Η μετα-ολυμπιακή Ελλάδα των «άλλων»

Τέσσερα χρόνια μετά τη «μεγάλη γιορτή» - Από τις μεγάλες προσδοκίες στο ρευστό (και αφτιασίδωτο) «εδώ και τώρα»

Οσοι παρακολουθήσαμε την Παρασκευή το μεσημέρι τη φαντασμαγορική τελετή έναρξης των Αγώνων του Πεκίνου, δύσκολα θα αποφύγαμε ένα μικρό τσίμπημα στο στομάχι. Νοσταλγία για τη δική μας γιορτή τέσσερα χρόνια πίσω; Ισως. Μελαγχολία για τις δικές μας αυταπάτες που εξατμίστηκαν νωρίτερα από όσο είχαμε ελπίσει; Δύσκολο να πεις με σιγουριά.

Ενα είναι βέβαιο: οι Ολυμπιακοί της Αθήνας υπήρξαν το μεγαλύτερο επικοινωνιακό όπλο που χρησιμοποίησε το ελληνικό κράτος εδώ και έναν, τουλάχιστον, αιώνα. Τα καλά, ευγενικά λόγια του προέδρου της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, εκείνο το τελευταίο βράδυ της τελετής λήξης («κάνατε θαυμάσιους, αξέχαστους Αγώνες»), έμοιαζαν να ορίζουν έναν νέο κύκλο εθνικής αυτοπεποίθησης, η ληξιαρχιακή πράξη γέννησης μιας εργατικής, αποτελεσματικής, σύγχρονης χώρας. Φαντασιώσεις; Μπορεί. Και να ’μαστε τέσσερα χρόνια μετά, αμήχανοι και σκεφτικοί, μπροστά σε «μεμονωμένα» περιστατικά όπως αυτά συνέπεσαν μαζεμένα και άγρια, σε Μύκονο και Σαντορίνη.

Αλλά αυτή είναι η δικιά μας Ελλάδα, η Ελλάδα που φτιάχνουμε στο δικό μας μυαλό, ζώντας από πολύ κοντά τις αντιφάσεις, τις παραμορφώσεις και τα καθημερινά θαύματα ενός μικρού τόπου. Η Ελλάδα με τα δικά μας μάτια. Υπάρχει, όμως, και η Ελλάδα των «άλλων». Για την ακρίβεια, η Ελλάδα όλων των «άλλων», όπως διαμορφώνεται μέσα από πολύ πιο σύνθετους μηχανισμούς παραγωγής και αναπαραγωγής αντιλήψεων, στερεοτύπων, μύθων. Ποια Ελλάδα, λοιπόν, υπάρχει εκεί έξω, τέσσερα χρόνια μετά τους Αγώνες της Αθήνας; Είμαστε μία ελκυστική «ιδέα» σαν χώρα; Επιβιώνουν τα παλιά κλισέ; Είμαστε κάτι πέρα από τον καλοκαιρινό παράδεισο της Σίρλεϊ Βάλενταϊν; Θα μπορούσε κανείς να μας πάρει στα σοβαρά και να σκεφτεί να φτιάξει εδώ τη ζωή του; Πολύ φιλόδοξα τα ερωτήματα και απειροελάχιστο το δείγμα που προήλθε από μία ανώνυμη δεξαμενή ανθρώπων, με μικρότερη ή μεγαλύτερη «ελληνική» εμπειρία πίσω τους.

Πολ Σιέτχαρτ

Τα κλισέ «μαλάκωσαν»

Ο Πολ Σιέτχαρτ είναι Ολλανδός και διευθύνει ένα εξειδικευμένο στα Βαλκάνια και στην Τουρκία ταξιδιωτικό γραφείο. Θυμάται πολύ καλά το κλίμα για την Ελλάδα πριν από τους Αγώνες στην Ολλανδία. «Γενικά ο Τύπος εδώ ήταν αρκετά αρνητικός αλλά αυτό άλλαξε μόνο με την τελετή έναρξης». Αλλά ο φιλελληνικός απόηχος που δημιούργησαν οι επιτυχημένοι Αγώνες δεν κράτησε για πολύ. «Νομίζω ότι επιβιώνουν ακόμα και σήμερα τα στερεότυπα για την Ελλάδα, αν και έχουν “μαλακώσει”. Συνέβη κάτι περίεργο: οι Ολλανδοί, και μάλλον όχι μόνο οι Ολλανδοί, είχαν αρκετά χαμηλές προσδοκίες για τους Αγώνες του 2004. Ενω ήταν από τους καλύτερους Αγώνες που έγιναν ποτέ. Θυμούνται περισσότερο την αναστάτωση πριν από τους Αγώνες και λιγότερο το σχεδόν άριστο αποτέλεσμα. Αυτό είναι το πρόβλημα με τα στερεότυπα, δεν αλλάζουν εύκολα. Ετσι, όταν τον Ιούνιο περάσαμε από το Αρχαιολογικό Μουσείο των Ιωαννίνων και το βρήκαμε κλειστό ενώ σύμφωνα με την πινακίδα έπρεπε να είχε ανοίξει το 2006, υπενθύμισα στους πελάτες μου ότι το Rijksmu-seum στο Αμστερνταμ έκλεισε το 2003, θα άνοιγε ξανά το 2008 ή το 2009 και τελικά θα είναι έτοιμο το 2013 το νωρίτερο».

Τζον Καστανάς

Η ουτοπία της Ελλάδας

Ο Τζον Καστανάς είναι Ελληνοαμερικανός. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βόρεια Καρολίνα, σήμερα ζει κι εργάζεται στην Καλιφόρνια. Διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με την πατρίδα των γονιών του την οποία φροντίζει να επισκέπτεται όσο πιο τακτικά γίνεται. «Οι περισσότεροι φίλοι μου πιστεύουν ότι η Ελλάδα είναι ένα αναπτυγμένο, φιλελεύθερο, ευρωπαϊκό έθνος. Δεν συνειδητοποιούν ότι η Ελλάδα ήταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια μία από τις πιο φτωχές χώρες της Ευρώπης. Εχουν την εικόνα μίας όμορφης, ηλιόλουστης χώρας, ένας παράδεισος για διακοπές. Οι Ολυμπιακοί άλλαξαν κατά πολύ εδώ την εικόνα της Ελλάδας από μία φτωχή χώρα σ’ ένα αναπτυγμένο ευρωπαϊκό κράτος».

Ολα αυτά από μακριά. «Φτάνοντας στην Ελλάδα οι Αμερικανοί σοκάρονται από το μέγεθος της Αθήνας, την όχι πολύ όμορφη αρχιτεκτονική της, το όχι τόσο καθαρό και αναπτυγμένο έθνος που περίμεναν. Μένουν έκπληκτοι με την ακρίβεια, δεν πηγαίνουν στην ηπειρωτική χώρα, μόνο στα νησιά και η Αθήνα δεν συστήνεται ακόμα από τους ταξιδιωτικούς οδηγούς για περισσότερο από ένα διήμερο».

Για τον Γιάννη Καστανά, η πρόσληψη της Ελλάδας στην Αμερική είναι πολύ θετική. «Ολοι έχουν την εικόνα ενός πανέμορφου παραδείσου και μίας ουτοπίας. Πολλοί άνθρωποι έχουν πολύ ξεχωριστές αναμνήσεις από κάποιο παλιότερο ταξίδι τους στην Ελλάδα ή επιθυμούν πολύ να έρθουν σε περίπτωση που δεν το έχουν κάνει μέχρι σήμερα».

Τζον Γιόκαμ

«Τι λένε οι Αλβανοί;»

Ο καθηγητής Τζον Γιόκαμ από τη Μινεσότα των ΗΠΑ είχε την πρώτη του «γεμάτη» ελληνική εμπειρία το 1977. Ακριβώς τριάντα χρόνια μετά ο κ. Γιόκαμ επέστρεψε. Αυτή τη φορά με την ιδιότητα του καθηγητή πανεπιστημίου που συνόδευε φοιτητές σ’ ένα ακαδημαϊκό πρόγραμμα σε Ρώμη και Αθήνα. «Μόλις έφτασα, σχεδόν αμέσως, αισθάνθηκα μία ζωντάνια στον αέρα που μ’ έκανε να θέλω να βγω έξω και να εξερευνήσω την πόλη. Η Αθήνα ήταν πολύχρωμη, θορυβώδης, μουσική (παντού, στους δρόμους και στο μετρό έπεφτα πάνω σε μουσικούς και μπάντες), ζωντανή! Ανακάλυψα την πεζοδρομημένη, πια Πλάκα, που τώρα ήταν πολύ πιο καθαρή κι ευχάριστη, αλλά προτίμησα να περπατήσω προς την Ομόνοια όπου η πόλη και οι άνθρωποι μου φαινόντουσαν πιο “πραγματικοί”, πιο “γήινοι”. Ελληνες φίλοι με πήγαν σε πολύ ενδιαφέροντα εστιατόρια, ταβέρνες και καφέ όπου ήμουν ο μόνος τουρίστας σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων. Το μετρό ήταν μία απόλαυση: εκτεταμένο, πεντακάθαρο, λειτουργικό, όχι πολύ ακριβό. Τώρα αποδείχθηκε πολύ ευκολότερο να επικοινωνήσω στα αγγλικά: οι επιγραφές ήταν δίγλωσσες κι ο κόσμος μιλούσε κάποια, αν όχι πολύ καλά αγγλικά. Και σας είμαι ευγνώμων μετά τον αγώνα μου να συνεννοηθώ στα ιταλικά στη Ρώμη. Οι Ελληνες ήταν ιδιαίτερα ευγενικοί και έσπευδαν να βοηθήσουν εμένα και τους φοιτητές μας».

Θα σκεφτόταν ποτέ να μείνει στην Ελλάδα για περισσότερο χρόνο; «Θα ήθελα να επιστρέψω στην Ελλάδα και να νοικιάσω ένα διαμέρισμα για έξι μήνες, ιδιαίτερα τώρα που σκέφτομαι να βγω στη σύνταξη. Είμαι επίσης περίεργος για την ενσωμάτωση των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία. Ακουσα πολλά αρνητικά σχόλια για τους Αλβανούς και θα με ενδιέφερε να ακούσω και τις δικές τους απόψεις για την Ελλάδα».

Τοντ Πιρς

Ελλειψη επαγγελματισμού

O Tοντ Πιρς ήρθε στην Ελλάδα το 1994, σ’ έναν από τους πρώτους σταθμούς της διπλωματικής του καριέρας. Σήμερα έχει επιστρέψει στην Ουάσιγκτον. «Πριν έρθω και εγκατασταθώ στην Αθήνα είχα μία πολύ εξωραϊσμένη εικόνα της Ελλάδας με νωχελικά μονοπάτια που οδηγούσαν σε ωραίες παραλίες, πολύ πράσινο και υπέροχα ανακαινισμένα νεοκλασικά σπίτια. Η χώρα αποδείχθηκε τελικά πολύ ομορφότερη σε σχέση με τις αρχικές μου προσδοκίες και η Αθήνα πολύ πιο άσχημη. Οι Ελληνες έμοιαζαν να μην έχουν συνείδηση του τι έχουν στα χέρια τους, σαν να ήθελαν να καταστρέψουν τη χώρα τους πετώντας σκουπίδια στο δρόμο ή χτίζοντας αποκρουστικά σπίτια σχεδόν παντού. Ταυτόχρονα, συνάντησα πολλούς ιδιαίτερα ευγενικούς, έξυπνους και γενναιόδωρους ανθρώπους».

Προσαρμόστηκε γρήγορα στον ελληνικό τρόπο ζωής και αυτό το κομμάτι του λείπει κάθε μέρα. Αντίθετα, δεν προσαρμόστηκε ποτέ στον τρόπο δουλειάς στην Ελλάδα. «Για να είμαι ειλικρινής, διαπίστωσα μία τεράστια έλλειψη επαγγελματισμού: στην ακαδημαϊκή ζωή, στη δημοσιογραφία, στα καταστήματα. Η ιατρική περίθαλψη ήταν εκπληκτική, αλλά μιλάμε για την εξαίρεση. Οταν μιλούσα με Ελληνες φίλους μου για τις εμπειρίες τους στον επαγγελματικό τομέα, έμενα με την εντύπωση ότι υπάρχει πολύς κόσμος που προσπαθεί να ξεφύγει χωρίς να πληρώνει όσα του αναλογούν ή χωρίς να τα πληρώνει επαρκώς. Eπίσης υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης, πολλοί άνθρωποι σου υπόσχονται διάφορα και στο τέλος δεν κάνουν τίποτα». Θα ερχόταν να ζήσει μόνιμα αλλά μόνο ως συνταξιούχος, που ακόμα είναι μία πολύ μακρινή προοπτική. «Εως τότε θα την επισκέπτομαι όσο πιο συχνά μπορώ». Στην τελευταία του επίσκεψη στην Ελλάδα βρήκε μία Αθήνα «πολύ πιο καθαρή, πιο εύκολη, πιο κοσμοπολίτικη».

Κυριάκος Καρσεράς

Γιατί ζω μόνιμα εδώ

Ο Κυριάκος Καρσεράς είναι ο μόνος από το μικρό μας δείγμα που απάντησε καταφατικά στην ερώτηση αν θα επέλεγε την Ελλάδα για τόπο μόνιμης διαμονής. Και μην βιαστείτε να βγάλετε συμπεράσματα από το ελληνοπρεπέστατο ονοματεπώνυμο. Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Λονδίνο από γονείς κυπριακής καταγωγής, δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με την Ελλάδα, τουλάχιστον μέχρι τα χρόνια των σπουδών του. «Οι πρώτες εντυπώσεις μου για την Ελλάδα ήταν μέσα από τις σπουδές Αρχαιολογίας στο Λονδίνο. Εκείνα τα χρόνια, η Ελλάδα ήταν αρχαία ερείπια και σπασμένα αγάλματα λουσμένα στο φως του ήλιου. Οι πρώτες μου επισκέψεις στην Ελλάδα ήταν στο πλαίσιο ανασκαφικών αποστολών, επομένως οι προσδοκίες επαληθεύτηκαν κατά κάποιον τρόπο. Η αρχαιολογία με βοήθησε να βρω τη θέση μου στην Αθήνα, τα μνημεία έγιναν τα προσωπικά μου τοπόσημα, και μέσα από αυτά άρχισα να ανακαλύπτω την πόλη. Και σε μεγάλο βαθμό, μου άρεσε ό,τι έβλεπα: οι άνθρωποι, το μέρος, η ποιότητα της ζωής». Πώς πήρε τη «μεγάλη απόφαση»; «Ναι, αποφάσισα να κάνω την Αθήνα το σπίτι μου για το άμεσο μέλλον. Το φως και το κλίμα, για να γίνω κλισέ, παίζουν σημαντικό ρόλο, αλλά επίσης αγαπώ την ενέργεια του τόπου. Μου αρέσει να ζω σε μία πολλά υποσχόμενη πόλη που προσπαθεί να βρει τον βηματισμό της, και η οποία αλλάζει ολοφάνερα προς το καλύτερο μ’ ένα αξιοσημείωτα γρήγορο ρυθμό».

Αθήνα, μια κλασική περίπτωση αυτοχειρίας...

Οταν στις 8 Απριλίου του 2007 οι New York Times δημοσίευσαν στο ταξιδιωτικό τους ένθετο αφιέρωμα με τίτλο «Η ελληνική νεολαία ξαναφτιάχνει το Σιάτλ των Βαλκανίων», αναφερόμενοι στη Θεσσαλονίκη, συνειδητοποίησα για πρώτη φορά πόσο απελπισμένοι είμαστε μερικές φορές οι άνθρωποι των μέσων για νέους μύθους. Ενας μικροσκοπικός κόκκος πραγματικότητας αρκεί για να στηρίξεις εξώφθαλμα απατηλούς τίτλους. Αλλά μήπως παραγινόμαστε αυστηροί με τον εαυτό μας όταν μας κολακεύουν; Αν η όγδοη πόλη της Πολωνίας δοξολογείται ως το «νέο-κάτι» της Ανατολικής Ευρώπης γιατί να μην είναι η Θεσσαλονίκη μας το νέο Σιατλ των Βαλκανίων; Ή η Αθήνα «η Καλιφόρνια της Ανατολικής Μεσογείου»; Αυτό δεν το είδα πουθενά γραμμένο αλλά αν η Αθήνα διέθετε από πίσω της ένα σοβαρό τουριστικό μάνατζμεντ γιατί να μην καλλιεργούσαμε κι εμείς τις δικές μας φαντασιώσεις; Τουλάχιστον έχουμε τους σέρφερ (στον Σχοινιά). Και, φυσικά, τις φωτιές στα δάση.

Η αλήθεια είναι ότι μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 ακολούθησε ένα κύμα θετικής δημοσιότητας για την Ελλάδα και την Αθήνα (ειδικότερα). Η μεγάλη ανακάλυψη του ξένου Τύπου ήταν η «νέα Αθήνα». «Τι κι αν είναι άσχημη; Εχει ζωή 24 ώρες το 24ωρο, έχει πεζόδρομους γύρω από την Ακρόπολη, έχει νέες, τρέντι γειτονιές, έχει θάλασσα, έχει το καλύτερο μετρό στον κόσμο». Κάπως έτσι άρχιζαν και τελείωναν οι πρώτοι μετα-ολυμπιακοί ύμνοι για την Αθήνα. Και μετά; Μετά ήρθαν οι μέλισσες. Το ολυμπιακό momentum άρχιζε να ξεθωριάζει, η προσδοκία που εμείς καλλιεργήσαμε δεν είχε συνέχεια και ο ούτως ή άλλως εύθραυστος μύθος δεν είχε κάπου να στηριχθεί. Οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις συνέχισαν να παραμένουν μισοκλεισμένες, η ανάπλαση του παράκτιου μετώπου συνέχισε να μένει στα λόγια και η εικόνα της καθαρής, τακτοποιημένης πόλης που με τόσο κόπο «χτίσαμε» άρχισε να θολώνει επικίνδυνα. Τα ξένα μπλογκ είναι ο καλύτερος δείκτης του μετα-ολυμπιακού «ξεφουσκώματος». Στα περισσότερα εξ’ αυτών η Αθήνα είναι ξανά μία αδιανόητα βρώμικη, ασουλούπωτη, εχθρική για τους πεζούς πόλη. Με λίγα λόγια, κλασική περίπτωση αυτοχειρίας.

(πηγή: www.kathimerini,gr, 10/8/2008)

Δεν υπάρχουν σχόλια: