Πειραιάς, οχυρό λιμάνι στους αιώνες

«καί οι Αθηναιοι επιόντων των Μήδων διανοηθέντες εκλιπειν τήν πόλιν καί ανασκευασάμενοι ες τάς ναυς εσβάντες ναυτικοί εγένοντο.»
(Θουκυδίδη Ιστορία 1.18.2.4 - 1.18.2.7)

Χθες, σήμερα, ιστορίες και άνθρωποι, πέτρες φως και νερό. Εικόνες μπερδεμένες έρχονται ψιθυριστά με τη θαλασσινή αύρα και φεύγουν στο φως του φεγγαριού…

…Με κίνδυνο να τραυματίσει κάποιο περαστικό άνοιξε δυνατά την εξώπορτα και βγήκε στο στενό δρόμο. Η σκοτεινιά της νύχτας παραχωρούσε τη θέση της στο λαμπερό φως του ήλιου που ρόδιζε από τον Υμηττό. Ασυναίσθητα σήκωσε το βλέμμα στο βράχο με τα Ιερά. Αλίμονο!, πάνε οι ήσυχες μέρες, σκέφτηκε, και συνέχισε το δρόμο του με προσοχή μην πέσει σε κάνα χαντάκι με νερά (1). Τα βήματά του τον οδήγησαν όπως κάθε πρωί στην Αγορά όπου ανήσυχοι πολίτες, όπως αυτός, είχαν αρχίσει να μαζεύονται θορυβώντας. Τάχυνε για το τσαγκάρικο του φίλου του Άνυτου με σκοπό να μάθει τα τελευταία νέα. Ο ήλιος ανέβαινε γοργά στον ασυννέφιαστο γαλανό ουρανό των Αθηνών, όμως άλλα σύννεφα βαριά και απειλητικά πλησίαζαν την πόλη. Ο Άνυτος βιαστικά του έδωσε τις πληροφορίες που ζητούσε. Όλοι είχαν κάτι να πουν καθώς από στόμα σε στόμα πετούσαν τα νέα για τις Θερμοπύλες και για τον Δελφικό χρησμό, ανάμεικτα με τις συζητήσεις των ημερών που οι πολιτικές παρατάξεις διεξήγαγαν με δεινότητα. Η μέρα που ξημέρωνε, όλοι το ’ξεραν, ήταν κρίσιμη για τους Έλληνες και πρώτα για την Αθήνα. Η στρατιά του Ξέρξη σάρωνε την κεντρική Ελλάδα και σε λίγες μέρες, ίσως αύριο λέγανε πολλοί, θα έφτανε στην Αττική. Μα είναι δυνατό, αναρωτιόντουσαν η Θεά να τους εγκαταλείψει;

Όλοι οι πολίτες συμμετείχαν σ’ εκείνη τη δραματική συνέλευση της Εκκλησίας του Δήμου. Ακούστηκαν πολλά και γνώμες αντίθετες, όμως ο Θεμιστοκλής τελικά τους έπεισε να δεχτούν το ψήφισμά του και να εμπιστευτούν την πόλη στην πολιούχο Αθηνά. Να επιβιβασθούν στις τριήρεις όλοι οι στρατεύσιμοι και καθένας να σώζει όπως μπορεί τα παιδιά του, τις γυναίκες και τους δούλους (2)2. Η απόφαση που πάρθηκε έπρεπε να εκτελεστεί με τάξη σύμφωνα με όσα γράφτηκαν (3), άλλωστε ο Πέρσης ήταν πολύ κοντά στα σύνορα και αναβολή δε χωρούσε. Την επόμενη η θέα των πολιτών που επιβιβάζονταν στα πλοία σε άλλους προκαλούσε λύπη και σε άλλους θαυμασμό για την τόλμη. Επειδή έστελναν αλλού τις οικογένειές τους, ενώ οι ίδιοι αλύγιστοι στους θρήνους, στα δάκρυα και στα αγκαλιάσματα των γονιών τους περνούσαν απέναντι στη Σαλαμίνα. Λύπη προκαλούσαν και πολλοί από τους πολίτες που είχαν απομείνει εξ’ αιτίας των γηρατειών τους. Και σαν έβλεπε κανείς τα ήμερα σπιτικά ζώα με θλιβερές φωνές και με λαχτάρα να τρέχουν και να ακολουθούν τα αφεντικά τους, που έμπαιναν στα πλοία, δεν μπορούσε να μην αισθανθεί συγκίνηση. Ανάμεσα στα ζώα αυτά αναφέρεται και ο σκύλος του Ξανθίππου που μη μπορώντας να υποφέρει τον αποχωρισμό από το αφεντικό του, πήδησε στη θάλασσα, ακολούθησε κολυμπώντας την τριήρη, βγήκε έξω στη Σαλαμίνα όπου έχασε τις αισθήσεις του και ξεψύχησε. Λένε πως είναι τάφος του εκείνο το μέρος που στέκει ως σήμερα και ονομάζεται Κυνός Σήμα (4). Μες το θόρυβο και τη σκόνη της ατελείωτης ουράς των ανδρών με τα γυναικόπαιδα που βαδίζουν φορτωμένοι στο δρόμο για τον Πειραιά, όπου τους περίμενε το ναυτικό, χάνω τα ίχνη του Αθηναίου της ιστορίας μας που ναυμάχησε μαζί με τους συμπολίτες του το πρωινό της 28ης ή 29ης Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. υπό τους ήχους της σάλπιγγας και του παιάνα στο στενό της Σαλαμίνας. Θέτοντας ουσιαστικό τέλος στις φιλοδοξίες του Ξέρξη και εδραιώνοντας την αρχή της Αθηναϊκής ναυτικής ηγεμονίας που έμελλε να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο στα Ελληνικά πράγματα τα επόμενα χρόνια.

Καθώς σουρουπώνει κατηφορίζω την οδό Κανθάρου προς το κεντρικό λιμάνι. Το χρώμα τ’ ουρανού βαθαίνει και το ταξίδι ξεκινά. Μπροστά μου τα πλοία των επιβατηγών γραμμών επιβλητικά και φωταγωγημένα σαλπάρουν με ρότα για τα νησιά μας, ενώ στο νου μου έρχονται οι ώρες που σκύβοντας πάνω από βιβλία ιστορίας και τοπογραφικά συνδύαζα πλήθος πληροφορίες και αναφορές προσπαθώντας να προσεγγίσω όσο πληρέστερα μπορούσα τον Πειραιά και τη ξεχωριστή σημασία του. Το επίνειο υπήρξε εξαιτίας της Αθήνας, έδωσε όμως ζωή στην Αθήνα, συνδέοντας άρρηκτα την εξέλιξή του με την τύχη της, μεγαλώνοντας πάντα στη σκιά του άστεως, παρεξηγημένο και απόμακρο για τους περισσότερους. Από την περίοδο των Περσικών πολέμων και μετά αναδείχθηκε σε στρατηγικό λιμάνι, έδρα της ναυτικής δύναμης των Αθηνών, και πηγή της δημοκρατίας. Η προσπάθεια για την ανίχνευση της ιστορικής του πορείας οδηγεί σε χρόνους πολύ παλαιότερους, πριν την κατοίκισή του. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις τα προϊστορικά χρόνια η περιοχή περιβαλλόταν από θάλασσα και οι αρχαίοι διατηρούσαν στη μνήμη τους τη νησιωτική μορφή του Πειραιά. Άλλωστε η πετρώδης χερσόνησος εισχωρεί δυόμισι χιλιόμετρα στο Σαρωνικό και έχει χαμηλό υψόμετρο προς τη στεριά. Την εντύπωση ενισχύει και η ετυμολογία του ονόματος Πειραιεύς, που σύμφωνα με τους περισσότερους προέρχεται από το «πέραν, περώ, περαίω» (αντικρινή στεριά ή πρόσωπο που περνάει απέναντι). Σύμφωνα με την παράδοση κάποιος παμπάλαιος κάτοικος του τόπου μετέφερε τους υπόλοιπους με το πλοιάριό του μεταξύ των αντικριστών χαμηλών ακτών. Έτσι με τα χρόνια παραμερίστηκε η άγνωστη αρχική ονομασία από την ιδιότητα του βαρκάρη, το προσηγορικό περαιεύς, και αλλάζοντας το ε σε ει γεννήθηκε ο Πειραιεύς(-άς). Ο Στράβωνας αναφέρει: τόν Πειραια νησιάζοντα πρότερον καί πέραν της ακτης κείμενον, ουτω φάσιν ονομασθηναι. Επίσης ο λεξικογράφος Σουίδας γράφει: ην πρότερον ο Πειραιεύς νησος. οθεν καί τουνομα ειληφεν από του διαπεραν. Είμαι βέβαιος πως ο κυρ’ Φώτης που συνάντησα μια Κυριακή σ’ ένα μικρό καφενεδάκι του Χατζηκυριάκειου όταν μου δήλωσε πως γεννήθηκε στον Περαία δεν πρέπει να είχε υπόψη του τις ετυμολογίες, στην καθημερινή λαϊκή γλώσσα όμως η επιβίωση του αρχαϊκού τύπου του τοπωνυμίου είναι εντυπωσιακή. Κατά την τεταρτογενή γεωλογική περίοδο –ένα εκατομμύριο χρόνια πριν- οι προσχώσεις του Κηφισού που πηγάζει από την Πάρνηθα, μετέτρεψαν τη θαλάσσια ζώνη που τον χώριζε από την Αττική σε αβαθή λωρίδα, έπειτα σε ελώδη περιοχή και τελικά σε λασπότοπο. Η διαμόρφωση του όρμου του Φαλήρου είχε ολοκληρωθεί στους ιστορικούς χρόνους όμως η ευρύτερη περιοχή εξακολουθούσε να είναι τέλμα. Στη δυτική πλευρά της πειραϊκής χερσονήσου τα νερά τελείωναν σε πηλώδες έδαφος. Από την άλλη μεριά παρόμοιοι βάλτοι, κατάλοιπα των προσχώσεων, απλώνονταν ως το σημερινό Φάληρο, δυτικά των εκβολών του Κηφισού. Εκεί η αβαθής θάλασσα κατέληγε σε αλμυρά έλη, το Αλίπεδον ή Αλμυρίδα, καθιστώντας το έδαφος ασταθές. Για το Αλίπεδο έχουμε την μαρτυρία του Αρποκρατίονα: Αλίπεδόν τινες τόν Πειραια φασίν. εστι δέ καί κοινως τόπος, ος πάλαι μέν ην θάλασσα, αυθις δέ πεδίον εγένετο. Ακόμη και σήμερα στα σημεία αυτά το ύψος της ξηράς δύσκολα ξεπερνά το 1,5 μέτρο από το επίπεδο της θάλασσας, η σύσταση του εδάφους είναι αργιλική σε μεγάλο βάθος και οι κάτοικοι στις συνοικίες του Ρέντη, στα Καμίνια, το Μοσχάτο, και το Φάληρο έχουν πολλές φορές πληγεί από πλημμύρες, ανυποψίαστοι πως τα νερά ακολουθούν τον ίδιο δρόμο χιλιάδες χρόνια τώρα.

Εχει δε ο Πειραιεύς λιμένας τρεις
Η εικόνα της άγονης χερσονήσου έχει αλλάξει αρκετά έπειτα από τις οικιστικές επεμβάσεις των τελευταίων δεκαετιών, όμως η τοπογραφία της με τα τρία φυσικά λιμάνια, όπως περιγράφονται από αρχαίους και νεώτερους συγγραφείς, παραμένει αναλλοίωτη, αρχαιότητα - παρόν μια ζωντανή ανάμιξη. Η πόλη δε μιλάει για το παρελθόν της, το περιέχει σαν τις γραμμές ενός χεριού (5). Στα δυτικά, τότε και τώρα, το μεγάλο κεντρικό λιμάνι εισχωρεί βαθιά στη ξηρά με νερά σιωπηλά και ακύμαντα, προστατευμένο από ανέμους και υποθαλάσσια ρεύματα. Στο μυχό του τα νερά σχημάτιζαν κλειστό βάλτο με την ονομασία Κωφός λιμήν ή λιμένας Αλών (λασπώδης). Στη θέση του σημερινού ορμίσκου με την ονομασία Κρομμυδαρού, στην Ακτή Κονδύλη. Πάνω από αυτό το βάλτο υψωνόταν χαμηλός λόφος με το όνομα Ηετιώνεια, που ευτυχώς επιβιώνει ακόμη γνωστός ως Καστράκι με τη Δραπετσώνα πίσω του. Την αριστερή πλευρά του κεντρικού λιμανιού, που ονομαζόταν Μέγας Λιμένας, όριζε το ακρωτήριο Αλκίμου, θαμμένο σήμερα σε κάποια τσιμεντένια προβλήτα της Ακτής Μιαούλη. Στο σημείο αυτό ο όρμος που δημιουργεί η στεριά ονομαζόταν Κάνθαρος, σήμερα μετά από επιχωματώσεις και εκβαθύνσεις μεγάλες προβλήτες ορίζουν την περιοχή του κύριου επιβατικού σταθμού. Πάνω και πίσω από τον όρμο του Κανθάρου η ξηρά είναι πετρώδης και ανηφορική, τότε το τμήμα αυτό ήταν ακατοίκητο και χρησίμευε ως λατομείο πέτρας, του ακτίτη λίθου όπως τον λέγανε, με τον οποίο κατασκευάστηκαν όλα τα αρχαία κτίρια και τα τείχη της πόλης. Τώρα πια η πετρώδης μορφολογία είναι ορατή μόνο στην ακτογραμμή μιας και οι πολυκατοικίες και οι δρόμοι των συνοικιών Χατζηκυριάκειου και Φρεαττύδας έχουν καλύψει κάθε χώρο. Βαδίζοντας αναρωτιέμαι αν εγώ βυθίζομαι στην ιστορία ή εκείνη χαράζει την πορεία μου αυτό το ζεστό βράδυ του Σεπτεμβρίου με σύντροφο τις σκιές της νύκτας και τα φώτα των πλοίων που καθρεπτίζονται στα νερά. Προσπαθώντας να περάσω το κατώφλι των αιώνων ακολουθώ την Ακτή Θεμιστοκλέους δίπλα στα βράχια της Πειραϊκής καθώς διαγράφει ένα μεγάλο τόξο και καταλήγει στον περίκλειστο μικρό λιμένα της Ζέας, όνομα που διατηρεί από τα αρχαϊκά χρόνια. Το πέρασμά μου από τη Ζέα δεν θα είναι το τελευταίο, όμως η ολοκλήρωση της αναγνώρισης και ταύτισης της τοπογραφίας με σπρώχνει ανατολικότερα στο μικρό λιμανάκι της Μουνιχίας, γνωστότερο σήμερα ως Μικρολίμανο ή Τουρκολίμανο. Μεταξύ Ζέας και Μικρολίμανου απλώνεται σε αμμώδη παραλία η δημοτική ακτή Βοτσαλάκια, ενώ της περιοχής δεσπόζει ο λόφος της Μουνιχίας. Την οχυρή ακρόπολη των ξεχασμένων αιώνων αντικαθιστά αγέρωχος ο Προφήτης Ηλίας, ενώ η περιοχή έχει μετονομαστεί σε λόφο Καστέλας. Το σύνολο της ακτής βρέχουν τα νερά του μεγάλου Φαληρικού όρμου που φαίνεται να λάμπει από τα βραδινά φώτα της παραλιακής λεωφόρου και των κατοικιών. Με τα μάτια του μυαλού διακρίνω μακρύτερα την Ακρόπολη και το λεκανοπέδιο να ανοίγει την αγκαλιά του προστατεύοντας με τα γύρω βουνά την πρωτεύουσα.

Την επόμενη ξεκινώ νωρίς από την Αθήνα και κατεβαίνοντας τη λεωφόρο Συγγρού καταλήγω στο παλαιό Φάληρο, η μέρα είναι διαυγής και ο τεράστιος όρμος ανοίγεται μπρος μου. Έπειτα από λιγόλεπτο περπάτημα φτάνω στη διαμορφωμένη ακροθαλασσιά. Σε μικρή απόσταση το εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου κτισμένο την Τουρκοκρατία με τις απλές γραμμές και το λευκό χρώμα του χαρίζει γαλήνη στους λίγους επισκέπτες. Πριν μερικά χρόνια η θάλασσα ήταν δίπλα του, οι επιχωματώσεις και τα έργα όμως άλλαξαν την μορφή της ακτής. Κάθομαι στη σκιά ενός κοντινού δέντρου και βλέπω στο βάθος το λόφο της Καστέλας, όπου την προηγούμενη βραδιά είχα σταθεί κοιτάζοντας το σημείο της ακτής που τώρα βρίσκομαι. Ο θόρυβος των αυτοκινήτων δεν φτάνει ως εδώ ενώ η πρωινή ησυχία με βοηθά να ξετυλίξω το μίτο που μπερδεμένος περνά από πολλά ιστορικά μονοπάτια. Από τότε που η Αθήνα ήταν ένας μικρός οικισμός εξαρτημένη από την Κρήτη, όπως δηλώνει και η ιστορία του Θησέα, οι κάτοικοί της δε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ναυτικοί. Ακόμη και αργότερα τα πρωτεία στη θάλασσα κρατούσαν η Αίγινα και η Κόρινθος. Ο οικισμός που αναπτυσσόταν γύρω από την Ακρόπολη ήταν απαραίτητο να διαθέτει κάποιο λιμάνι για να καλύπτει τις ανάγκες των λίγων κατοίκων που απασχολούνταν με την αλιεία και το θαλασσινό εμπόριο. Με την γνωστή αστάθεια του εδάφους στο Αλίπεδον ήταν φυσικό οι αθηναίοι να στραφούν στο Φάληρο. Όρισαν λοιπόν το τελευταίο ως επίνειο φτιάχνοντας μια τεχνητή προβλήτα ή σκάλα, χρησιμοποιώντας το από τους προϊστορικούς ως και τους αρχαϊκούς χρόνους, και γύρω απ’ αυτή έστησαν βωμούς σε ήρωες. Ό Παυσανίας, πολύ αργότερα την Ρωμαϊκή περίοδο, λέει πως: επίνειο των αθηναίων ήταν τότε (τα παλιά χρόνια) το Φάληρο, γιατί η θάλασσα εκεί απέχει ελάχιστα από την πόλη, απ’ όπου μπορούσαν με ευκολία να το εποπτεύουν από τα υψώματα της Αθήνας, και συνεχίζει: λένε πως ο Μενεσθέας από το Φάληρο είχε ξεκινήσει με πλοία για την Τροία και πριν απ’ αυτόν ο Θησέας, προκειμένου να φέρει ικανοποίηση στο Μίνωα για το θάνατο του Ανδρόγεω και υπήρχε ένα ιερό της Δήμητρας εκεί κοντά. Εκεί υπάρχει και ναός της σκιράδος Αθηνάς και του Δία παραπέρα … και βωμοί ηρώων, καθώς και των γιων του Θησέα και του Φάληρου. Για τον Φάληρον αυτόν, οι αθηναίοι λένε πως έπλευσε μαζί με τον Ιάσονα στη χώρα των κόλχων. Υπάρχει και βωμός του Ανδρόγεω, του γιου του Μίνωα. Το μικρό επίνειο εκείνης της χαμένης στην αχλή των αιώνων εποχής, στην αμμουδιά του οποίου τραβούσαν και ξαρμένιζαν τα πλοία τους οι πρώτοι αθηναίοι, απ’ όπου ξεκίνησε και ο Θησέας για την εκστρατεία της Κρήτης, απλωνόταν στο μέρος της ακτής που με βρίσκει τώρα καθισμένο η γηραιά κυρία που έρχεται για να περιποιηθεί το εκκλησάκι. Από αυτήν μαθαίνω πως το μέρος λέγεται και Ξηροτάγαρο ή Τρεις Πύργοι μιας και εκεί υπήρχαν δυο παλιοί πύργοι και ένας τρίτος σε μικρή απόσταση νοτιοδυτικά. Στο σημείο αυτό πρέπει να ήταν ο ναός της σκιράδος Αθηνάς στον οποίο γιόρταζαν μετά τον τρύγο τα Οσχοφόρια (όσχοι είναι τα κλαδιά των αμπελιών με τσαμπιά). Στη γιορτή, που ιδρύθηκε από το Θησέα μετά την επιστροφή του, σε ανάμνηση των γεγονότων της εκστρατείας και τη μεταμφίεση σε κορίτσια των ανδρών που συμμετείχαν, δυο νέοι ευγενικής καταγωγής ντυμένοι γυναικεία έμπαιναν επικεφαλής πομπής και ακολουθώντας τη διαδρομή της σημερινής Λ. Συγγρού έφταναν στο ναό όπου γίνονταν αγώνες δρόμου.

Τετράκωμον και "υπόγειο παρελθόν"
Η πειραϊκή χερσόνησος στα χρόνια του Θησέα ήταν μια ασήμαντη πολίχνη κατοικημένη από πολλούς αιώνες πριν. Στους προϊστορικούς χρόνους υπήρξαν διάφοροι οικιστές αν και δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες, παρά εκδοχές και υποθέσεις. Μια από αυτές υποστηρίζει πως εκτός των πελασγών και άλλων κυκλαδιτών που έφτασαν στην Αττική, Μινύες από τον Ορχομενό πρώτοι εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά, στο ψηλότερο σημείο της περιοχής, το λόφο που τον ονόμασαν Μουνιχία προς τιμή του αρχηγού τους Μούνιχου. Άλλη εκδοχή λέει πως ο Μούνιχος ήταν ο τοπικός άρχοντας που επέτρεψε στους Μινύες να κατοικήσουν. Όπως και να έχει η θέση της Μουνιχίας πρωτοκατοικήθηκε όπως και άλλες στο Κερατσίνι και την παλιά Κοκκινιά. Οι Μινύες διωγμένοι από Θράκες έφτασαν κατατρεγμένοι ζητώντας μια νέα εστία. Έμπειροι ναυτικοί και τεχνίτες, δε πρέπει να ξεχνάμε το κολοσσιαίο έργο αποστράγγισης της Κωπαίδας, άφησαν ως τις μέρες μας πλήθος σημάδια από το πέρασμά τους. Εκτός από την ισοπέδωση της κορυφής του λόφου (Καστέλα) και την πιθανή λάξευση στους βράχους κατασκευών που ο λαός ονόμαζε παλαιότερα Θεόσπιτα, τους αποδίδονται και δύο έργα γνωστά ως Σπηλιά της Αρετούσας, επίσης στο λόφο, και το Σηράγγιο.

Η Σπηλιά της Αρετούσας, όπως παρέμεινε στη μνήμη του λαού, είναι φυσικό όρυγμα που χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες ύδρευσης των σπιτιών του λόφου, όπως δείχνουν οι υδραγωγοί που βρέθηκαν σε ανασκαφές. Η είσοδος του ορύγματος είναι στη γωνιά των οδών Τσαμαδού και Ρήγα Φεραίου φραγμένη εδώ και χρόνια για λόγους ασφαλείας. Οι πιτσιρικάδες της περιοχής δεν χρειάζονται πολύ ενθάρρυνση για να οδηγήσουν έναν επίμονο επισκέπτη όπως εγώ στην είσοδό της, όπως και στην είσοδο άλλων περίεργων τσιμεντένιων καταπακτών εκεί κοντά στον Προφήτη Ηλία που λένε, αν και όχι πολύ πειστικά, πως είναι καταφύγια από τον πόλεμο. Σε περιοδικό του ’30 διαβάζω πως ο λόφος της Καστέλλας είναι πλήρης σπηλαιωδών χασμάτων και δεξαμενών, ιδία καθ’ όλην την μεσημβρινοδυτικήν πλευράν, άλλων μεν φυσικών άλλων δε τεχνητών. Στις αρχές του αιώνα και πριν μερικές δεκαετίες έγιναν προσπάθειες εξερεύνησης της σπηλιάς που δεν ολοκληρώθηκαν, άγνωστο γιατί και πως. Σύμφωνα με μαρτυρίες πρόκειται για τεχνητή γαλαρία φυσικού σπηλαίου με 165 λαξευτές βαθμίδες που ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους των Μινύων και σύμφωνα με μερικούς επικοινωνεί με υπόγεια στοά με το Φάληρο ή με την Ακρόπολη. Η ονομασία μάλλον έχει τη ρίζα της στη νύμφη Αρέθουσα που ονομάτιζε πηγές και κρήνες ή στην Τουρκοκρατία από την ομώνυμη ηρωίδα του Ερωτόκριτου αγαπημένου λαϊκού αναγνώσματος εκείνα τα βαριά χρόνια. Κατά την παράδοση το σπήλαιο ήτο κατοικία μιας βασιλόπαιδος, της Αρετούσης, εκ της οποίας έλαβεν το όνομα, το οποίον αύτη εχρησιμοποίει ίνα επικοινωνεί κρυφίως με τον αγαπημένον της, ευρισκόμενον εις την Ακρόπολιν (6). Αφήνω την σπηλιά της όμορφης βασίλισσας και κατηφορίζω προς την δημοτική ακτή Βοτσαλάκια δεξιά της πλατείας Αλεξάνδρας, όπου σώζεται το δεύτερο έργο που αποδίδουν στους πανάρχαιους οικιστές, το Σηράγγιο. Καθώς κατεβαίνω απολαμβάνω τη θέα του Φαληρικού όρμου και της επιβλητικής Ακρόπολης στο βορρά. Ευτυχώς ο φημισμένος καθαρός αττικός ουρανός με συντρόφευε σε όλες σχεδόν της διαδρομές μου ακόμη και μήνες μετά μέσ’ το χειμώνα.

Η πλαγιά του λόφου της Καστέλας, καταλήγει απότομα στη δημοτική ακτή. Εδώ υπάρχει μια σπηλιά που χρονολογείται πριν μερικές χιλιάδες χρόνια. Αναζητώντας τη κατά μήκος της ακτής, από το γραφείο του συλλόγου χειμερινών κολυμβητών με παρέπεμψαν στο σπίτι του φύλακα. Ξέρεις που είναι το Σηράγγιο; ρωτώ, με κοιτά εξεταστικά, η σπηλιά του Παρασκευά; ξαναρωτώ. Α, εκεί πέρα είναι, είπε δείχνοντας, δεν μπαίνεις μέσα, το κλειδί το έχει η αρχαιολογική τονίζει και συνεχίζει τη κουβέντα με κάποιο φίλο του. Σπηλιά του Παρασκευά είναι το λαϊκό όνομα του σπηλαίου ονομασμένου έτσι από το όνομα του ιδιοκτήτη μιας ταβέρνας που λειτουργούσε εκεί για χρόνια, σήμερα είναι φραγμένο με χαμηλά κάγκελα. Ο επίμονος μπορεί να τα υπερπηδήσει και να ερευνήσει το εσωτερικό, αν και δε θα δει πολλά. Η στοά του φυσικού κοιλώματος που έχει διανοιχτεί τεχνητά εισχωρεί κάπου 12 μέτρα στο βράχο. Πιθανά ήταν ιερό αφιερωμένο στον ήρωα Σήραγγο των Μινύων, που μη ξεχνάμε πως ήταν ξακουστοί στην κατασκευή σηράγγων. Στους ιστορικούς χρόνους μπορεί να χρησιμοποιήθηκε ως Ασκληπιείο, στην Ρωμαϊκή εποχή, μπορεί και πριν, ήταν βαλανείο (δημόσιο λουτρό) και τότε τοποθετήθηκαν δύο ψηφιδωτά που στους χρόνους της δικτατορίας, όταν η δημοτική αρχή έκανε έργα αξιοποίησης της ακτής, εξαφανίστηκαν ή καταστράφηκαν κάπως περίεργα.

Κανείς δε ξέρει τι απέγιναν οι Μινύες. Έφυγαν ή συγχωνεύθηκαν με τους άλλους κατοίκους; Ανεξάρτητα της τύχης τους ο καιρός κύλησε και το 510 π.Χ. ο Κλεισθένης φωτίζει την ιστορία. Ο θεωρούμενος και ιδρυτής της πρώτης αθηναϊκής δημοκρατίας κατήργησε τους παλαιότερους νόμους που χώριζαν τους κατοίκους σε τέσσερις τάξεις και τους διαίρεσε σε δέκα φυλές, τις οποίες κατόπιν κατένειμε σε δήμους. Τότε για πρώτη φορά ο Πειραιάς αποτέλεσε έναν από τους δήμους του Άστεως, το δήμο της Ιπποθοωντίδος φυλής, από τον ήρωα Ιπποθόωντα. Μαζί μ’ αυτόν, οι Θυμαιτάδες της ίδιας φυλής με ακρόπολη το λόφο του Αγ. Γεωργίου στο Κερατσίνι, το Φάληρο της Αιαντίδος φυλής και η Ξυπέτη της Κεκροπίδος φυλής, στο σημερινό Μοσχάτο, αποτέλεσαν τους Τετρακώμους τελώντας κοινούς αγώνες προς τιμή του Ηρακλή σε κοινό ιερό άλσος, το Τετράκωμον Ηράκλειον, η θέση του οποίου εντοπίζεται στα Καμίνια, κοντά στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής. Με τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη αρχίζει πλέον η ουσιαστική ύπαρξη του Πειραιά ως οικισμού, ο μετασχηματισμός του όμως σε σημαντικό λιμάνι αργούσε ακόμη.

Θεμιστοκλής
Πολύ ταραγμένες μέρες περνούσε η δημόσια ζωή της Αθήνας το χρόνο που οι πολίτες επέλεξαν για επώνυμο άρχοντα τον Ίππαρχο, γιο του Χάρμου (496 π.Χ.). Όχι πως τα περασμένα χρόνια τα πολιτικά γεγονότα ήταν λίγα, αντίθετα είχαν συγκλονίσει την πόλη. Μια δεκαετία και παραπάνω είχε περάσει από την πτώση του Πεισίστρατου και τις αποτυχημένες προσπάθειες της Σπάρτης για την αποκατάσταση της τυραννίδας. Στην αρχή είχαν ανέλθει τότε οι δημοκρατικοί Αλκμεωνίδες με αρχηγό τον Κλεισθένη. Όμως τ’ άλλα κόμματα, των ολιγαρχικών, που υποστήριζαν οι χωρικοί, και των αριστοκρατικών στους οποίους συσπειρώνονταν οι παλιές εύπορες οικογένειες δεν έμεναν αμέτοχα. Σα να μην έφταναν αυτά το τεράστιο Περσικό κράτος που είχε ανακτήσει τη δύναμή του από τη βασιλεία του Δαρείου δεν έκρυβε τις βλέψεις του για επέκταση ανατολικά. Ήδη είκοσι δυο χρόνια πριν είχε καταλάβει τη Σάμο, δεκαπέντε και πάνω με τη Σκυθική εκστρατεία του απέκτησε τον έλεγχο της Θράκης ως το Στρυμόνα και ούτε τέσσερα δεν είχαν περάσει από την κατάληψη της Νάξου. Όσο για την πολιτική του προς τις Ιωνικές πόλεις των μικρασιατικών παραλίων ήταν φανερό πως η επανάστασή τους, που έμπαινε στο τρίτο έτος της, δεν ήταν εύκολη υπόθεση (7) μιας και πριν δύο χρόνια είχε γνωρίσει σημαντική ήττα στην Έφεσο (8). Γενικά η δύναμη των ελληνικών πόλεων ήταν μικρή και όλες αναγνώριζαν το περσικό παράγοντα ως ρυθμιστή στις εσωτερικές πολιτικές διαφορές τους. Οι δημοκρατικοί μετά την επικράτησή τους είχαν προσπαθήσει με αποστολές πρέσβεων να κερδίσουν την υποστήριξη του σατράπη της Ιωνίας Αρταφέρνη, που εντωμεταξύ είχε προσεταιρισθεί ο εξόριστος Ιππίας. Οι προσπάθειες όμως είχαν ναυαγήσει και οι Αθηναίοι εκδήλωσαν φανερά την έχθρα τους στέλνοντας για βοήθεια είκοσι πλοία στους Μιλήσιους, που κατά τον Ηρόδοτο (9) έγιναν η αρχή των δεινών για τους έλληνες και τους βαρβάρους. Τα πλοία αυτά μετά την ήττα στην Έφεσο ανακλήθηκαν μιας και το πολιτικό σκηνικό είχε αλλάξει. Οι δημοκρατικοί με θεαματική στροφή υποστήριξαν τους εκπροσώπους του παλιού πολιτεύματος, συμπράττοντας μαζί τους σε μια συντηρητική πολιτική κατά των Περσών. Αποτέλεσμα όλων αυτών των πολιτικών μεταβολών και της αστάθειας, ήταν η εμφάνιση μιας νέας πολιτικής τάσης με στόχο τον αγώνα κατά του εξωτερικού κινδύνου. Επικεφαλής αυτής της τάσης εμφανίστηκε εκείνη τη χρονιά ο Θεμιστοκλής του Νεοκλέους.

Ο Θεμιστοκλής, δημότης των Φρεαρρίων, κοντά στο σημερινό Λαύριο, ήταν άνδρας με ισχυρή προσωπικότητα άξιος θαυμασμού, ξεχωριστά από κάθε άλλον. Γιατί ήταν σε θέση με την έμφυτη σύνεση που διέθετε, χωρίς καμιά προηγούμενη προετοιμασία, με ελάχιστη σκέψη, να δώσει την πιο ασφαλή γνώμη για ζητήματα που είχαν ανάγκη από άμεση λήψη αποφάσεων. Προμάντευε άριστα τι θα μπορούσε να συμβεί στο μέλλον από την απόφαση που θα έπαιρνε. Μπορούσε ακόμα να δώσει στους άλλους να καταλάβουν όσο ο ίδιος είχε στο νου του, και δεν του έλειπε η ικανότητα να κρίνει σωστά για όσα του έλειπε η κατάλληλη πείρα. Ακόμα μπορούσε να προβλέψει ποιο είναι το καλύτερο ή χειρότερο από αυτά που ήταν πιθανό να προκύψουν στο μέλλον (10). Παρά τον ιδιότυπο χαρακτήρα του την υπέρμετρη φιλοδοξία, το δεσποτισμό και τη φιλοχρηματία του, οι ηγετικές και άλλες πολιτικές αρετές του τον ανέδειξαν σε κορυφαία φυσιογνωμία της εποχής του. Οι πρώιμες ανησυχίες του για την εξωτερική πολιτική της Αθήνας αφορούσαν την δυνατότητα επιβολής της ηγεμονίας της στον ελλαδικό χώρο με παράλληλη δημιουργία ισχυρού μετώπου προς ανατολάς. Συστατικό στοιχείο αυτής της πολιτικής ήταν η ανάπτυξη της θαλάσσιας δύναμης της πόλης. Επισημαίνοντας έγκαιρα την πλεονεκτική θέση του Πειραιά με τους τρεις αυτοφυείς λιμένες του αγωνίστηκε για την μεταφορά του λιμανιού από το Φάληρο στον Πειραιά. Στρέφοντας σ’ αυτόν την προσοχή των συμπολιτών του άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία και ανέτρεψε τις ισορροπίες των παλιών πολιτικών δυνάμεων.

Κατόπιν άρχισε να τοιχίζει τον Πειραιά, επειδή κατάλαβε τη φυσική αξία των λιμένων και επειδή ήθελε να εξοικειώσει όλους τους κατοίκους της πόλης προς τη θάλασσα, ακολουθώντας, κατά κάποιο τρόπο, πολιτική αντίθετη προς τους παλαιούς βασιλιάδες της Αθήνας. Εκείνοι, δηλαδή, καθώς λέγεται, στην προσπάθειά τους να αποσπάσουν τους πολίτες από τη θάλασσα και να τους συνηθίσουν να ζουν όχι με ταξίδια αλλά με την καλλιέργεια της γης, έπλασαν το μύθο για την Αθηνά. Ότι τάχα όταν ήρθε σε αντιδικία με τον Ποσειδώνα για τη χώρα, νίκησε όταν έδειξε στους δικαστές την ιερή ελιά. Ο Θεμιστοκλής δεν προσκόλλησε, όπως λέει ο κωμικός Αριστοφάνης, τον Πειραιά στην πόλη, εξάρτησε την πόλη από τον Πειραιά και τη γη από τη θάλασσα. Έτσι ενίσχυσε τη δύναμη του δημοκρατικού κόμματος, συγκριτικά προς το αριστοκρατικό και το όπλισε με θάρρος, αφού αγωνίστηκε για να περιέλθει η πολιτική δύναμη στους ναύτες, τους κελευστές και τους κυβερνήτες των πλοίων. Γι’ αυτό και το βήμα της Πνύκας, που είχε στηθεί έτσι, ώστε να βλέπει προς τη θάλασσα, οι τριάκοντα τύραννοι το έστρεψαν αργότερα προς την ξηρά, γιατί είχαν τη γνώμη ότι η μεν θαλασσοκρατορία γεννάει τη δημοκρατία, οι δε γεωργοί ελάχιστα δυσανασχετούν κατά της ολιγαρχίας (11). Αυτά τα λόγια του Πλούταρχου αποτυπώνουν το έργο του Θεμιστοκλή. Το 493/2 π.Χ. με τη βοήθεια των εμπόρων και βιοτεχνών που είχαν ριζοσπαστικές πολιτικές τάσεις πέτυχε να εκλεγεί επώνυμος άρχοντας. Από τότε άρχισε να υποβάλλει τις ιδέες του στον αθηναϊκό δήμο. Το σχέδιό του, συνδυασμός οραμάτων και ρεαλιστικής εκτίμησης της πραγματικότητας, δεν άργησε να τεθεί σε εφαρμογή. Αν όχι αμέσως, τουλάχιστον μετά την πρώτη εκστρατεία των Περσών και τη νίκη στο Μαραθώνα (490 π.Χ.). Από τότε φάνηκε πως παρά την αποτυχία τους οι Πέρσες θα επαναλάμβαναν μια νέα εισβολή. Ως εκείνη την εποχή οι αθηναίοι είχαν για κύριο όπλο τους τα σώματα οπλιτών οργανωμένα σύμφωνα με τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη. Με αυτά προσπαθούσαν να αμυνθούν ενάντια σε κάθε προσβολή της πόλης και από τη μεριά της θάλασσας. Αυτή η οργάνωση ήταν αρκετή για τους κοντινούς εχθρούς όπως οι Βοιωτοί, για τους Πέρσες όμως, ισχυρούς πολύ και στη θάλασσα, δε μπορούσε να γίνει λόγος. Έχοντας κατά νου και τις συμβουλές του Εκαταίου του Μιλήσιου, που έλεγε πως τότε μόνο θα αντιμετωπίζονταν οι Πέρσες, όταν οι Ιωνικές πόλεις αποκτούσαν ναυτική δύναμη (12), προτείνει την αλλαγή της πολεμικής τακτικής της πόλης. Αυτή η πολιτική που ενίσχυε και υποστηριζόταν έντονα από τις εμποροβιοτεχνικές τάξεις συνάντησε για καιρό τη σφοδρή αντίδραση του Αριστείδη, αρχηγού των αριστοκρατικών που δε μπορούσε να διανοηθεί πως το επίνειο ήταν ωφελιμώτερον της ανω πόλεως. Η ρήξη των δύο ανδρών -οξεία και πολυμέτωπη- αναστάτωσε για καιρό την Αθήνα και κατέληξε σε οστρακισμό του Αριστείδη (484 π.Χ.). Μετά από αυτό εντάθηκαν τα έργα που είχαν αρχίσει σε μικρή κλίμακα. Σχετικά με την χρονολογία που ξεκίνησαν τα έργα για να οχυρωθεί η πόλη, το λιμάνι και να μετατραπεί αυτό σε πολεμικό ναύσταθμο υπάρχουν διάφορες απόψεις. Το πιθανότερο είναι πως η σχεδίαση και εκτέλεσή τους άρχισε στα 492 π.Χ. Οι εργασίες σταμάτησαν με την εισβολή πρώτα των Δάτη και Αρταφέρνη και αργότερα του Ξέρξη και του Μαρδόνιου, ενώ συνεχίστηκαν και ολοκληρώθηκαν μετά τη μάχη των Πλαταιών.

Θεμιστόκλειο τείχος
Το πρωινό του Σαββάτου είναι λαμπρό. Είναι τέλος Ιανουαρίου αλλά οι αλκυονίδες χαρίζουν στην Αττική μέρες γλυκές, ανοιξιάτικες. Το λεωφορείο από το Σύνταγμα κατεβαίνει γοργά τη Λ. Θησέως και με φέρνει στον Πειραιά. Έπειτα από σύντομο περπάτημα φτάνω στο λιμάνι της Ζέας. Μπρος στο μικρό κτίριο που στεγάζει τα γραφεία του ερασιτεχνικού συνδέσμου αλιέων γίνεται μικρή γιορτή. Μεσήλικες και άνω, με νεανικό κέφι απολαμβάνουν στον ήλιο τον πρωινό καφέ και εγκαινιάζουν το μικρό εκκλησάκι τους δίπλα στην είσοδο. Σταματώ για λίγη κουβέντα και μάζεμα πληροφοριών μιας και όλοι τους είναι παλιοί πειραιώτες. Μου δείχνουν λίγο παρακάτω, αριστερά για τον εισερχόμενο στο λιμάνι, μέρος των τειχών του Θεμιστοκλή. Σκεπασμένα από το δρόμο περνούν απαρατήρητα μιας και τα δεκάδες ιστιοπλοϊκά που λικνίζονται στην προβλήτα μπρος τους μαγνητίζουν το μάτι. Λίγες εκατοντάδες μέτρα παραπέρα, αναζητώντας την γραμμή του τείχους, σταματώ στο Ναυτικό Μουσείο, στην περιοχή της Φρεαττύδας. Εκεί συνεδρίαζε και το φονικό δικαστήριο. Οι δικαστές ανέκριναν και δίκαζαν καθισμένοι στην παραλία. Οι κατηγορούμενοι μεταφέρονταν ως εκεί με βάρκα, μη έχοντας το δικαίωμα να πατήσουν και μολύνουν την αττική γη, και από τη βάρκα μόνο μπορούσαν να απολογηθούν (13). Στο Μουσείο, η αίθουσα μπρος στην είσοδό του περιλαμβάνει ακόμα ένα κομμάτι των λιγοστών σωζόμενων τμημάτων του Θεμιστόκλειου τείχους μαζί με ομοιώματα τριήρεων και αναπαραστάσεις της ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Στους τοίχους επιγραφές όπως: μέγα το της θαλάσσης κράτος, έχουμε γη και πατρίδα όταν έχουμε πλοία στη θάλασσα και τον στόλον αγωνίζου πάντοτε ακμάζειν και έχεις αυτόν αμελήτει, ο γαρ στόλος έστιν η δόξα της Ρωμανίας (14), θυμίζουν το διαχρονικό ρόλο της θάλασσας για τους έλληνες.

Μετά τη σύντομη στάση στο Μουσείο επόμενος σταθμός μου είναι η αναζήτηση του λόφου της Ηετιώνειας (15) στη Δραπετσώνα. Αυτή την προεξοχή της δυτικής ακτής, αριστερά όπως μπαίνουμε στο κεντρικό λιμάνι πάνω από τον Κωφό Λιμήν ή λιμένα Αλών (16), όπου έγινε η αρχή. Διασχίζω εγκάρσια τη Φρεαττύδα και ακολουθώντας το περίγραμμα του σημερινού κεντρικού λιμένα φτάνω στην Ακτή Κονδύλη, στον ορμίσκο της Κρομμυδαρούς, μπρος από τον παλιό σταθμό του ΟΣΕ. Εδώ οι προβλήτες του ΟΛΠ (Οργανισμός Λιμένα Πειραιά) πριν μερικά χρόνια εξυπηρετούσαν με μεγάλες αποθήκες και γερανογέφυρες την εμπορευματική κίνηση. Σήμερα που όλο το λιμάνι έχει αφιερωθεί στην επιβατική, οι περισσότερες αποθήκες κατεδαφίστηκαν και στη θέση των σκουρόχρωμων εμπορικών δένουν τα μεγάλα λευκά επιβατικά με προορισμό την Κρήτη. Η κίνηση στη λεωφόρο δίπλα από την αποβάθρα είναι έντονη ενώ το κτίριο του Σιδηροδρομικού Σταθμού μοιάζει ξεχασμένο και άβαφο εδώ και χρόνια. Πιο πέρα σκόνη, ανάκατα σίδερα και πλήθος λακκούβες από τα έργα διαπλάτυνσης του δρόμου συμπληρώνουν την εικόνα σωρών σκουπιδιών. Αν και η απόσταση του σημείου που βρίσκομαι από το κέντρο της πόλης είναι ελάχιστη, η περιοχή δεν μπορεί να απαλλαγεί από τον παλιό εμπορικό ρόλο της διπλανής προκυμαίας παραμένοντας καταθλιπτική και άχρωμη. Σ’ ένα μικρό περίπτερο προκαλώ αμηχανία στον ιδιοκτήτη όταν ρωτώ φορτικά να μάθω πως θα φτάσω στο λόφο της Ηετιώνειας. Την πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια, μιας και η αρχαία ονομασία ήταν άγνωστή του, διαδέχθηκε το χαμόγελο όταν του ζήτησα το δρόμο για το Καστράκι, το σύγχρονο όνομά της. Τελικά έπειτα από ελάχιστο περπάτημα, πίσω και πάνω από το σταθμό του ΟΣΕ, στο ύψωμα αντικρίζω τους μεγάλους λίθους του πανάρχαιου οχυρού. Για πολλά χρόνια το μέρος ήταν γεμάτο μπάζα και σκουπίδια, πολύ πρόσφατα με χρηματοδότηση του ΟΛΠ καθαρίστηκε η περιοχή και αποκαλύφθηκε ότι απέμεινε από τους πύργους και την τάφρο. Ερευνώ το χώρο και ανεβαίνω στις πέτρες ενός από τους πύργους. Καθισμένος προσεκτικά παρατηρώ το χώρο και σκέφτομαι τις μέρες που τα έργα ξεκίνησαν.

Σύμφωνα με μια παράδοση όταν άρχισε το κτίσιμο, κατέβηκαν εκεί επίσημα οι εννέα άρχοντες της Αθήνας, ανάμεσα στους οποίους και ο Θεμιστοκλής, για να στήσουν με εορτασμό μια ερμαϊκή στήλη, σε μικρή απόσταση από τον κύριο πυλώνα, τον Αστικό, από όπου άρχιζε ο μεγάλος αμαξιτός δρόμος για την Αθήνα. Στην στήλη είχε χαραχτεί το εξής επίγραμμα: αρξάμενοι πρωτοι τειχίζειν οιδ’ ανέθηκαν βουλης καί δήμου δόγμασιν πειθόμενοι (17). Σύμφωνα με τη γνώμη του Θεμιστοκλή το πρώτο τείχος που οικοδομήθηκε για να προστατευθεί το σχεδόν ακατοίκητο λιμάνι ήταν εδώ, μιας και θεωρούσε το λόφο στρατηγικό σημείο, «χηλή» (κυματοθραύστη) του Πειραιά (18). Το τείχος όταν ολοκληρώθηκε εντυπωσίαζε με την κατασκευή του. Ο Θουκυδίδης το περιγράφει με θαυμασμό λέγοντας: Δύο άμαξες από εκείνες που έφερναν τις πέτρες μπορούσαν να διασταυρωθούν. Στο εσωτερικό της τοιχοδομής δεν έβαλαν ούτε λάσπη, ούτε χαλίκι, αλλά μόνο μεγάλες, κανονικά πελεκημένες πέτρες συναρμοσμένες μεταξύ τους προς τα έξω με σίδερο και μολύβι. Με την οικοδόμηση τόσο ισχυρού τείχους σ΄ αυτό το σημείο του λιμένα, ο Θεμιστοκλής είχε τη γνώμη πως με το πάχος και το ύψος του ήταν δυνατό να αποθαρρύνει κάθε εχθρικό σχέδιο. Και μπορούσαν λίγοι άνδρες, οι λιγότερο χρήσιμοι (λόγω προχωρημένης ηλικίας), να φυλάνε το τείχος, ενώ οι άλλοι θα επάνδρωναν το στόλο (19). Αργότερα το τείχος συμπληρώθηκε με πύργους και τάφρο βαθιά σκαμμένη στο βράχο. Από εδώ ξεκινούν δυο ισχυρά τμήματα τείχους, το πρώτο με κατεύθυνση ανατολικά προς το λιμάνι και το δεύτερο με κατεύθυνση στο σημερινό προλιμένα. Η τείχιση του Πειραιά και η ανάδειξή του σε πολεμικό λιμάνι προκάλεσε τις αντιδράσεις της Αίγινας που κατέληξαν σε πόλεμο (488/7 π.Χ.). Το νησί ήταν από καιρό μισητό στους αθηναίους μιας και με το στόλο του ήλεγχε τον Σαρωνικό. Από το εμπόριο ο πλούτος της ήταν μεγάλος ενώ με τα πλοία της πάντα παρενοχλούσε τα αττικά παράλια με επιδρομές, σ’ έναν ακήρυχτο πόλεμο. Όμως η Αθήνα δεν διέθετε ακόμη ισχυρό στόλο και δε μπορούσε να την αντιμετωπίσει. Ο Θεμιστοκλής κατέφυγε τότε σε πολιτικά μέσα. Με την αποστολή πρέσβεων στη Σπάρτη κατηγόρησε την Αίγινα για Μηδισμό και ζήτησε την τιμωρία της. Με αυτό τον τρόπο πέτυχε όχι μόνο την ταπείνωση του εχθρικού νησιού που θα μπορούσε να βλάψει την πόλη του την κρίσιμη στιγμή που συγκροτούσε τις δυνάμεις της, αλλά και αναγνώριζε έμμεσα τα πρωτεία της Σπάρτης αποκαθιστώντας τις κλονισμένες σχέσεις των δύο ηγέτιδων πόλεων. Παράλληλα εμφανίστηκε επιτακτικότερη η ανάγκη ναυπήγησης τριηρών που θα απέβλεπαν στην άμυνα από τη θάλασσα εξασφαλίζοντας τον ελεύθερο πλου των αθηναϊκών πλοίων στο Σαρωνικό. Η πρόταση του Θεμιστοκλή είχε ευρύτερο περιεχόμενο από εκείνο που υπαγόρευε η άμεση ανάγκη αντιμετώπισης της Αίγινας, την άμυνα κατά των Περσών και αμα του βαρβάρου προσδοκίμου οντος (20).

To ναυτικό
Για τη ναυπήγηση των πλοίων ακολουθήθηκε ριζοσπαστικό πρόγραμμα. Συνέβαινε εκείνα τα χρόνια η Αθήνα να διατηρεί στο Λαύριο μεγάλα μεταλλεία αργύρου. Η Λαυρεωτική πρόσοδος ήταν πολύ σημαντική για την πόλη και τα έσοδα μοιράζονταν στους πολίτες. Με την ισχύ που διέθετε ο Θεμιστοκλής τόλμησε να προτείνει στην εκκλησία του δήμου να παραιτηθεί από τη διανομή των χρημάτων και να τα διαθέσει όλα για την οχύρωση και τη ναυπήγηση πλοίων. Και όχι μόνο αυτό, αλλά θεσπίστηκε νόμος που όριζε πως οι πλούσιοι πολίτες υποχρεώνονταν στην κατασκευή μιας εξοπλισμένης τριήρους με χρήματα που τους δάνειζε η πόλη, εάν όμως το πλοίο ήταν ελαττωματικό, έπειτα από εξέταση, θα επέστρεφαν τα χρήματα (21). Η πολιτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα από τους εκατό πλουσιότερους άνδρες ο καθένας να κατέχει από μια τριήρη, σπουδαία σε εμφάνιση και δυνατότητες. Έτσι οι Αθηναίοι απέκτησαν δημόσιο στόλο, που χρειάσθηκε όχι μόνο κατά των Αιγινητών αλλά και κατά τον Περσών (22). Εκτός των χρημάτων ήταν απαραίτητη και η ξυλεία, οι πηγές της οποία αναζητήθηκαν μάλλον στην νότια Ιταλία διότι τα παράλια της Μακεδονίας, Θράκης, και της Μ. Ασίας ήταν υπό Περσική κατοχή. Έτσι μετά τη Θάσο, που κατά τον Ηρόδοτο (23) ήταν η πρώτη που ναυπήγησε μακρά πλοία και περιέβαλε την πόλη με τείχος, η Αθήνα ακολούθησε και πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας είχε δημιουργηθεί στον Πειραιά η απαραίτητη υποδομή σε μέσα και εγκαταστάσεις, που έδωσε τη δυνατότητα στους αθηναίους να ναυπηγήσουν περίπου διακόσιες τριήρεις και να αναδειχθούν σε μεγάλη δύναμη.

Για να κατανοήσω καλύτερα το ναυτικό πρόγραμμα του Θεμιστοκλή ήταν αναγκαίο να επισκεφθώ ξανά το Φάληρο. Εκεί στο διαμορφωμένο πάρκο ναυτικής παράδοσης του Πολεμικού Ναυτικού και δίπλα στο θρυλικό θωρηκτό Αβέρωφ των Βαλκανικών πολέμων, βρίσκεται από καιρό ανασκευασμένο σε φυσικό μέγεθος το πλοίο που δόξασε την Αθήνα στην Σαλαμίνα. Στη ναυπήγηση οι αθηναίοι είχαν παράδοση, που αν και δεν πρέπει να υπερεκτιμηθεί ήταν σημαντική. Από τους προϊστορικούς χρόνους, άλλωστε στο λιμανάκι των Θυμαιτάδων (σημερινό Κερατσίνι) ήταν το σημείο που είχαν κτιστεί και τα πλοία του Θησέα. Πριν το Θεμιστοκλή τα πλοία τους διέθεταν ανοιχτό κατάστρωμα με πενήντα κουπιά. Ονομάζονταν πεντηκόντοροι νηες και είχαν εικοσιπέντε ερέτες σε κάθε πλευρά. Από αυτόν και μετά όμως έχτιζαν χαμηλά μακρά πλοία (30χ6μ.περίπου) κατασκευασμένα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να σύρονται με ευκολία στην άμμο της παραλίας ή σε ειδικά κτίρια προστασίας στο λιμάνι, τους νεώσοικους. Οι πρώτες τριήρεις φαίνεται πως φτιάχτηκαν στην Κόρινθο ή στη Σάμο από τον Κορίνθιο Αμυνοκλή. Η ναυπήγησή τους όμως όπως και η χρησιμοποίησή τους έφθασαν στο ανώτατο σημείο τελειότητας στην Αθήνα. Τόσο υπερήφανοι ήταν οι Αθηναίοι για τα πλοία τους, ώστε αν κάποιος τους ρωτούσε από πιο μέρος είναι απαντούσαν: από εκεί που φτιάχνουν τις όμορφες τριήρεις. Και πράγματι η τριήρης και ιδιαίτερα η αθηναϊκή εκτός από πανίσχυρο πλοίο ήταν και ένα πλοίο πανέμορφο, ένα έργο τέχνης.

Το τέλος
Μετά την Σαλαμίνα και τη μάχη των Πλαταιών, ο Θεμιστοκλής που είδε το όραμά του να δικαιώνεται στην πράξη, έπεισε τους Αθηναίους αφού τειχίσουν ξανά την Αθήνα να ολοκληρώσουν και την τείχιση του Πειραιά. Για πρώτη φορά τα τρία λιμάνια οχυρώθηκαν εντελώς, αφήνοντας έξω μόνο τα πετρώδη κράσπεδα της ακτής, με τείχος συνολικού μήκους, κατά το Θουκυδίδη 60 στάδια (24), δηλαδή περίπου 11 χιλιόμετρα. Στρατηγικό σημείο εξακολουθούσε να είναι ο λόφος της βορειοδυτικής ακτής του Κανθάρου (Μεγάλου Λιμένα) στην Ηετιώνεια. Οι σημαντικότερη πύλη εισόδου ο Αστικός Πυλών, βρίσκονταν στα βόρεια του περιβόλου, στην αρχή δύο δρόμων που ένωναν την Αθήνα με το επίνειό της και διέθετε πύργους ωοειδείς. Τα ερείπια της και μέρος των τειχών έχουν αποκαλυφθεί εκατέρωθεν του άξονα και της σημερινής εισόδου της πόλης, της οδού 34ου Συντάγματος – Ηρώων Πολυτεχνείου. Παρά την απόσταση αιώνων το μόνο φυσικό ομαλό πέρασμα που εξασφαλίζει την πρόσβαση στο λιμάνι από τη ξηρά παραμένει επίκαιρο και σήμερα. Στη σκιά ενός δένδρου σχολιάζω το γεγονός με τον Αποστόλη, φύλακα της αρχαιολογικής υπηρεσίας που με συνοδεύει για να φωτογραφίσω το χώρο. Λίγα μέτρα παραπέρα οι γραμμές του Ηλεκτρικού σιδηροδρόμου αγκομαχούν από το βάρος ενός συρμού που έρχεται γεμάτος από την Ομόνοια. Με το χέρι ψηλαφώ μια μεγάλη πέτρα και σκέφτομαι πως από εδώ περνούσε ο κύριος δρόμος που συνέδεε ως ένας νοητός άξονας τους δύο πόλους της ισχυρής Αθήνας, το λιμάνι με την Ακρόπολη, η αμαξιτή οδός. Προσπαθώ να φανταστώ το χώρο έπειτα από τα έργα που σχεδιάζει η αρχαιολογική υπηρεσία. Η μελέτη περιλαμβάνει την κατεδάφιση μερικών παλαιών κτισμάτων και την αποκατάσταση της ενότητας των μνημείων. Η διαμόρφωση πάρκου και η ανύψωση με γέφυρα της 34ου Συντάγματος θα αναδείξει τη μορφή των οχυρώσεων. Μετά την πύλη ο ταξιδιώτης της αρχαιότητας που ανέβαινε στο άστυ είχε συνεχώς μπρος του ως οδηγό την Ακρόπολη ενώ το δρόμο πλαισίωναν εντυπωσιακά ταφικά μνημεία. Όσο για το Θεμιστοκλή…

Η εκπληκτική πορεία του άνδρα που δόξασε όσο λίγοι την πατρίδα του, γνώρισε τραγικό τέλος, χωρίς να είναι άμοιρος ευθύνης και ο ίδιος. Με την προκλητική στάση του στους συμπολίτες του, και με τα γνωστά ελαττώματά του, συνέβαλε ώστε να τον παραμερίσουν από το προσκήνιο της δημόσιας ζωής. Το 471 π.Χ. υποχρεώθηκε να γνωρίσει το δρόμο της εξορίας με τη φοβερή κατηγορία της προδοσίας. Μετά από σύντομη παραμονή στο Άργος με πολλούς κινδύνους κατέφυγε στην αυλή του Αρταξέρξη όπου τον ονόμασε ηγεμόνα της μικρασιατικής Μαγνησίας. Εκεί πέθανε ή σύμφωνα με άλλες εκδοχές αυτοκτόνησε, σε ηλικία 65 ετών το 461/460 π.Χ. (25). Όμως το τέλος δεν έχει γραφτεί ακόμα. Στην πύλη δείχνω την άδεια και προχωρώ μέσα στις εγκαταστάσεις της Ναυτικής Διοίκησης Αιγαίου που βρίσκονται δεξιά της εισόδου του σημερινού κεντρικού λιμένα και δίπλα από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, ακριβώς στη μύτη της Πειραϊκής χερσονήσου. Από μακριά φαίνεται ένας μεγάλος αναστηλωμένος λευκός αράβδωτος κίονας να βγαίνει σχεδόν μέσα από τα κύματα καθώς υψώνεται στα βράχια της ακτής. Δίπλα του ο επισκέπτης που θα κατορθώσει να πάρει άδεια εισόδου στην απαγορευμένη για το κοινό στρατιωτική περιοχή θα δει μισοβυθισμένη στα νερά του Σαρωνικού μια τετράγωνη θεμελίωση ταφικού μνημείου.

Λένε πως λίγα χρόνια μετά το θάνατό του οι συγγενείς του μεγάλου άνδρα και σύμφωνα με επιθυμία του ίδιου, μετέφεραν τα οστά του σ’ αυτό το σημείο και τα έθαψαν κρυφά, καθώς δεν επιτρεπόταν η ταφή εξόριστου για προδοσία στο έδαφος της πατρίδας. Ο Παυσανίας αναφέρει το σημείο ως τάφο του ανδρός (26), όπως και ο Θουκυδίδης έμμεσα. Κατά τους στίχους του Πλάτωνα που έσωσε ο Πλούταρχος, από αυτή τη θέση στην παραλία μπορούσε να βλέπει τους ναυτικούς που έμπαιναν στο λιμάνι και εκείνους που έβγαιναν και μπορούσε να παρακολουθεί τους αγώνες κωπηλασίας (27). Ακουμπώ την μαρμάρινη επιφάνεια του κίονα και το βλέμμα μου απορροφά ο γαλάζιος πόντος. Ο αξιωματικός που με συνοδεύει μου υποδεικνύει μια πρασινισμένη δυσδιάκριτη επιγραφή στο εσωτερικό που μόλις και μένει έξω από το νερό. Ξύνουμε με ένα κλειδί τα γράμματα και διαβάζω ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ ΦΡΕΑΡΡΙΟΣ. Δεκάδες πλοία κάθε μεγέθους και είδους έρχονται και φεύγουν από το σύγχρονο λιμάνι του Πειραιά ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα της Μεσογείου. Μακρύτερα η Σαλαμίνα με τον επίσης σύγχρονο ναύσταθμο του Πολεμικού Ναυτικού. Η άποψη πως εδώ, μπρος μου, κείται ο Θεμιστοκλής δεν έχει αποδειχθεί. Προτιμώ όμως την παράδοση από τις αποδείξεις. Άλλωστε ποιο σημείο θα ήταν καλύτερος τάφος για εκείνον που του οφείλονται όλα αυτά;

Από τον Κίμωνα στον Περικλή
Η απομάκρυνση του Θεμιστοκλή από τη δημόσια ζωή της Αθήνας δεν σήμανε αλλαγή της πολιτικής της. Ο δρόμος για την εδραίωση μιας θαλασσοκρατορίας είχε πλέον ανοίξει και δεν υπήρχε επιστροφή. Οι εσωτερικές πολιτικές μεταβολές ήταν απόρροια της εφαρμογής του ναυτικού εξοπλισμού. Με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους για την άμυνα από το πεζικό στο ναυτικό, τα κατώτερα στρώματα από τα οποία στρατολογούνταν οι ερέτες (κωπηλάτες), άρχισαν να αποκτούν συνείδηση της συμβολής τους στα κοινά και ζήτησαν ίσα πολιτικά δικαιώματα διότι ο δημός εστιν ο ελαύνων τάς ναυς καί ο την δύναμιν περιτιθείς τη πόλει, καί οι κυβερνηται καί οι κελευσταί καί οι πεντηκόνταρχοι καί οι πρωραται καί οι ναυπηγοί (28)…

Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις πολιτικές και στρατιωτικές αλλαγές δε μου προκαλεί έκπληξη πως τριάντα χρόνια μετά την ανέγερση του Θεμιστόκλειου τείχους άρχισε η κατασκευή νέων τειχών που θα ένωναν την Αθήνα με το λιμάνι της. Το βόρειο σκέλος τους, που βρίσκεται σήμερα κάτω από την οδό Πειραιώς, και το Φαληρικό σκέλος τους, που έχει χαθεί αλλά φαίνεται πως κατέληγε στον Άγιο Γεώργιο του Π. Φαλήρου, κατασκευάσθηκαν από τον ολιγαρχικό Κίμωνα (29). Ο Κίμωνας με αυτό το τρόπο θέλησε να προστατεύσει περισσότερο την πόλη, όμως δεν πρόλαβε να τα ολοκληρώσει γιατί το 462 π.Χ. γίνεται ο οστρακισμός του με την κατηγορία του φιλολάκωνα και του μισοδήμου και την αρχή ανέλαβαν οι δημοκρατικοί με αρχηγό τον Περικλή. Ο μεγάλος αυτός πολιτικός και στρατιωτικός που διακρίθηκε για την εντιμότητα του (30), περιέβαλε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τον Πειραιά αναμορφώνοντας με τη σειρά του τις οχυρώσεις αλλά και την πολεοδομία της πόλης. Οι εργασίες στα μισοτελειωμένα Μακρά Τείχη του Κίμωνα συνεχίστηκαν και τελείωσαν (31). Παράλληλα κρίθηκε πως το Φαληρικό τείχος άφηνε ακάλυπτες τις προσβάσεις προς την Αθήνα και θεωρήθηκε αναγκαίο να κτιστεί ένα τρίτο τείχος, το διαμέσου ή νότιο (32), το οποίο έβαινε παράλληλα και σε απόσταση 183 μέτρων από το βόρειο. Τα δυο αυτά παράλληλα τείχη έμειναν στην ιστορία σαν Μακρά Τείχη και εξασφάλιζαν σε περίπτωση πολέμου την επικοινωνία του άστεως με το λιμάνι. Το μήκος του κάθε ενός ήταν περίπου 7000 μέτρα, ενώ το Φαληρικό ήταν κατά 500 μέτρα μικρότερο. Με την αποπεράτωσή τους το συνολικό μήκος οχυρώσεων που διέθετε η Αθηναϊκή Δημοκρατία έφτανε τα 38 χιλιόμετρα περίπου (33). Υπεύθυνος του έργου ήταν Καλλικράτης και το αποτέλεσμα εντυπωσιάζει για τα δεδομένα της εποχής καθώς δεν έλειψαν και τα προβλήματα. Από τον Πλούταρχο, για παράδειγμα, μαθαίνουμε πως κατά τη θεμελίωση παρουσιάστηκαν μεγάλες δυσκολίες και δαπανήθηκαν πολλά χρήματα για ενίσχυση των κατασκευών στην περιοχή του Αλίπεδου (34). Επίσης με την κατασκευή του διαμέσου τείχους έγινε αναγκαία η διάνοιξη μια δεύτερης πύλης πολύ κοντά στον υπάρχοντα Αστικό Πυλώνα, για την κίνηση μέσα από το διάδρομο των Μακρών Τειχών. Η δεύτερη αυτή μνημειακή πύλη έχει αποκαλυφθεί ολόκληρη (35) και είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή έχοντας μεγάλες ομοιότητες με το Αθηναϊκό Δίπυλο.

Η οχύρωση όπως από παλιά είχε σχεδιάσει ο Θεμιστοκλής, είχε σκοπό να εξασφαλίσει τα τρία λιμάνια, όπου θα γίνονταν τα νεώρια (ναυπηγεία) και το λιμάνι του στόλου. Πολεοδομικά όμως το επίνειο δεν παρουσίαζε καμιά συγκρότηση. Ο Περικλής μετά την ολοκλήρωση των οχυρωματικών έργων έθεσε σε εφαρμογή ένα μεγάλο πρόγραμμα ανοικοδόμησης και αναμόρφωσης. Για το σκοπό αυτό ανέθεσε την σύνταξη του σχεδίου του Πειραιά στον περίφημο αρχιτέκτονα της εποχής, τον Ιππόδαμο από τη Μίλητο (36), ο οποίος χάραξε μια ιδεώδη πόλη από κάθε πλευρά. Χάρη στην ενθάρρυνση και την αγάπη του Περικλή για την τάξη η πόλη απέκτησε θαυμάσια κτίρια, υποδειγματική οργάνωση και εξοπλισμό και με όλες τις απαραίτητες εγκαταστάσεις για την διακίνηση επιβατών και εμπορευμάτων.

Το εμπορικό λιμάνι, Ναύσταθμοι και Νεώσοικοι
Το ρυμοτομικό σχέδιο του Ιππόδαμου ήταν άριστο από κάθε πλευρά, με κάθετες και παράλληλες οδούς που τέμνονταν σε ορθές γωνίες, με μεγάλες κεντρικές αρτηρίες και με σπίτια κανονικά οικοδομημένα (37). Αυτό το ρυμοτομικό σχέδιο, που έμεινε γνωστό ως Ιπποδάμειο, εφαρμόστηκε αργότερα σε άλλες πόλεις και βέβαια και στις μέρες μας. Επίσης το ίδιο σχέδιο, σε γενικές γραμμές, ακολούθησαν κατά τη σύνταξη του σχεδίου της νέας πόλης του Πειραιά, το 1834, ο Κλεάνθης και ο Σάουμπερτ. Αρχή του Ιππόδαμου ήταν η οργάνωση του χώρου με διαχωρισμό των δημόσιων, ιδιωτικών και ιερών χώρων και των βασικών λειτουργιών, της πολεμικής ως ναυστάθμου της Αθήνας, και της εμπορικής ως του πρώτου εμπορικού λιμανιού της Μεσογείου.

Ο Μέγας Λιμήν ή Κάνθαρος επειδή ήταν πολύ πιο ευρύχωρος από τα δύο άλλα μόνο ένα μικρό μέρος του χρησίμευε ως πολεμικός ναύσταθμος. Το υπόλοιπο ήταν εμπορικό (38). Οι δύο φυσικές άκρες, αυτή του Άλκιμου (39), δεξιά στον εισερχόμενο στο λιμάνι, και η Ηετιώνεια, αριστερά, σχημάτιζαν το φυσικό του στόμιο. Και στις δύο άκρες υπήρχαν ακραίοι πύργοι του τείχους με φανούς για διευκόλυνση των πλοίων. Το λιμάνι είχε υδάτινη επιφάνεια αισθητά μεγαλύτερη από τη σημερινή και περιβάλλονταν κυκλικά από τα νεώρια, το αφροδίσιο και πέντε στοές (40). Στο σημείο που τελείωναν οι νεώσοικοι του πολεμικού ναυστάθμου και άρχιζε ο φαρδύς παραλιακός δρόμος με τις στοές υπήρχε οροθετικός λίθος μιας και η περιοχή είχε χαρακτηριστεί πολεμική ζώνη, με απαγόρευση εισόδου ιδιωτών σ’ αυτήν. Ίσως γι’ αυτό το λόγο αυτό το τμήμα ως και την Πειραϊκή ακτή δεν κατοικήθηκε. Τα δύο πέρατα του εμπορικού λιμανιού είχαν οριστεί ως αγκυροβόλια των εμπορικών και των επιβατικών σκαφών που λέγονταν πορθμεία. Σε μια τολμηρή επιχείρηση στα 387 π.Χ. ο Λακεδαιμόνιος Τελευτίας μπήκε στον Κάνθαρο με δώδεκα τριήρεις και κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει τρεις ή τέσσερις αθηναϊκές, των οποίων οι περισσότεροι ναύτες έλειπαν, να απαγάγει εμπόρους και ναύκληρους και να συλλάβει έξω από το λιμάνι πολλά αλιευτικά πλοία και πολλά πορθμεια ανθρώπων μεστά καταπλέοντα από νήσων (41).

Στο εμπορικό τμήμα υπήρχαν όλες οι απαραίτητες εγκαταστάσεις: κρηπιδώματα, προβλήτες, αποθήκες για τη γρήγορη φορτοεκφόρτωση των εμπορευμάτων, αλλά και τράπεζες για τις συναλλαγές καθώς η δραχμή είχε γίνει ισχυρό νόμισμα σε όλη τη Μεσόγειο. Στην ανατολική πλευρά, στη σημερινή Ακτή Μιαούλη, σε πέντε μεγάλες στοές που ονόμαζαν με ένα όνομα: Εμπόριον, ήταν συγκεντρωμένη όλη η δραστηριότητα. Μια από αυτές ήταν μεγάλη παραλιακή στοά και λεγόταν δείγμα επειδή εκεί κλείνονταν εμπορικές πράξεις με βάση δείγματα που εξέθεταν ντόπιοι και ξένοι έμποροι και με βάση αυτά κανόνιζαν τις συναλλαγές. Τέλος στη περιοχή υπήρχαν ξενώνες και πανδοχεία με μεγάλη κίνηση και τα απαραίτητα σε κάθε λιμάνι πορνεία, ίσως στην περιοχή του σημερινού σταθμού των ΗΣΑΠ. Για τα εισαγόμενα ήδη και τις χώρες προέλευσης έχουμε αρκετές πληροφορίες. Από τον Αριστοφάνη μαθαίνουμε ότι εισάγονταν από τη Βοιωτία χέλια, από τη Κόρινθο στρώματα, από τη Σικυώνα ψάρια, από τη Σικελία τυρί. Ο Έρμιππος μας πληροφορεί πως από την Εύβοια έρχονταν αχλάδια και μήλα, από την Σαμοθράκη σκόρδα, από την Τένεδο ρίγανη, από τη Φρυγία δούλοι, από τη Ρόδο σταφίδα και αρώματα, από τη Φοινίκη χουρμάδες και από την Αίγυπτο ιστία, λεπτά υφάσματα και πάπυροι. Από τη Λιβύη ήταν το ελεφαντοστό, από την Κυρήνη τα δέρματα, από την Καλχηδόνα τάπητες και υφαντά, ενώ χοιρινά και τυρί έστελναν οι Συρακούσες και σιτάρι ο Πόντος. Ο Πίνδαρος σχολιάζει πως από το Άργος παραλάμβαναν όπλα, από τη Θήβα άρματα, από τη Σκύρο κατσίκες. Χοντρά υφάσματα, αλάτι και δοχεία από τα Μέγαρα, από τον Ελλήσποντο αλίπαστα και από τη Συρία λιβάνι. Το εξαγωγικό εμπόριο ήταν περιορισμένο με φορτώσεις προϊόντων της Αττικής, λάδι, κρασί, μέλι, και είδη αγγειοπλαστικής. Ως μεγάλο λιμάνι ο Πειραιάς δεν εξυπηρετούσε μόνο τις ανάγκες της Αθήνας αλλά ως ένα σημείο και την ευρύτερη Ελλαδική ενδοχώρα. Δίκαια λοιπόν ο διάσημος ρήτορας Ισοκράτης σε κάποιο σχόλιό του λέει ότι ο Πειραιάς ήταν ένα από τα μεγαλύτερα διαμετακομιστικά κέντρα του αρχαίου κόσμου, το Εμπόριον της Ελλάδος.

Στη νότια παραλία, σημερινή Ακτή Αλκίμων, είχαν κτισθεί 96 νεώσοικοι για τη στέγαση των πλοίων το χειμώνα. Οι νεώσοικοι ήταν απλά υπόστεγα με μήκος 35 μέτρα και πλάτος 6,5 περίπου. Εσωτερικά κάθε νεώσοικος περιελάμβανε στο κέντρο μια σειρά λίθινους κίονες για στήριξη της στέγης, ενώ δεξιά και αριστερά υπήρχαν βάθρα σκαλιστά στο βράχο ή κτιστά με ξύλινο πάτωμα. Κάθε βάθρο είχε κλίση προς τη θάλασσα και στη μέση ένα αυλάκι για την καρίνα (τροπίδα) του πλοίου. Οι παλαιότεροι νεώσοικοι χρονολογούνται από την εποχή του Θεμιστοκλή. Αυτοί που κατασκευάσθηκαν από τον Περικλή κόστισαν τεράστια ποσά, κάπου 1000 τάλαντα, και ανήκουν στα μεγάλα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα της Αθήνας. Το κυκλικό λιμάνι της Ζέας ήταν ο κύριος πολεμικός ναύσταθμος. Στις ακτές του είχαν δημιουργηθεί 196 νεώσοικοι για τη στέγαση του πολεμικού στόλου. Από αυτούς επισημάνθηκαν αρκετοί, αλλά καλά διατηρημένοι έχουν παραμείνει μόνον όσοι βρέθηκαν το 1973 και διασώζονται σε κλειστό ημιυπόγειο χώρο πολυκατοικίας στην οδό Σηραγγείου 1. Το τρίτο λιμάνι, της Μουνιχίας, ήταν και αυτό πολεμικό και διέθετε 82 νεώσοικους. Το 1989 επισημάνθηκαν τυχαία στην οδό Υψηλάντου 170 τα ίχνη ενός από τα σπουδαιότερα οικοδομήματα της αρχαίας πόλης. Πρόκειται για τη Σκευοθήκη του Φίλωνα, ένα λίθινο οικοδόμημα μήκους 130 μέτρων πλάτους 18 και ύψους 10, όπου στεγάζονταν και φυλάσσονταν η κινητή σκευή των πολεμικών πλοίων, δηλαδή πανιά, σχοινιά και κάθε άλλο υλικό. Τη μορφή της γνωρίζουμε από μια επιγραφή που αναγράφει το συμβόλαιο της πόλης με τον αρχιτέκτονα Φίλωνα από την Ελευσίνα που είχε αναλάβει την οικοδόμησή της. Η Σκευοθήκη αποτέλεσε αντικείμενο θαυμασμού στην αρχαιότητα σε τέτοιο βαθμό που ο Πλίνιος τη συνέκρινε με το Ναό της Άρτεμης στην Έφεσο (42).

Πελοποννησιακός πόλεμος - Κόνωνας
Μετά τη Ναυτική Διοίκηση και τον «τάφο του Θεμιστοκλή» ακολουθώ την παραλία που λέγεται Πειραϊκή περπατώντας στα βράχια της ακτής. Δίπλα μου σε όλο το μήκος της βρίσκονται καλά διατηρημένοι πύργοι και μέλη αρχαίων τειχών. Ο σύγχρονος δρόμος, η Ακτή Θεμιστοκλέους, που πότε τα καλύπτει και πότε είναι μακριά τους, παρουσιάζει ζωηρή κίνηση, άλλωστε σε όλο το μήκος της η Πειραϊκή φημίζεται για τα δεκάδες ουζερί και μεζεδοπωλεία της. Όπως εγώ και άλλοι που βρίσκονται στα βράχια ή ψαρεύουν ή χαζεύουν τους γλάρους. Παρέα με τους γλάρους βουτάνε και μερικοί χειμερινοί κολυμβητές, άνδρες και γυναίκες. Πιάνω κουβέντα. Τα νερά δεν είναι πολύ κρύα, μου λένε ο Γιώργος με τον Άρη, και είναι πεντακάθαρα. Το δυνατό ρεύμα της θάλασσας που έρχεται από το Σούνιο καθαρίζει τα πάντα. Πολλοί είναι αυτοί που κολυμπούν εδώ, μάλιστα την προηγούμενη έκοψαν και την πίτα του συλλόγου. Στην πρόσκληση για μπάνιο αρνούμαι ευγενικά. Ίσως μια άλλη φορά, λέω, και ανανεώνουμε το ραντεβού μας για του χρόνου που θα κόψουν πάλι την πίτα τους, εκεί στα βράχια της Πειραϊκής δίπλα στα αρχαία τείχη. Ο ήλιος λούζει τις πέτρες τους που καλοζυγισμένες διατηρούνται ως τις μέρες μας. Αυτές οι οχυρώσεις δεν ανήκουν στο Θεμιστοκλή, είναι πολύ κατοπινές.

Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου ο Πειραιάς δέχθηκε το μεγαλύτερο πλήγμα με κάθετη πτώση στις δραστηριότητές του. Παρά τη θαυμάσια ρυμοτομία του και εμπορική υποδομή του είχε μια μεγάλη έλλειψη. Η ύδρευση και αποχέτευσή του ήταν προβληματική. Μάλιστα τα αίτια του μεγάλου λιμού που εκδηλώθηκε στον πληθυσμό της Αττικής που είχε μαζευτεί εντός των Μακρών Τειχών, αποδίδονται σε αυτές τις ελλείψεις. Έτσι η τρομερή επιδημία άρχισε από το επίνειο και εξαπλώθηκε γρήγορα. Παρόλα αυτά ο φοβερός πόλεμος κράτησε 27 χρόνια και έληξε με ήττα της Αθήνας. Τότε ο Σπαρτιάτης Λύσανδρος έκαψε όσες τριήρεις είχαν απομείνει και κατεδάφισε τα τείχη, αρχίζοντας βέβαια από τα πιο μισητά, αυτά του Πειραιά. Οι περίφημοι νεώσοικοι θα πουληθούν και κατεδαφιστούν στη ευτελή τιμή των τριών ταλάντων. Μάλιστα ο Λύσανδρος για να ταπεινώσει τους αθηναίους έδωσε εντολή η κατεδάφιση οχυρών και ναυστάθμων να γίνει με πανηγυρικό τρόπο, με μουσική, χορούς και τραγούδια (43). Με την πτώση της δημοκρατίας πολλοί οπαδοί της κατέφυγαν στη Θήβα. Μεταξύ τους ήταν και ο Θρασύβουλος που δημιούργησε αξιόλογο στρατιωτικό σώμα, κατέλαβε το φρούριο της Φυλής και στη συνέχεια επιτέθηκε και κατέλαβε την Ακρόπολη της Μουνιχίας. Ο Θρασύβουλος προτίμησε το λιμάνι από την πόλη μιας και σ’ αυτό υπήρχαν περισσότεροι δημοκρατικοί και μέτοικοι που τον υποστήριξαν. Αργότερα ο Κόνωνας, έπειτα και από την νίκη του επί του Σπαρτιατικού στόλου στην Κνίδο (44), άρχισε την ανοικοδόμηση των τειχών της πόλης (45), με την οικονομική συμπαράσταση των Περσών. Οι οχυρώσεις ορθώθηκαν πάλι με μεγάλες ορθογώνιες πέτρες λατομημένες επί τόπου (46) τις ίδιες που βλέπω σήμερα σε αρκετά καλή κατάσταση στην ακτή. Το τείχος υψώνεται κοντά στο κύμα σε απόσταση περίπου έξη με δέκα μέτρα, και το συνηθισμένο πάχος του είναι τρία μέτρα ή και περισσότερο στα σημεία που είναι ευπρόσβλητο. Οι πύργοι του, με μέσο πλάτος διπλάσιο από αυτό του τείχους, σώζονται καλύτερα κατανεμημένοι σε κανονικές αποστάσεις μεταξύ τους. Το κτίσιμο είναι το συνηθισμένο στις περισσότερες ελληνικές οχυρώσεις: μεγάλοι ορθογώνιοι ογκόλιθοι υψώνονται στις δύο όψεις, εσωτερική και εξωτερική, ενώ το ενδιάμεσο διάστημα γεμίζεται με χώμα και μικρές πέτρες. Τούτη η ακτή αν και οχυρωμένη στο μεγαλύτερο μέρος της παρέμενε ακατοίκητη και σε μερικούς μόνο πύργους υπήρχαν φρουρές εφήβων την ειρηνική περίοδο (47). Μετά την ολοκλήρωση των έργων από τον Κόνωνα τα στόμια και των τριών λιμανιών στένεψαν με τεχνητούς μόλους και οχυρώθηκαν από ισχυρούς πύργους ενώ για μεγαλύτερη ασφάλεια μεγάλες αλυσίδες έφραζαν την είσοδό τους. Το πάθημα από τον Τελευτία είχε μείνει αξέχαστο.

Οι περιπέτειες δεν έχουν τέλος, Porto Leone
Το λιμάνι γνώρισε περιπέτειες στα χρόνια που ακολούθησαν, με τη Μακεδονική δυναστεία. Μπρος στα τείχη βρέθηκαν ο στρατηγός Πολυσπέρχων με τους ελέφαντές του, ο Κάσσανδρος, ο Δημήτριος Φαληρέας και ο Δημήτριος ο πολιορκητής. Η πορεία προς την παρακμή είναι σταθερή με μικρές περιόδους ανάκαμψης. Η Αλεξάνδρεια συγκεντρώνει πλέον την εμπορική και ναυτιλιακή κίνηση του γνωστού κόσμου. Οι περιπλοκές της ιστορίας μοιάζουν με κουβάρι μπερδεμένο που η άκρη του με φέρνει στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Την περίοδο που η Ρώμη πολεμούσε με τον βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη, οι Αθηναίοι τάχθηκαν με το μέρος του δεύτερου. Στη μάχη που ακολούθησε οι Ρωμαίοι νίκησαν το στρατηγό Αρχέλαο και ο Σύλλας (48) όλο οργή, αφού κατέλαβε την Αθήνα και τον Πειραιά που αντιστάθηκε ως το τέλος, επιδόθηκε σε μια δια πυρός και σιδήρου συστηματική καταστροφή των πάντων. Τα τείχη στο σύνολό τους, οι Εμπορικές Στοές, οι λιμενικές εγκαταστάσεις, οι Νεώσοικοι που είχαν ανοικοδομηθεί ξανά, η Σκευοθήκη, όλα παραδόθηκαν στη φωτιά. Συλλαμβάνει και βασανίζει εκατοντάδες κατοίκους και πολλούς φορτώνει στα πλοία για σκλάβους. Στα αμπάρια των ίδιων πλοίων φορτώνονται δεκάδες λεηλατημένα έργα τέχνης και άλλοι θησαυροί από τα ιερά και τους ναούς. Την επόμενη μέρα, κάποιο ανοιξιάτικο πρωινό του 85 π.Χ., τίποτα δεν υπήρχε, ιδιαίτερα στον Πειραιά που να θυμίζει το παρελθόν. Με την πράξη του ο ύπατος της κοσμοκράτειρας καταδίκασε σε μαρασμό πολλών αιώνων το φημισμένο επίνειο. Η Αθήνα μπόρεσε κάπως να ανορθωθεί αν και παρέμεινε σε αφάνεια, το λιμάνι όμως ποτέ δε ξέφυγε από την τραγική μοίρα του. Οι επιδρομές αργότερα των Γότθων (49) και του Αλάριχου Α΄ (50) ήταν η χαριστική βολή μιας και οι ελάχιστοι κάτοικοι έφυγαν στα βουνά για να γλυτώσουν. Κατά την Βυζαντινή περίοδο Αθήνα και Πειραιάς παραμένουν άσημες πόλεις και ολιγάνθρωπες, χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Το βύθισμα στην παρακμή και την αφάνεια ολοκληρώνεται στα βαριά χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας με χαρακτηριστικό γνώρισμα την αλλαγή ακόμη και της ονομασίας του τόπου.

Από τις αρχές του 14ου αιώνα ο Πειραιάς αναφέρεται στους ξένους γεωγραφικούς χάρτες ως Porto Leone ή Porto Draco (51), οι Έλληνες τον αποκαλούν λιμάνι του Δράκου και οι Τούρκοι Ασλάν λιμάνι. Το όνομα Λιμάνι του Λέοντος προήλθε από ένα μεγάλο μαρμάρινο άγαλμα λιονταριού που βρισκόταν στη θέση του παλαιού Δημαρχείου στη Ζέα, γνωστού και ως Ρολόι, που κατεδαφισμένο δεν υπάρχει πια. Το άγαλμα δεν είναι έργο υψηλής τέχνης και είναι άγνωστο πότε και από ποιόν φτιάχτηκε, ούτε και πότε τοποθετήθηκε, για το λιμάνι όμως έχει ιστορική αξία. Επί σειρά αιώνων, άγνωστο πόσους, παρέμεινε ο φύλακας του λιμανιού δίνοντας το όνομά του στο επίνειο τα χρόνια της ερήμωσης και παρακμής. Το 1672 ο περιηγητής Babin σημειώνει: Ο λιμήν των Αθηνών είναι ωραιότατος, υπερβαίνει δε κατά τι το πλάτος και το μήκος της Μασσαλίας. Πλην όμως έχει το μειονέκτημα να μην προστατεύεται υπό τινός φρουρίου δια την ασφάλεια των πλοίων, εκτεθειμένων ούτω εις τα καταδρομάς των πειρατών, εκτός δε τούτου, είναι μεμακρυσμένος της πόλεως υπέρ την λεύγαν ή πέντε ιταλικά μίλια. Παρά την θάλασσαν βλέπει τις και νυν έτι τας βάσεις κρηπιδωμάτων και αρχαίου τείχους και λείψανα στηλών, αφ ων ετείνετο η άλυσις. Προβάλλοντα νυν της επιφανείας της θαλάσσης ως δυο σκόπελοι κατά την είσοδο του λιμένος. Λιμένος λέοντος αποκαλουμένου, ένεκα εκ λευκού μαρμάρου λέοντος, ισταμένου προς το άκρο. Το άγαλμα απήγαγε τελικά ο Φραγκίσκος Μοροζίνης, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του ενάντια της Αθήνας, και το μετέφερε το 1688 στο Ναύσταθμο της Βενετίας όπου και βρίσκεται ακόμη εκπατρισμένο. Εκτός από τον Babin και άλλοι περιηγητές κάνουν κατά διαστήματα αναφορές στο λιμάνι (52). Τα μόνα κτίσματα ήταν το σπίτι του Τούρκου τελώνη και μερικές πρόχειρες αποθήκες. Η διαπίστωση είναι κοινή, ερήμωση και εγκατάλειψη. Εκείνους τους σκοτεινούς χρόνους ο Πειραιάς γνώρισε και το μεγάλο όνειδος, αφού από αυτόν οι ξένοι αρχαιοκάπηλοι φυγάδευαν με ξένα πλοία τα έργα τέχνης στη Δύση, ανενόχλητοι φυσικά από τους Τούρκους την ανοχή των οποίων και εξαγόραζαν. Αποκορύφωμα όλων ο Θωμάς Μπρούς, 7ος κόμης του Έλγιν, που απογύμνωσε παρά τις αντιδράσεις των κατοίκων τον Παρθενώνα (53). Αργότερα στα χρόνια της επανάστασης για την ανεξαρτησία νέες περιπέτειες περίμεναν τον τόπο. Κατάληψη του λόφου της Καστέλας (54), μάχη του Κερατσινίου (55), κατάληψη της μονής του Αγίου Σπυρίδωνα (56), θάνατος του Καραϊσκάκη στο Φάληρο (57). Λίγα χρόνια αργότερα το 1829 μέσα από τα χαλάσματα πρόβαλε η νέα Ελληνική Πολιτεία. Η θέσις η καλούμενη Πειραιεύς θα ανασυρόταν από αφάνεια αιώνων και παρακμής αποβάλλοντας το όνομα του δράκου. Η αργή πορεία της αναγέννησης οδήγησε, όχι χωρίς προβλήματα και περιπέτειες, στο σύγχρονο λιμάνι. Η διαδρομή αυτή όμως οδηγεί σε άλλες ιστορίες που απομακρύνονται από το στόχο αυτού του κειμένου.

Από τον σταθμό του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου ανεβαίνω στο λεωφορείο με κατεύθυνση το τέρμα, στην άκρη του κεντρικού λιμανιού λίγο πριν τον προλιμένα, στο Χατζηκυριάκειο. Εδώ έχει τοποθετηθεί με δαπάνες του ΟΛΠ ένα μαρμάρινο αντίγραφο του αγάλματος του λέοντα, έως ότου ο Δήμος της Βενετίας επιστρέψει το πρωτότυπο στο φυσικό του χώρο. Στη σκιά του μεγάλου λιονταριού χαζεύω το ζευγάρι που έφερε το παιδί του για κυριακάτικη βόλτα. Το γαλάζιο των νερών μαγνητίζει το βλέμμα μου και το ελαφρύ αεράκι παίζει με τις σελίδες ενός από τα πολλά βιβλία που στάθηκαν οδηγοί σ’ αυτό το οδοιπορικό. Οδοιπορικό που ξέρω πως κάπου εδώ τελείωσε. Κάθε επίλογος είναι δύσκολος, όμως σ΄ αυτόν το τέλος μου αφήνει μια πικρή γεύση. Οι αρχαίοι θεοί έχουν εγκαταλείψει προ πολλού την Αττική στα χέρια των τωρινών κατοίκων της που φρόντισαν να σκάψουν, γκρεμίσουν και κάψουν όσο τους είναι μπορετό την γαλήνια απέριττη φύση της. Σκόρπια μνημεία παλεύουν με σύμμαχο το φως, τη θάλασσα και τον άνεμο να μας θυμίσουν όσα πασχίζουμε να κρατήσουμε ξεχασμένα και απόμακρα, ζώντας ξένοι στον τόπο μας, εχθροί του παρελθόντος. Εν τέλει ο αναγνωριστικός περίπατος ενός περίεργου και επίμονου επισκέπτη στις «αρχαίες πέτρες» του Πειραιά είναι μια υποθήκη για όσα έλθουν ή μια απλή ξενάγηση σ’ αυτά που πέρασαν; Εσείς θα κρίνετε.

Σημειώσεις
1 όπως αναφέρει ο Πλούταρχος οι πόρτες των σπιτιών της Αθήνας άνοιγαν προς τα έξω και κτυπούσαν πριν βγουν για να μην τραυματίσουν κανένα περαστικό ανοίγοντας με δύναμη τη πόρτα. Στη μέση των δρόμων κυλούσαν τα νερά της αποχέτευσης ή της βροχής.
2 Πλούταρχος,Θεμιστοκλής,10,4,2.
3 Το Ψήφισμα της Τροιζήνας. Είναι το πρώτο επιστρατευτικό κείμενο της ιστορίας και ιδιαίτερα λεπτομερές, ενώ αποπνέει την εικόνα που είχε η πόλη λίγο πριν την Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Το κείμενο του ψηφίσματος σε ελεύθερη απόδοση είναι: “Θεοί, η βουλή και ο δήμος αποφάσισαν κατά πρόταση του Θεμιστοκλέους, γιου του Νεοκλέους του Φρεαρίου, να εμπιστευθούν την πόλη στην Αθηνά, της Αθήνας τη Δέσποινα και σε όλους τους άλλους θεούς για να τη φυλάξουν και να την προασπίσουν από τον βάρβαρο για χάρη της χώρας. Οι Αθηναίοι δε και οι ίδιοι οι ξένοι που κατοικούν στην Αθήνα να μεταφέρουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους στην Τροιζήνα υπό την προστασία του Πυτθέα του αρχηγέτη της χώρας. Οι γέροντες και τα κινητά υπάρχοντα να μεταφερθούν στη Σαλαμίνα. Οι ταμίες και οι ιερείς στην Ακρόπολη να μείνουν για να προστατευθούν τα υπάρχοντα των θεών. Όλοι οι άλλοι Αθηναίοι και όσοι ξένοι είναι σε στρατεύσιμη ηλικία να επιβιβασθούν στα διακόσια πλοία που έχουν ετοιμασθεί και να αγωνιστούν κατά των βαρβάρων για τη δική τους ελευθερία και για των άλλων Ελλήνων, μαζί με τους Λακεδαιμόνιους, τους Κορίνθιους, τους Αιγινήτες και όλους τους άλλους που θέλουν να συμμετέχουν στον κίνδυνο. Να διορίσουν διακόσιους τριήραρχους, έναν για κάθε πλοίο, αμέσως από αύριο, οι στρατηγοί, από εκείνους που κατέχουν πατρική γη στην Αθήνα και τέκνα νόμιμα και που δεν είναι πάνω από πενήντα χρονών. Στους άνδρες αυτούς τα πλοία θα δοθούν με κλήρο. Να επιλέξουν ακόμη επιβάτες είκοσι για κάθε πλοίο ηλικίας είκοσι-τριάντα ετών, και τέσσερις τοξότες. Να κατανείμουν υπαξιωματικούς στα πλοία αμέσως μόλις κληρωθούν οι τριήραρχοι. Να καταγράψουν επίσης οι στρατηγοί τα ονόματα και των ξένων από τις καταστάσεις του πολέμαρχου. Να αναγράψουν τα ονόματα, αφού κατανεμηθεί ο συνολικός αριθμός σε διακόσιες ίσες τάξεις και να γραφεί επάνω από κάθε τάξη το όνομα της τριήρους και του τριήραρχου και των υπαξιωματικών, ώστε κάθε τάξη να γνωρίζει σε ποια τριήρη θα επιβιβασθεί. Και όταν κατανεμηθούν όλες οι τάξεις και γίνει κλήρωση για τις τριήρεις, να συμπληρώσει η βουλή την επάνδρωση των διακόσιων πλοίων. Και οι στρατηγοί να θυσιάσουν εξευμενιστική θυσία στο Δία τον Παγκράτιο και στην Αθηνά και στην Νίκη και στον Ποσειδώνα τον Ασφάλειο. Όταν ολοκληρωθεί η επάνδρωση των πλοίων, εκατό από αυτά να δράμουν στο Αρτεμίσιο της Εύβοιας και τα άλλα εκατό να μείνουν ανοικτά της Σαλαμίνας και της υπόλοιπης Αττικής και να φυλάττουν την χώρα. Για να είναι ενωμένοι όλοι οι Αθηναίοι στην Άμυνα κατά του βαρβάρου, όσοι είχαν σταλεί εξορία για δέκα χρόνια να πάνε στη Σαλαμίνα και να μείνουν εκεί ώσπου να αποφασίσει κάτι γι' αυτούς ο δήμος, ενώ όσοι στερήθηκαν τα πολιτικά τους δικαιώματα...”
4 Πλούταρχος,Θεμιστοκλής,10,10,6.
5 Ίταλο Καλβίνο, "Οι αόρατες πόλεις".
6 Πανταζή, Ο Πειραιεύς, 1930.
7 Το 518 π.Χ. κατελήφθη η Σάμος από τους Πέρσες, το 513 π.Χ. εκστρατεία του Δαρείου εναντίον των Σκύθων, το 500 π.Χ. κατελήφθη η Νάξος, το 499 π.Χ. άρχισε η Ιωνική Επανάσταση.
8 498 π.Χ. ήττα των Ιώνων στην Έφεσο.
9 Ηρόδοτος,5,97, «αρχή κακων εγένοντο Ελλησί τε και βαρβάροισι».
10 Θουκυδίδης, 1,138.3 σε ελεύθερη απόδοση.
11 Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλής, ΧΙΧ.
12 Ηρόδοτος,5,36 «οκως ναυκρατέες της θαλάσσης εσονται».
13 Δημοσθένης, 23,78.
14 Κεκαυμένου Στραγηγικόν, 11ος αιώνας μ.Χ.
15 Το τοπωνύμιο προέρχεται από τον μυθικό ήρωα Ηετίωνα, που κατά την παράδοση, πρώτος κατεκτήσατο τον τόπο.
16 Ξενοφώντας Ελληνικά, Β,4,30.
17 Θουκυδίδης,8,90,4.
18 Καταγράφηκε από τον Φιλόχορο στην Ατθίδα του, 280 π.Χ.
19 Και τα δύο αποσπάσματα, Θουκυδίδης,1,93.
20 Θουκυδίδης,1,14,2 και 1,93.
21 Αριστοτέλη, Αθηναίων Πολιτεία,22,7.
22 Πολύαινος, Στρατηγήματα,1,30.6.
23 Ηρόδοτος,6,46.
24 Το Στάδιο υπολογίζεται σε 177,60 μέτρα.
25 Θουκυδίδης,1,138 και Πλούταρχος,Θεμιστοκλής,32.
26 Παυσανίας,Ι,1.2.
27 Πλούταρχος,Θεμιστοκλής,32.
28 Ξενοφώντας,Αθ.,1,2,3.
29 Το 460 π.Χ.
30 Πλούταρχος,Περικλής,15: Γιατί αν και κατέστησε την πόλη από μεγάλη μεγίστη και πλουσιότατη, … αυτός ούτε κατά μια δραχμή δεν έκαμε μεγαλύτερη την περιουσία, την οποία του άφηκεν ο πατέρας του.
31 Το 456 π.Χ.
32 Το νότιο τείχος σε κάποια σημεία είναι ορατό και σήμερα. Στο Ν. Φάληρο: στη διασταύρωση Σουλτάνη και Εμμανουηλίδου, στο συγκρότημα των εργατικών πολυκατοικιών της οδού Κανελλοπούλου πίσω από το εργοστάσιο της ΕΛΑΙΣ. Στο Μοσχάτο: νότια και κατά μήκος των γραμμών των ΗΣΑΠ.
33 Θουκυδίδης,2,13,7-8.
34 Πλούταρχος, Κίμων,13.
35 Είσοδος από την οδό Ζαννή. Τα αποκαλυφθέντα τμήματα της Πύλης Διαμέσου μαζί με αυτά του Αστικού Πυλώνα, βρίσκονται στα αριστερά, για τον εισερχόμενο στο Πειραιά, της οδού 34ου Συντάγματος και περιλαμβάνονται στη μελέτη διαμόρφωσης του αρχαιολογικού πάρκου.
36 Αριστοτέλη,Πολιτικά,1267e, “Ιππόδαμος δε Ευρυφωντος Μιλήσιος, ος καί τήν των πόλεων διαίρεσην ευρε καί τόν Πειραια κατέτεμεν…”.
37 Μια ιδέα της μορφής και της διάταξης των Πειραϊκών σπιτιών παρουσιάζει το ανασκαμμένο οικοδομικό τετράγωνο μεταξύ των οδών Β. Κωνσταντίνου, Λεωσθένους, Σκουζέ και Φιλελλήνων.
38 Κατά το Στράβωνα χωρούσαν 400, ενώ κατά τον Πλίνιο 1000 πλοία.
39 Το τοπωνύμιο μάλλον προέρχεται από τον ήρωα Άλκιμο. Άλλωστε τα περισσότερα Πειραικά τοπωνύμια οφείλουν την προέλευσή τους σε τοπικούς ήρωες: Φάληρο-Φάληρος, Μουνιχία-Μούνιχος, Ηετιώνεια-Ηετίων, Φρεαττύς-Φρέαττος, Κάνθαρος κλπ.
40 Αριστοφάνης,Ειρήνη,145.
41 Ξενοφώντα,Ελληνικά,5,1,21-23.
42 Πλίνιος,Φυσική Ιστορία,7,125.
43 Ξενοφώντα,Ελληνικά,Β,2,23.
44 394 π.Χ.
45 393 π.Χ.
46 Τα αρχαία λατομεία του Πειραϊκού πωρόλιθου, του ακτίτη λίθου, είναι φανερά σε πολλά σημεία ακόμη και σήμερα.
47 Αριστοτέλης, Πολιτ.Αθηναίων,42,3.
48 Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας.
49 Το 267 μ.Χ.
50 Το 395 μ.Χ.
51 Για πρώτη φορά αναφέρεται ο Πειραιάς ως Porto Leone στο ναυτικό χάρτη του Γεννοβέζου Πέτρου Βισκόντι το 1318.
52 Αρκετές πληροφορίες για την κατάσταση του Πειραιά μας δίνουν οι αναφορές των: Jehan de Vega (1537), Ελβιά Τσελεμπή (1667), Jaques-Paul Babin (1672), Cornelio Magni (1674), Guillet de Saint-George γνωστός και ως Guilletirer (1675), J. Spon και G. Wheller (1676), Saverio Scrofani (1794), E. Dodwell (1801-6), Fr. Chataubriand (1806), P. Laurent (1818), Fr. Pouqueville (1820).
531803-1812.
54 Με επικεφαλή τον φιλέλληνα στρατηγό Γκόρτον, 24/1/1827.
55 Με επικεφαλής τον Καραϊσκάκη οι Έλληνες αντιμετώπισαν τον Κιουταχή, 3/3/1827.
56 Στενή πολιορκία της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνα, ένα από λίγα κτίσματα στην περιοχή του Πειραιά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, Μάρτιος – Απρίλιος 1827.
57 Κατά τη διάρκεια συμπλοκής θανατώθηκε ύποπτα ο Καραϊσκάκης στο Φάληρο, 22/23 Μαρίου 1827.

Ευχαριστίες
Για την ολοκλήρωση του άρθρου οφείλω να εκφράσω της ευχαριστίες μου στα ακόλουθα πρόσωπα και φορείς, χωρίς τη συμβολή και βοήθεια των οποίων το αποτέλεσμα θα ήταν σημαντικά φτωχότερο.
Στον κ. Γεώργιο Σταινχάουερ, Αρχαιολόγο, Προϊστάμενο της Β΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Αττικής, για τις οδηγείς και τη συμπαράστασή του.
Στην κα. Κορνηλία Αξιώτη, Αρχαιολόγο, Διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Πειραιά, για την συμπαράστασή της και την παραχώρηση φωτογραφικού υλικού.
Στην κα. Μιχαλοπούλου Σοφία, του Φωτογραφικού αρχείου του Αρχαιολογικού Μουσείου Πειραιά.
Στο προσωπικό και τους αρχαιοφύλακες του Αρχαιολογικού Μουσείου Πειραιά, για την βοήθεία τους στην λήψη των φωτογραφιών.
Στον κ. Φραγκιαδάκη Αλέξανδρο, των εκδόσεων Γαλάτεια για την άδεια αναδημοσίευσης υλικού και φωτογραφιών από το βιβλίο της Λίζας Μιχελή: «Πειραιάς, Από το Πόρτο Λεόνε στη Μαγχεστρία της Ανατολής».
Στον κ. Ιωάννη Μπαστιά της Εκδοτικής Αθηνών, για την άδεια αναδημοσίευσης υλικού και σχεδίων από το βιβλίο του Νίκου Παπαχατζή: «Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησης: Αττικά».
Στον κ. Μακριπίδη Θεοφάνη, Ανθυποπλοίαρχο, της Δ/σης Δημοσίων Σχέσεων του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, όπως και τους αξιωματικούς της Ναυτικής Διοίκησης Αιγαίου, για την άδεια εισόδου και φωτογράφησης του μνημείου που είναι γνωστού ως Τάφος του Θεμιστοκλή, όπως και της Τριήρους Ολυμπιάδος στο χώρου του Πάρκου Ναυτικής Παράδοσης του Πολεμικού Ναυτικού.
Στην κα. Λαζαρίδου του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, για την κατανόησή της, και για την έγκαιρη παράδοση αντιγράφων από το φωτογραφικό αρχείο του Ινστιτούτου.
Στην κα. Σίκ, της Δ/σης Δημοσίων Σχέσεων των Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων Αθηνών Πειραιώς, και τον κ. Αντώνη Λιονάκη, ηλεκτροδηγό των ΗΣΑΠ.
Στην κα. Κάτια Κρανιώτου, Βιβλιοθηκονόμο του Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος. Η συμβολή της στην εξεύρεση βιβλιογραφίας ήταν πολύτιμη.
Στην κα. Ρούλα Χάιδω, Μουσειολόγο του Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος, όπως και στο Δ.Σ. του Μουσείου.
Στον κ. Ιωάννη Χατζημανωλάκη, για την άδεια αναδημοσίευσης υλικού από το βιβλίο του «Το λιμάνι του Πειραιά στη διαδρομή των αιώνων»
Στον κ. Ιωάννη Ραγιά, των εκδόσεων Μέλισσα, για την άδεια αναδημοσίευσης φωτογραφιών και υλικού από το βιβλίο του Κώστα Η. Μπίρη: «Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα».
Στον κ. Κόκκινο της Δ/σης Δημοσίων Σχέσεων του Οργανισμού Λιμένα Πειραιώς, για την άδεια φωτογράφησης εγκαταστάσεων του οργανισμού και του χώρου της Ηετιώνειας.
Από καρδιάς ευχαριστώ την κα. Βιργινία Ανδρεάδη, τον κ. Γιώργο Καρατζά και τον κ. Δημήτρη Φανάρα για την βοήθεια που μου προσέφεραν, όπως και τον φιλόλογο κ. Δημήτρη Γιάννο για την ενθάρρυνση και τις εύστοχες παρατηρήσεις του επί του κειμένου.

Βιβλιογραφία
- Κλεομένους Αγ., Η διαρρύθμισης του Λιμένος Πειραιώς, 1902
- Μελετόπουλος Ι, Πειραικά, 1945
- Πανίτσας Δ.Ι, Λεύκωμα Πειραιώς, 1958
- Παπασταύρου Ι.Σ., Θεμιστοκλής Φρεάριος, 1970
- Συλλογικό, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, 1972
- Νίκου Παπαχατζή, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησης: Αττικά, Εκδοτική Αθηνών, 1974
- Ματζάρογλου Προδρ., Πειραϊκό Λεύκωμα, 1977
- Ζαννέτος Γ., Μελετόπουλος Ι., Συμβολαί τινές περι της τοπογραφίας του Πειραιώς. 1978
- Λεύκωμα, Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, 1984
- Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, 1985
- John F. Coates, Γνωριμία με μια Τριήρη - το αρχαίο Ελληνικό ναυτικό, The Trireme Trust – Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος 1987
- Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 333 μ.Χ. – 1810, Αθήνα 1990
- Κωνσταντίνου Παπαρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Κάκτος, 1992
- Λίζα Μιχελή, Πειραιάς, Από το Πόρτο Λεόνε στη Μαγχεστρία της Ανατολή, γ’ έκδοση, Γαλάτεια, 1993
- Robert Flaceliere, Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, Παπαδήμας, 1993
- Henri Belle, Ταξίδι στην Ελλάδα, Ιστορήτης, 1994
- Ιωάννη Φωκά, Πάνος Βαλαβάνης, Περίπατοι στην Αθήνα και την Αττική, Κέδρος, 1994
- Κώστα Η. Μπίρη, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα, Μέλισσα, 1995
- Γιάννη Ε. Χατζημανωλάκη, Το λιμάνι του Πειραιά στη διαδρομή των αιώνων, δ’ έκδοση, Πειραιάς 1996.
- Ελευθεροτυπία - Περιοδικό Έψιλον, Ένα τραγούδι για το λιμάνι, Τεύχος 253, 11 Φεβρουαρίου 1996
- Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, 1998
- Γιώργος Σταινχάουερ, Τα μνημεία και το Αρχαιολογικό Μουσείο του Πειραιά, Μ. Τουμπής, 1998
- Ηρόδοτου Ιστορία, Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος
- Θουκυδίδη Ιστορία, Εκδόσεις Γεωργιάδης
- Εγκυκλοπαίδεια, Πάπυρος Larus Britannica, Πάπυρος.
- CD Rom, TLG Thesaurus Linguae Graecae, University of California, 1992.

Αυτό το κείμενό μου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελληνικό Πανόραμα τ. 12, άνοιξη 1999

Δεν υπάρχουν σχόλια: