Η νύχτα της Μπανγκόγκ δεν είναι σαν καμία άλλη. Το άρωμα της μέντας, του γιασεμιού καθώς βγαίνω από το αεροδρόμιο. Πάγκοι που ευωδιάζουν από λεμόνια και μανταρίνια απλώνονται στους δρόμους. Κυρίες με μακριά πόδια πηδούν πάνω από τα νερά που συγκέντρωσε στους δρόμους η βραδινή βροχή, τόσο χαριτωμένα, σαν δούκισσες έτοιμες να παρουσιαστούν στη Βασίλισσα.
H ομορφιά της Μπανγκόγκ είναι ότι το ”νέο” δεν ακυρώνει το ”παλαιό”, γνωρίζοντας να το μεταμορφώνει σε απαστράπτον αβαντάζ. Ολόκληρη η πόλη βουίζει από τη διασκέδαση και το εμπόριο, αλλά ακόμη περισσότερο, από μια αμίμητη μετάλλαξη της διασκέδασης σε εμπόριο.
Η Μπανγκόγκ βρίσκεται στο απόγειο της δόξας της στις 3 το πρωί- είναι το πνευματικό σπίτι των ωρών εκείνων κατά τις οποίες σε άλλα μέρη του κόσμου δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα. Είναι μια πόλη γνωστή για το ότι παίρνει αυτό που θέλει, δίνοντας στους τουρίστες αυτό που θέλουν.
Σχετικά πρόσφατα, η Μπανγκόγκ προσπάθησε να βελτιώσει το προφίλ της ορίζοντας ότι τα μπαρ (τουλάχιστον τα ανιχνεύσιμα από τους τουρίστες) θα κλείνουν στη 1 και όχι στις 2 ή στις 4. Οι ιθύνοντες της χώρας της ελευθερίας (όπως μεταφορικά σημαίνει η Thai-land) ήταν πάντοτε αμφίγνωμοι έναντι του γεγονότος ότι η μεγάλη πηγή εσόδων τους- ο τουρισμός- είναι ταυτόχρονα και μεγάλη πηγή ντροπής.
Ο όρος ”βιομηχανία της φιλοξενίας” μοιάζει σχεδόν σαν να έχει εφευρεθεί για την Ταϊλάνδη.
Τη στιγμή που βγήκα έξω, τριγύρω μου βρέθηκαν ταμπλό με πολύχρωμα φωτάκια, σκόρπιες μουσικές φράσεις και ανήθικες προτάσεις. Μάλλον και οι νέες διατάξεις για τη ”δημόσια τάξη” ακολουθούσαν την πορεία των παλαιών...
Όντως κάποια από τα μπαρ γύρω στη 1 ξεκίνησαν να κλείνουν, κάτι που σήμανε μόνο τα... ”εγκαίνια” σωρείας υπαίθριων κέντρων διασκέδασης που μέσα σε μισή ώρα ζωντάνεψαν. Λίγο πριν τις 2, μέτρησα περισσότερα από 50 ταξί που περίμεναν πελάτες, σταθμευμένα στο μονόδρομο της Covent Road.
Η Μπανγκόγκ είναι ζωντανή με νυχτερινές αγορές σε κάθε γωνιά της πόλης. Στην αγαπημένη των τουριστών, αυτή που βρίσκεται κοντά στην Patpong, ”χαμηλοβλεπούσες” πουλάνε γυαλιά ηλίου ”σχεδόν”... επώνυμα, μπλουζάκια Οσάμα Μπιν Λάντεν, DVD με ταινίες που δεν έχουν προβληθεί ούτε καν στην Καλιφόρνια και ψεύτικα ρόλεξ τριών κατηγοριών (φτηνά, μεσαίου κόστους και αρκετά ακριβά).
Η νύχτα είναι ιδανική για να μελετήσει κάποιος το υποσυνείδητο της Μπανγκόγκ. Είναι όμως ιδανική και για να κυκλοφορήσει σε μια πόλη διάσημη για το μποτιλιάρισμά της. Είναι μια πόλη μεταλλάξεων.
Το πιο φυσικό μέρος για να παρατηρήσει κανείς αυτή τη συχνά θεοσεβούμενη πόλη στις 3 το πρωί είναι το underground τοπόσημο που στέκεται στο κέντρο της πόλης επί δεκαετίες: Το Grace Hotel. Γύρω από αυτό, στη Soi Nama, όπως είναι τιο όνομα του παρακείμενου μικρού δρόμου, ένας ελέφαντας περιμένει τις φωτογραφικές μηχανές των τουριστών και μια άλλη νυχτερινή αγορά πουλά αναπτήρες με λάμπα laser και ”μαγικά”, διπλής όψης πορτοφόλια.
Μέσα, στις 3 μετά τα μεσάνυχτα μιας βροχερής Τετάρτης, περισσότεροι από 100 άνθρωποι συνωστίζονται ενός lobby που θα έπρεπε να βρίσκεται στο Ντουμπάι. Σεΐχηδες (έτσι φαίνονται τουλάχιστον), δίπλα τους οι σύνοδοί τους με τα μαύρα πέπλα, δύο ανατολικής προέλευσης γυναίκες και ένας από τους Νιγηριανούς που πιθανότατα πλασάρουν ναρκωτικά και πλαστά διαβατήρια.
Όσοι πιστεύουν πως η Μπανγκόγκ είναι τα σύγχρονα Γόμμορα, μπορούν άνετα να κάνουν την ερευνητική τους εργασία στο Grace Hotel.
Μέρος της γοητείας της Μπανγκόγκ είναι ότι παντρεύει τον εξωτισμό με την επάρκεια. Ότι υπηρετεί την έννοια του μακρινού με τρόπο που κάθε τουρίστας μπορεί να νιώσει οικείο. Εδώ υπάρχουν όλες οι ανέσεις της Ιαπωνίας, σερβιρισμένες με τρόπο εναλλακτικό.
Η πόλη είναι φυσικά το επίκεντρο μιας επαρχίας που σε αρκετές περιπτώσεις ταλαιπωρείται από την φτώχια και που ακόμη αναπτύσσεται.
Αφού ικανοποίησα την πείνα που το στομάχι μου μου θύμισε, και καθώς χαράζει, παίρνω το φέρυ για να πάω στο ναό της Αυγής, Wat Arun. Γύρω μου, μοναχοί με αψεγάδιαστες πορτοκαλί ρόμπες, κωπηλατούν από νερόσπιτο σε νερόσπιτο, ενώ σε κάθε τους σταθμό γυναίκες σκύβουν για να τους προσφέρουν ρύζι και λαχανικά.
Άλλο ένα στοιχείο γοητείας αυτής πόλης είναι ο τρόπος που ”καθαρίζει” από πάνω της τη νύχτα: Ο ήλιος τώρα λαμποκοπά στις χρυσοποίκιλτες στέγες των ναών. Ένας κόκορας στριγκλίζει και οι πάγκοι που προσφέρουν χοιρινό με τσίλι είναι ήδη στημένοι στην αποβάθρα όπου αποβιβάζομαι από το θαλάσσιο ταξί.
Φρέσκες φραντζόλες ψωμί φιγουράρουν σε βιτρίνες κρυμμένες πίσω από μισοσηκωμένα ρολά...
(πηγή: www.ft.com, www.in2life.gr)
Μια νύχτα στην Μπανγκόγκ
Ετικέτες Ταϊλάνδη
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου