Ακούγοντας με άλλο... αυτί τους 205 Εθνικούς Υμνους

Είναι 8 το βράδυ μιας Τρίτης και επιμένω να ενοχλώ τις ολυμπιακές αποστολές διαφόρων χωρών της Καραϊβικής ρωτώντας ποιον εθνικό ύμνο θα παίξουν αν κάποιος από τους αθλητές τους κερδίσει χρυσό μετάλλιο στο Πεκίνο. «Πώς είπατε;», με ρωτάει ένας κρεοπώλης, όπως προκύπτει, ο οποίος μοιράζεται την ίδια τηλεφωνική σύνδεση με την ολυμπιακή επιτροπή των Παρθένων Νήσων.

«Θέλω απλώς να μάθω αν οι αθλητές σας θα ακούσουν τον ύμνο των ΗΠΑ ή τον ύμνο των Παρθένων Νήσων», επιμένω.

«Δεν ξέρω παλικάρι μου», μου απαντάει μια γυναικεία φωνή τώρα. «Το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν πρόκειται να κερδίσουμε κανένα χρυσό μετάλλιο».

Λίγοι αξίζουν
Πέρασα τις τελευταίες εβδομάδες κάνοντας τηλεφωνήματα αυτού του είδους γιατί είχα βαλθεί να εντοπίσω κάθε εθνικό ύμνο που υπήρχε περίπτωση να ανακρουστεί στους Ολυμπιακούς αυτόν τον Αύγουστο. Kαι είναι 205. Το σχέδιό μου ήταν να τους ακούσω όλους -τουλάχιστον την ορχηστρική διασκευή που ακούγεται στους Αγώνες- με το αυτί ενός δημοσιογράφου που ασχολείται με τη μουσική και τελικά να τους αξιολογήσω. Οι εθνικοί ύμνοι είναι πανομοιότυποι - ένα σύντομο, κλασικό κομμάτι που έχει σκοπό να κάνει στήθη να φουσκώνουν. Οφείλουν να είναι πομπώδεις και βροντεροί, με μια απλή μελωδία που να μπορεί κανείς να τραγουδήσει ακόμη κι αν γίνει λιώμα στο ποτό μέσα στο στάδιο ή μπροστά στην τηλεόραση.

Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα μου έπαιρνε ένα μήνα για να εντοπίσω ένα μουσικό όγκο διάρκειας τεσσάρων ωρών, 26 λεπτών και 25 δευτερολέπτων. Ή ακόμη χειρότερα, ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους σκοπούς θα ήταν τόσο νερόβραστοι που θα υποχρεωνόμουν να περιορίζομαι σε πέντε ανά ημέρα για να προστατεύσω το μουσικό μου αισθητήριο. Επίσης δεν περίμενα ότι η αναζήτηση αυτή θα μου δημιουργούσε μια ισόβια απέχθεια για την «Μασσαλιώτιδα» (εκδοχές της οποίας χρησιμοποιούνται από επτά χώρες) και το «God Save the Queen» (χρησιμοποιείται από τρεις χώρες).

Και τι έμαθα τελικά απ’ όλο αυτό; Οτι υπάρχουν μόνο μια χούφτα ύμνοι που αξίζει κανείς να ακούσει - και το χειρότερο, ότι οι χώρες στις οποίες ανήκουν οι ύμνοι αυτοί δεν έχουν ελπίδα να κερδίσουν κάποιο χρυσό μετάλλιο στο Πεκίνο. Η ιστορία των ύμνων πάει πίσω στο 1560, όταν η οικογένεια του Γουλιέλμου της Οράγγης αποφάσισε ότι χρειαζόταν ένα τραγούδι, «Het Wilhelmus», υπέρ της ολλανδικής ανεξαρτησίας για να συνοδεύει τις επιχειρήσεις της κατά των Ισπανών. Είναι ένα ειρηνικό τραγούδι -κατευναστικό θα έλεγα μάλιστα- με μία αυξανόμενη σε ένταση μελωδία. Εν ολίγοις, είναι ό,τι ακριβώς πρέπει να είναι ένας ύμνος και ίσως γι’ αυτό τον λόγο καμιά άλλη χώρα δεν υιοθέτησε κάποιον ύμνο για τους επόμενους δύο αιώνες. Το «God Save the Queen» πρωτοπαίχτηκε το 1745, η «Μασσαλιώτιδα» το 1792 και αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως ύμνο της Γερμανίας -πάνω σε μουσική του Χάιντν- το 1797.

Με την αποικιοκρατία, οι ύμνοι εξαπλώθηκαν παγκοσμίως, αν και οι περισσότεροι δεν έγιναν επισήμως εθνικοί ώς τις δεκαετίες του 1920 και 1930. Την πρώτη φορά που ακούστηκαν σε Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν το 1924. Αλλά η αποικιοκρατία δεν επέτρεπε σε κάθε χώρα να υιοθετεί σκοπούς και εμβατήρια που θύμιζαν εθνικούς ύμνους ευρωπαϊκών χωρών. Ετσι, τρεις τύποι αναπτύχθηκαν: φολκλορικοί ύμνοι βασισμένοι σε παραδοσιακούς σκοπούς, «η αραβική φανφάρα», στοιχειώδης μελωδία οργανωμένη γύρω από το σάλπισμα μιας τρομπέτας, κοινή στις χώρες της Μέσης Ανατολής και οι λατινοαμερικανικού τύπου επικοί ύμνοι. Η τελευταία κατηγορία είναι η πιο διασκεδαστική. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ύμνους έχουν διάρκεια πάνω από τέσσερα λεπτά και είναι ενορχηστρωμένοι σαν μίνι-όπερες. Εχουν μια αργόσυρτη εισαγωγή, όπου κάθε κατηγορία εγχόρδων πάει να παραβγεί, ακολουθεί ένα μελοδραματικό κυρίως μέρος, με το όμποε και το φλάουτο να κυριαρχούν, και το κλείσιμο είναι ένα θεαματικό κρεσέντο.

Ακούγοντας και τους 205 ύμνους συνειδητοποίησα ότι στην ουσία υπάρχουν δύο μόνο κατηγορίες ύμνων: οι διεκπεραιωτικοί και άψυχοι και εκείνοι που επιχειρούν να διαφοροποιηθούν. Κρίμα που οι 190 εξ αυτών ανήκουν στην πρώτη κατηγορία.

Ο ύμνος της Αντίγκουα, π.χ., είναι ένα σχολικό εμβατήριο, δεν τον λες εθνικό ύμνο, ενώ ο ύμνος της Σρι Λάνκα μοιάζει με παιδικό τραγουδάκι. Υπάρχουν ανιαρά εμβατήρια, όπως της Μάλτας και της Μπουρκίνα Φάσο και ανιαρές ψαλμωδίες όπως της Ζάμπια και της Μαλαισίας.

Μικρές παραλλαγές
Η άλλη μεγάλη απογοήτευση έγκειται στο οι περισσότεροι εθνικοί ύμνοι, ασχέτως σε ποια χώρα ανήκουν, ακούγονται σαν να γράφτηκαν από τον μαέστρο του Βασιλικού Ναυτικού. Δεν υπάρχει τσα-τσα ήχος στον ύμνο της Κούβας ούτε αιθέριες κιθάρες στον ύμνο της Γκάνας.

«Υπάρχουν ιστορικοί λόγοι γι’ αυτό», εξηγεί ο Ντέρεκ Σκοτ, καθηγητής μουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λιντς. «Ο ύμνος του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν ο πρώτος πραγματικά εθνικός ύμνος το 1745. Και υιοθετήθηκε από πολλές χώρες: τη Σουηδία, τη Γερμανία ακόμη και τη Ρωσία ως κάποια χρονική περίοδο. Η ιδέα που επικρατούσε τότε ήταν ότι μόνο οι στίχοι σμίλευαν τον εθνικό χαρακτήρα. Ο ήχος του God Save the Queen ερμηνευόταν απλώς ως εθνικός ύμνος και μόνο τα λόγια ήταν αυτά που τον καθιστούσαν ουσιαστικά πατριωτικό ύμνο για κάθε χώρα».

(πηγή: www.kathimerini.gr, 20/8/2008)

Δεν υπάρχουν σχόλια: