονώ ακόμα, κάτι γνωστό άλλωστε από τα βιβλία μου. Σε ό,τι αφορά την Κυψέλη θα μπορούσα να σας απαριθμήσω πολλά μειονεκτήματα και σκοτεινές πλευρές της. Να πω πρώτα για τα σκουπίδια της αγοράς και γενικότερα των δρόμων. Ο δήμαρχος μου είπε κάποτε προσωπικά: «Αλίμονο αν λύσουμε αυτό το πρόβλημα μόνο, θα θεωρήσω ότι έχω αποτύχει». Ο συμπαθέστατος κατά τ’ άλλα κ. Κακλαμάνης υποσχέθηκε ακόμα να λύσει και το πρόβλημα του κτίσματος και της λειτουργίας της Αγοράς, μετατρέποντάς το σε χώρο πολιτιστικό με καφέ και ωραία μαγαζιά. Ούτε αυτό το έκανε. Βέβαια πρέπει να πω, ότι ο χώρος της Αγοράς λειτουργεί, για την ώρα, από έναν φορέα, που αν δεν κάνω λάθος πρόσκειται στον ΣΥΡΙΖΑ. Εχει ζωντάνια και ποικίλες εκδηλώσεις. Οι περίοικοι μου παρουσίασαν μια επιστολή - καταγγελία γι’ αυτήν την κατάσταση του «θορύβου και της αναρχίας», όπως θεωρούν και μου είπαν να υπογράψω. Αρνήθηκα.

Η Κυψέλη μπορεί να υποφέρει από πολλά, αλλά είναι ακόμα χώρος ζωντανός, ιδίως η Φωκίωνος. Οι καφετέριές της δεν είναι όλες καλές. Πηγαίνω στην επαρχία και βλέπω κάτι καφετέριες κούκλες. Εδώ στην Φωκίωνος το κακό γούστο περισσεύει. Περισσεύουν και οι μαύροι με τα cd, αλλά δεν βλάπτουν κανέναν. Ακούω ότι μεταξύ τους έχουν κόντρες. Μήπως όμως κι εμείς δεν έχουμε κόντρες μεταξύ μας, κάτι παραδοσιακά ελληνικό; Υπάρχει ακόμα βρωμιά στην Κυψέλη – οι πολίτες δεν αγαπούν την πόλη. Το οδόστρωμα στα στενά και στις κεντρικές αρτηρίες, όπως η Παξών, λόγου χάρη, μόνο κατ’ ευφημισμόν φέρει αυτό το όνομα. Δεν υπάρχει ακόμα χώρος για πάρκινγκ. Και πού υπάρχει στην Αθήνα; Προσωπικά δεν μ’ ενδιαφέρει γιατί δεν έχω αυτοκίνητο. Ως πολίτης όμως αισθάνομαι ότι κάτι πρέπει να γίνει.

Υπάρχουν πολλά στην Κυψέλη που μ’ ενοχλούν αλλά, όταν κατεβαίνω από τα βόρεια προάστια, που η ελεεινή θερινή ζέστη των κλιματιστικών και του μπετόν με εξορίζει τους θερινούς μήνες, ανασαίνω. Βλέπω επιτέλους ανθρώπινα πρόσωπα, κι αν όλα τα ντυσίματα δεν είναι καλόγουστα, τουλάχιστον δεν προορίζονται για την πασαρέλα.

Πολλά περίεργα συμβαίνουν στην Κυψέλη. Τα παλιά διώροφα νεοκλασικά –και υπάρχουν ωραιότατα– έχουν καταντήσει παραφωνία ζωσμένα από τις πολυκατοικίες των εργολάβων, οι οποίοι από τα θεμέλια του ΚΚΕ μετακόμισαν στα ρετιρέ της Νέας Δημοκρατίας. Αν κάτι λυπάμαι για την Κυψέλη, την ίδια λύπη νιώθω για πολλές συνοικίες της Αθηνας. Κι αν χαίρομαι για κάτι, είναι ότι υπάρχει ζωή και ενέργεια σ’ αυτήν τη συνοικία, όπως σχεδόν σ’ όλη την πόλη. Να πω για τους μετανάστες της Κυψέλης; Ή μήπως να πω για κάποιους βουλευτές του ΛΑΟΣ στην τηλεόραση που φωνασκούν: «Να τους αδειάσουμε»; Και γιατί να μην αδειάσουμε το ΛΑΟΣ από τη Βουλή; Το έχω πει πολλές φορές, πόσο χαίρομαι που η ελληνική γλώσσα ύστερα από συρρίκνωση χρόνων έχει εξαπλωθεί σε όλη την Ανατολική Ευρώπη και μέρος της Ανατολής. Τώρα αν οι νόμοι για τη μετανάστευση είναι κουτσοί, κι αν κάποιοι από αυτούς τους ξένους μας είναι παραβατικοί, τι μπορώ να πω εγώ; Μήπως κι εγώ που γράφω, συγκρινόμενος με το όλο σύστημα, παραβατικός δεν είμαι;

* Ο Μένης Κουμανταρέας είναι συγγραφέας.

Χριστόφορος Λιοντάκης / Εξάρχεια

Η πολυφωνία θέλει φαντασία

Εξάρχεια: το μήλον της Εριδος των ΜΜΕ και ιδιαίτερα των καναλιών. «Τα Εξάρχεια φλέγονται» ο προσφιλής τίτλος τους. Το θέμα πουλά και προσφέρεται για εντυπωσιασμό και παραπλάνηση.

Εξάρχεια, το πιο ετερόκλητο ψηφιδωτό στο κέντρο της Αθήνας: φοιτητές, πρεζόνια, βαποράκια, μετανάστες, αρνητές της εξουσίας και νομοταγείς πολίτες. Ενα ετερόκλητο πλήθος που συγχωνεύεται με θαυμαστό τρόπο στη λαϊκή της Καλλιδρομίου τα Σάββατα.

Η ανθρωπογεωγραφία της περιοχής άλλαξε άρδην όταν οι ιδιοκτήτες των νεοκλασικών τα εγκατέλειψαν για να εγκατασταθούν στα βόρεια και τα παραλιακά προάστια. Τα περισσότερα νεοκλασικά δόθηκαν αντιπαροχή και κατεδαφίστηκαν. Κατεδαφίζονται μέχρι και σήμερα με τις ευλογίες του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων. Οσα απέμειναν μετατράπηκαν σε κέντρα διασκέδασης, που κάνουν δύσκολη τη ζωή των κατοίκων, καθώς οι καταστηματάρχες ενδιαφέρονται μόνο για τα κέρδη τους. Μια ιστορική αθηναϊκή συνοικία που σφύζει από ζωή και ασφυκτιά από έλλειψη υποδομών. Δρόμοι λεροί. Πεζοδρόμια που χρειάζονται γνώσεις μπαλέτου για να τα περπατήσεις. Πεζόδρομοι - πάρκινγκ, γεμάτοι τραπέζια, καρέκλες και εποχούμενους. Γκράφιτι και συνθήματα στους τοίχους που εντυπωσιάζουν με την ευρηματικότητά τους, προκαλώντας επιδοκιμασίες ή αποδοκιμασίες. Καυσαέρια, δακρυγόνα και νεραντζιές που όταν ανθίζουν την άνοιξη τα κατατροπώνουν με το άρωμά τους. Μια περίεργη γοητεία παντού.

Ο Λόφος του Στρέφη και η πλατεία που ο δήμος και οι αρμόδιοι φορείς δεν κατάφεραν ποτέ να αξιοποιήσουν. Πολλά στοιχειώνουν τα Εξάρχεια: το Πολυτεχνείο, η Μπουμπουλίνας, η μπλε πολυκατοικία, τα παλιά θερινά σινεμά, το νεοκλασικό του Λόγγου, γωνία Μπενάκη και Αραχώβης, παλιά ζαχαροπλαστεία, ταβερνάκια, στέκια. Μνήμες παλιές και πρόσφατες: Λαπαθιώτης, Γιώργος Ιωάννου, Ξαρχάκος, Κούνδουρος, Νίκος Μπαλής, Νικόλας Ασιμος, Αγγελος Ελεφάντης.

Τυπογραφεία, θέατρα, βιβλιοπωλεία, φροντιστήρια, κέντρα απεξάρτησης, αναψυχής και διασκέδασης, πολυκατοικίες και ελάχιστα νεοκλασικά, που κατοικούνται ακόμα.

Μια πολυφωνία που θα μπορούσε να είναι αρμονική αν υπήρχε φαντασία, όχι μόνο στην εξουσία αλλά και στους πολίτες.

* Ο Χριστόφορος Λιοντάκης είναι ποιητής.

Γιάννης Βαρβέρης / Βικτώρια

«Μη γυρίσω, να μη διω...»

Εζησα περί την πλατεία Βικτωρίας από το 1968 έως το 1991. Δεν είναι στην πρόθεσή μου να αναπτύξω χωροταξία ή ωραιοποίηση της εποχής και της περιοχής. Διαλέγω λοιπόν νησίδες που έπαιξαν τότε ρόλο στο κλίμα του γύρω χώρου: τα θέατρα «Μινώα» και Θερινό του Κουν στην Ιουλιανού, τα σινεμά τέχνης «Αλκυονίς» και «Στούντιο», το «Θεατρικό εργαστήρι» του Δημήτρη Κωνσταντινίδη, το «Γκριν Παρκ» του Ομηρου Αθηναίου. Ακόμα, το ζαχαροπλαστείο «Διεθνές» για τους μεσοαστούς και άνω, το μακαρονάδικο «Νάπολι» για προκαταρκτικές συναντήσεις με το κύριο θέμα τους στο ξενοδοχείο «Μπραζίλ» της οδού Φυλής, ο παλιός αριστοκρατικός «Φλόκας» και το «Περφέκτ», το επιζών «Πετέκ» με εκλεκτά παγωτά στο χέρι, το αδιάφορο για μένα καφενείο Δομάζου, η παραδοσιακή, αποβιώσασα ταβέρνα «Τα τρία αδέλφια» επί της οδού Ελπίδος, το «Ροντέο» της αγνής περιόδου του Σαββόπουλου, καφενεία - λέσχες σε πολλές γωνίες, το προώρως εκδημήσαν ζαχαροπλαστείο «Φιρέντσε», το θρυλικό μπαρ λογοτεχνών και λογοτεχνιζόντων «Ιν τάιμ» της οδού Φερών, το μέγεθος έχον (σε πελάτες) ιπποδρομιακό στοίχημα - λαχεία της οδού Χέυδεν, και λίγο πιο κάτω, στην Αχαρνών, το δοξασμένο λαϊκό κέντρο «Βεντέτα» και μετά «Πανόραμα», απ’ όπου πέρασαν ο Γαβαλάς με την Κούρτη, η Δούκισσα, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Λευτέρης Ψιλόπουλος, η Καίτη Ντάλλη, ο Σαλαμπάσης, ο Καφάσης, ο Μοναχός και πλείστοι άριστοι άλλοι.

Ανθεκτικό στους καιρούς το θρυλικό παλαιοβιβλιοπωλείο του Κώστα Νικολάκη στην 3ης Σεπτεμβρίου, μάζευε κι ακόμα μαζεύει εραστές του πνεύματος και του οινοπνεύματος. Την πλατεία τίμησαν, πρώτος, μεταξύ ίσων, ο Μένης Κουμανταρέας, σε προχωρημένη ηλικία καθήμενη στα παγκάκι η Ελένη Χαλκούση, ο ευφυέστατος δημοσιογράφος και επιθεωρησιογράφος Δ. Κ. Ευαγγελίδης, ο αυτάδελφός μου ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος, ο ποιητής Γ.Κ. Καραβασίλης που ανήλθε γρήγορα προς τις μούσες, οι ηθοποιοί Δήμος και Νίνα Σταρένιου, Ρίτα Μουσούρη, Φραγκίσκος Μανέλλης, Νίκος Ξανθόπουλος, Ανέστης Βλάχος, Νίκος Χατζίσκος και Τιτίκα Νικηφοράκη (ακμάζουν ακόμα οι ελπίδες της στην οδό Ελπίδος) και ο ζωγράφος Σπύρος Κούκος.

Θέλω, λοιπόν, «να μη διώ...», επειδή, όχι, δεν θα φρίξω, αλλά θα δω μιαν άλλη, άγνωστή μου πλατεία, και, μοιραία αλλά μελαγχολικά, θα προσπεράσω.

* Ο Γιάννης Βαρβέρης είναι ποιητής και κριτικός θεάτρου.

Γιώργος Χρονάς / Πρώτο Νεκροταφείο

Μια γειτονιά που σφύζει από ζωή

Κάθε φορά που αναφέρω στον ταξιτζή –πάλι έχασα το τελευταίο λεωφορείο– το τέλος της διαδρομής μας –Πρώτο Νεκροταφείο– βλέπω πώς αντιλαμβάνεται την γειτονιά των νεκρών. Φυσικά και υπάρχουν ζωντανοί στις τέσσερις πλευρές του. Σφύζει κι εδώ από ζωή που οδεύει –άγνωστη ώρα– στο θάνατο. Η πλευρά της Μάρκου Μουσούρη δεν παίζεται. Οι τιμές των κατοικιών συναγωνίζονται αυτές των τάφων. Στα ύψη. Εννοείται πως ακόμα και οι πρώτοι όροφοι βλέπουν μέχρι την Αίγινα. Πάνω από τους τάφους, τα μνήματα, το χάος. Η πλευρά της Υμηττού έχει μπροστά της τον Λυκαβηττό, την Ακρόπολη, το Μνημείο του Φιλοπάππου. Κάτι μοναδικό. Είτε βρέχει. Είτε χιονίζει. Η πλευρά της Ηλιουπόλεως, τη λεωφόρο που δεν ησυχάζει ποτέ. Κι εδώ οι μοτοσικλέτες τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Κάποιες πέφτουν πάνω στα κάγκελα. Τα άνθη που βλέπετε, κρεμασμένα πάνω τους, για τα σώματα που πέταξαν σαν αστραπή στην άσφαλτο, είναι. Κάποια μάνα υπάρχει. Πάντα. Κάποια αρραβωνιαστικιά. Που περιμένει. Η τέταρτη πλευρά είναι μπροστά στο νεκροταφείο κι έχει κορυφή την οδό όπου καταλήγουν οι νεκροί. Την οδό Αναπαύσεως. Καφενεία, μαρμάρινοι σταυροί. Προτομές. Και αγάλματα αγγέλων. Φωτογραφίες πορσελάνης. Σε υποδέχονται. Η οδός αυτή γεμίζει από πλήθη κάθε Μεγάλη Παρασκευή. Το αδιαχώρητο. Ολοι αναζητούν ανάμεσα στους τάφους το μυστικό του Χριστού. Που σταυρώθηκε.

Ηρθα σ’ αυτή την γειτονιά –από την οδό Πανός 17, κάτω από την Ακρόπολη, πριν έμενα στη Λεύκα, στον Πειραιά– την ημέρα που κηδευόταν ο Αλέκος Παναγούλης. 1.000.000 άνθρωποι. Τον συνόδευαν. Από τότε πολλοί διάσημοι, πλούσιοι, ήρθαν στο Πρώτο Κοιμητήριο της χώρας. Οι ριπές των όπλων, πάλι, που συνοδεύουν την ταφή των στρατιωτικών, κατά το έθιμο, μόνο τα πουλιά που κουρνιάζουν στα φυλλώματα τρομάζουν.

Και τους σκύλους στα μπαλκόνια. Που γαυγίζουν.

* Ο Γιώργος Χρονάς είναι ποιητής και εκδότης του περιοδικού «Οδός Πανός».

Φοίβος Δεληβοριάς / Παγκράτι - Καλλιθέα

Το ποτάμι, το κέντρο και τα προάστια

Πολύ κοντά στο σπίτι που μεγάλωσα, στην Καλλιθέα, κυλούσε ακόμα ώς τα 10 μου ο Ιλισσός. Κυλούσε, βέβαια, τρόπος του λέγειν. Λίγο γκρίζο βρωμόνερο με μυρωδιά αποχέτευσης ταξίδευε στην αγκαλιά του αρχαίου ποταμού σακούλες σκουπιδιών, καθίσματα αυτοκινήτων και αποκεφαλισμένες κούκλες της El Greco και τα πήγαινε –ποιος ξέρει με τι απατηλές υποσχέσεις– στην εξίσου αρχαία θάλασσα του Φαλήρου, όπου και τα εγκατέλειπε για πάντα.

Εμείς εκεί δίπλα παίζαμε, βρίσκαμε εν είδει θησαυρού κομματάκια από κινηματογραφικά φιλμ μέσα στο χώμα, κατασκηνώναμε οικογενειακώς τις μέρες του σεισμού του ’81 και λίγο αργότερα κάναμε κοπάνες και χαράζαμε ονόματα χεβιμεταλλάδικων συγκροτημάτων στα παγκάκια, λίγο πριν εγκαταλειφθούμε κι εμείς για πάντα στην αρχαία θάλασσα του πρώτου μας φιλιού.

Για κάποιο λόγο, όταν ξανασκέφτομαι την Καλλιθέα μού έρχεται στο νου κυρίως το ποτάμι. Ζούσαμε κι εμείς, όπως αυτό, με ένα παρελθόν που μύριζε όπως οι γονείς μας και οι παππούδες μας, παστρικό και νοικοκυρεμένο λίγο μετά απ’ τα χρόνια των πολέμων και διανύαμε ένα παρόν ειρηνικό και επιτηδευμένα αθώο, με φιλοδοξίες που έφταναν ώς τις πανελλήνιες και με τα προϊόντα που διαφημίζονταν στις τηλεοράσεις μας να μαζεύονται σε κούτες από «ΝΟΥΝΟΥ» στις αποθήκες μας, τα recycle bin του παλιού κόσμου.

Το ’97 έφυγα από την Καλλιθέα και πήγα να μείνω στο Κολωνάκι, σαν μια παρωδία του Μαστρογιάνι που ξεφεύγει από τους «Βιτελόνι» και το Ρίμινι και καταπίνεται από τη Ρωμαϊκή «Ντόλτσε Βίτα». Λέω παρωδία, όχι μόνο γιατί η Καλλιθέα δεν απέχει ούτε 10 χιλιόμετρα από το κέντρο, αλλά και γιατί το επαρχιώτικο lifestyle που περιέφερε επιδεικτικά τον εαυτό του στην αθηναϊκή ζωή των ’90ς είχε τόση σχέση με την άσωτη «γλυκιά ζωή» όση και το «Bravo Roula» με το φελινικό τσίρκο.

Δεν άργησα, λοιπόν, να βρω το Παγκράτι. Συγκεκριμένα την πλατεία Βαρνάβα. Που συνεχίζει –δυο βήματα μόλις απ’ το κέντρο– να σκηνοθετεί τον εαυτό της σαν Προάστιο. Με περιπτεράδες, ψιλικατζήδες, φούρνους, παιδάκια που ακούγονται πεντακάθαρα και συμπαθητικά έφηβα μοσχάρια που βρίζονται ολονυχτίς με τους γέρους στα μπαλκόνια. Και πάνω απ’ όλα με κορίτσια και αγόρια από 16 ώς 40 που ονειρεύονται ένα «άστυ» κάπου αλλού και που βάζουν τα δυνατά τους δημιουργώντας να το φτάσουν.

Υπάρχει αυτό το διάσημο τραγούδι του Σπρίνγκστιν που μιλάει για το «Ποτάμι». «We go down to the river – though we know that the river is dry». Το τραγούδι αυτό μιλάει μεταξύ άλλων για την παιδική μου Καλλιθέα. Αλλά και για την ενήλικη ανάγκη μου να σκηνοθετώ τον εαυτό μου σαν τον αιώνιο κάτοικο ενός προαστίου – ενός μέρους υπαρκτού που κοιτάζει από απόσταση το κέντρο, χωρίς να είναι σίγουρο αν και κείνο υπάρχει…

* Ο Φοίβος Δεληβοριάς είναι τραγουδοποιός.

Στέφανος Ροζάνης / Οδός Πατησίων

Η ψευδαίσθηση της ευθείας

H πόλη είναι οι δρόμοι της. Οι δρόμοι είναι η ιστορία τους. Η ιστορία των δρόμων είναι η ιστορία της πόλης. Μέσα από αυτές τις ταυτολογικές διατυπώσεις αναδύεται η άνοδος και η πτώση μιας καθημερινότητας που συγκροτεί την ανθρώπινη προσωπική αλλά και κοινωνική οδοιπορία. Ο Ιταλο Καλβίνο μιλούσε για μια στιγμή όπου τα σπίτια φαίνονται σαν να κοιτάζεις τις στέγες από ψηλά.

Ετσι κοιτάζω κι εγώ τα σπίτια της οδού Πατησίων, στην οποία έζησα τριάντα χρόνια και εξακολουθώ να ζω. Γιατί την οδό Πατησίων αξίζει πράγματι να την κοιτάς από ψηλά. Να βλέπεις την ευθεία της σαν μια ψευδαίσθηση που μέσα της κρύβονται τα σπίτια, οι στέγες και οι πλατείες. Αυτή η ψευδαίσθηση είναι η ουσία του δρόμου και της γειτονιάς που κάποτε αυτός ο δρόμος ήταν. Αν τώρα η γειτονιά χάθηκε, βυθισμένη στην πολυχρωμία και την αδιαφορία των ανθρώπων της, παραμένει, ωστόσο, ο δρόμος που τον σημαδεύει η ξεροκέφαλη μονιμότητα ενός μπαρ, του Au Revoir, μιας πλατείας, της πλατείας Αγάμων, που άλλαξε όνομα και έγινε πλατεία Αμερικής, και μιας άλλης πλατείας, της πλατείας Κολιάτσου.

Ανάμεσα στο μπαρ και στις πλατείες, τα σπίτια της οδού Πατησίων (όπως και όλα τα σπίτια) αφηγούνται την ιστορία των ανθρώπων τους (κυρίως αυτών που χάθηκαν) και γι’ αυτό αξίζει να τα κοιτάς από ψηλά, να βλέπεις τις στέγες τους και να «καταλαμβάνεσαι εξ απροόπτου» μέσα στον κόσμο σου. Πολλές φορές, όταν ακολουθείς βαδίζοντας την ευθεία του δρόμου, σού λείπει ασφαλώς το εξ απροόπτου. Νιώθεις σαν κινείσαι μέσα σε μια κοινοτοπία. Ομως δεν είναι έτσι. Το «σχήμα του κόσμου» γι’ αυτόν ορίζεται πράγματι από την ψευδαίσθηση της ευθείας της οδού Πατησίων.

Μια πάροδος, η οδός Μηθύμνης. Εκεί η Πατησίων έπαιρνε το σχήμα των συνομιλιών μας με τον Μίλτο Σαχτούρη. Πιο πάνω, η Πατησίων έτρεχε μέσα στα λόγια μας με τον Πάνο Καραβία και τη Μαργαρίτα Δαλμάτη (να μην ξεχάσω τη μουσική της). Αλλά πάνω απ’ όλα, η Πατησίων ήταν και εξακολουθεί να είναι η νύχτα στο Au Revoir, όταν τα σπίτια της χάνουν τον όγκο τους και διακρίνονται ευκρινώς μόνον οι στέγες του. Ακριβώς σα να τα κοίταγες από ψηλά. Από την πλατεία Κολιάτσου μέχρι το Πολυτεχνείο, η ευθεία της οδού Πατησίων έχει πολλές παρεκβάσεις και πολλές κυρτότητες.

* Ο Στέφανος Ροζάνης είναι μελετητής - δοκιμιογράφος. Διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

(πηγή: www.kathimerini.gr, 28/9/2008)

Δεν υπάρχουν σχόλια: