Κι Ουέστ

Γιατί οι ορδές των τουριστών κατακλύζουν το μακρόστενο νησί; Για να «χαϊδέψουν» άραγε τους καρχαρίες στο ενυδρείο του δήμου; Για να ζήσουν την ατμόσφαιρα των νησιών όπου έζησε και έδρασε ο πειρατής Μόργκαν; Για να δουν τα παλιά φρούρια των Ισπανών και των Αμερικανών; Για να χαζέψουν τα υπολείμματα των ναυαγίων που φυλάσσονται σε απίθανα μουσεία; Ή μήπως για τα περίφημα ηλιοβασιλέματα;

«Υπήρχε ένας σταθμός συγκέντρωσης κάρβουνου. Υπήρχε κίνηση πλοίων στο λιμάνι. Ο αέρας είχε τη μυρουδιά του Γκολφ Στρημ. Το Κάγιο Ουέσο, όπως το αποκαλούσε ο μισός πληθυσμός, συνδεόταν με φέρι μποτ με την Αβάνα. Τα εργοστάσια που έφτιαχναν πούρα προσήλκυαν κόσμο, εν μέρει Κουβανούς και εν μέρει Σπανιόλους. Ο αγγλόφωνος πληθυσμός αποτελούνταν από ανθρώπους που δούλευαν στο σιδηρόδρομο, παλιούς κατοίκους της Φλόριντα, κάποιους από τη Νέα Αγγλία, από τον καιρό που το μέρος ήταν λιμάνι για φαλαινοθηρικά...».

Αυτά έλεγε τη δεκαετία του '20 ο Ντος Πάσος για το Κι Γουέστ, «ένα πραγματικό νησί», που το ανακάλυψε κάνοντας οτοστόπ στο αρχιπέλαγος των 2000 περίπου μικροσκοπικών νησιών στα δυτικά της Φλόριντα. Το Κι Γουέστ βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του αρχιπελάγους, είναι το πιο γνωστό από τα νησιά, εκ των οποίων μόνο τα σαράντα κατοικούνται και απέχει 150 χλμ. από την Αβάνα. Ως τις αρχές της δεκαετίας του '30 η πρόσβαση στην περιοχή ήταν εξαιρετικά δύσκολη, αφού η υποδομή στις μεταφορές παρέμενε υποτυπώδης. Επιπλέον, το κραχ του 1929 είχε καταστροφικές συνέπειες στην οικονομία και στην κοινωνία του νησιού. Από τις 26.000 ο πληθυσμός του Κι Γουέστ έπεσε στις 10.000 κατοίκους για να φτάσει μόλις σήμερα στα προ του κραχ επίπεδα.

Εκείνη την εποχή λοιπόν το διάλεξε ως μόνιμη κατοικία του ένας από τους θρυλικούς συγγραφείς της χώρας, ο Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ που αν ζούσε σήμερα θα ήταν 100 ετών και δύσκολα θα αναγνώριζε κι ακόμη πιο δύσκολα θα ζούσε στο κάποτε ήρεμο νησί, το ιδεώδες για κυνήγι και ψάρεμα και τώρα πλημμυρισμένο από τουρίστες, αφού 5.000.000 επισκέπτες δέχεται κάθε χρόνο το Κι Γουέστ, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Γιατί όμως οι ορδές αυτές κατακλύζουν το μακρόστενο νησί; Για να «χαϊδέψουν» άραγε τους καρχαρίες στο ενυδρείο του δήμου, όπως τους προτρέπουν οι εκεί υπάλληλοι; Για να ζήσουν την ατμόσφαιρα των νησιών, όπου έζησε και έδρασε ο πειρατής Μόργκαν και τώρα η αμερικανική ακτοφυλακή κυνηγά λαθρέμπορους και εμπόρους ναρκωτικών; Για να δουν τα παλιά φρούρια των Ισπανών και των Αμερικανών; Για να χαζέψουν τα υπόλοιπα των ναυαγίων που φυλάσσονται σε απίθανα μουσεία; Ή μήπως για τα περίφημα ηλιοβασιλέματα του Κι Γουέστ, από τα ωραιότερα στον κόσμο;

Στα ίχνη του συγγραφέα

Ολα τούτα αποτελούν, χωρίς αμφιβολία, τμήμα της μυθολογίας του Κι Γουέστ, όμως το μεγαλύτερο μέρος των επισκεπτών αν όχι το σύνολο έρχονται εδώ γιατί αυτό ήταν το νησί του Χέμινγκγουεϊ. Και, βέβαια, ακολουθώντας τα ίχνη του συγγραφέα, να γιορτάσουν την παραμονή τους με εξοντωτικά και απανωτά μεθύσια, όπως υποτίθεται ότι έκανε ο θρυλικός Πάπα. Οχι μόνο στο μπαρ του Σλόπι Τζο, όπου τα κοπανούσε μέχρι τελικής πτώσεως ο συγγραφέας του «Αποχαιρετισμού στα όπλα», αλλά και στα αναρίθμητα μπαρ που λειτουργούν ως αργά μετά τα μεσάνυχτα στη Ντιβάλ Στριτ: στου Ρικ, στου Μπίλι, στου Ξυπόλητου Μπομπ, στου Κάπτεν Τόνι, στο Πιάνο μπαρ και όπου αλλού οδηγούν τα βήματα, η έμπνευση της στιγμής ή η παρέα.

Το σπίτι του Χέμινγκγουεϊ βρίσκεται στον αριθμό 907 της Γουάιτχεντ Στριτ, ένα θαυμάσιο κτίσμα σπανιόλικου αποικιακού ρυθμού και σήμερα λειτουργεί ως μουσείο. Εδώ έζησε μόνιμα ο συγγραφέας από το 1931 ως το 1940 κι εδώ έγραψε τον «Αποχαιρετισμό στα όπλα» τον «Θάνατο το απόγευμα» και το «Να έχεις και να μην έχεις». Εδώ ξεκίνησε να γράφει το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα». Ακόμη κι όταν μετακόμισε στην Κούβα το 1940 ή αργότερα, το 1960, όταν επέστρεψε στην Αμερική, στο Ρότσεστερ της Μινεσότας κι έπειτα στο Κέτσαμ του Αϊνταχο, όπου και αυτοκτόνησε το 1961, ο Χέμινγκγουεϊ δεν πούλησε το σπίτι του στο Κι Γουέστ.

Εδώ δεχόταν ο Πάπα τους φίλους του: τον Ντος Πάσος, τον Φιτζέραλντ, τον επιμελητή των βιβλίων του Μάξγουελ Πέρκινς. Σε τούτες τις θάλασσες, τις γεμάτες κοραλλιογενείς υφάλους, ψάρευε. Σήμερα σχεδόν όλα τα ψάρια που σερβίρονται στα εστιατόρια του νησιού προέρχονται από το Μπρούκλιν ή το Νέιν, ενώ το κυνήγι επίσης αγαπημένο σπορ του Χέμινγκγουεϊ απαγορεύεται αυστηρά, αφού το ελάφι που ζει στα νησιά του αρχιπελάγους κινδυνεύει με εξαφάνιση.

Το καρναβάλι του ηλιοβασιλέματος

Ο τουρισμός έχει αλλοιώσει τα πάντα. Κάποτε τα σφουγγάρια δεν κόστιζαν τίποτε αλλά σήμερα τα πουλούν στη Μάλορι Σκουέρ για μια περιουσία, όπως άλλωστε και βορειότερα στο Τάρπον Σπρινγκς, την πόλη με την κάποτε ανθηρή κοινότητα των ελλήνων σφουγγαράδων από την Κάλυμνο. Η εμπορευματοποίηση, μη έχοντας αφήσει τίποτε αλώβητο, κατάφερε να μολύνει ακόμη και τις απλές χαρές, όπως την απόλαυση του ηλιοβασιλέματος. Κάθε βράδυ τα πλήθη συνωστίζονται στη Μάλορι Σκουέρ για να γιορτάσουν το ηλιοβασίλεμα σε ατμόσφαιρα ενός κιτς καρναβαλιού με ακροβάτες, εκπαιδευτές παπαγάλων κι ανθρώπους που τρώνε φωτιές. Ακόμη και μια βόλτα στο νεκροταφείο της πόλης στοιχίζει. Πρέπει να πληρώσετε για να σας δείξουν τις περίεργες ταφόπλακες με επιγραφές του είδους: «Σ' το 'χα πει ότι ήμουν άρρωστος» ή «Επιτέλους, γνωρίζω πλέον πού κοιμάσαι κάθε βράδυ».

Από τον Ιούλιο ως τον Σεπτέμβριο η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική. Οι υψηλές θερμοκρασίες, σε συνδυασμό με τα πολύ μεγάλα ποσοστά υγρασίας, σου κόβουν την ανάσα. Γι' αυτό και οι καλύτεροι μήνες να επισκεφθεί κανείς το Κι Γουέστ είναι από τον Ιανουάριο ως τον Απρίλιο. Αλλά τότε ακριβώς το κόστος διαμονής τριπλασιάζεται. Ο αέρας τα πρωινά είναι ζεστός και υγρός αλλά τα απογεύματα δροσίζει εξαιτίας των ανέμων που έρχονται από τον Ατλαντικό ωκεανό. Αν έχει κανείς την τύχη να συναναστραφεί με τους ντόπιους, τους κονκς, που χαμένοι μέσα στα στίφη των τουριστών αποτελούν είδος εν ανεπαρκεία, θα συναντήσει ανθρώπους με καταλυτικό και σαρδόνιο χιούμορ, οι οποίοι κοροϊδεύουν τον δίχως όρια τουρισμό αλλά και τους εαυτούς τους που εξαρτώνται από αυτόν. Τον απεχθάνονται αλλά και τους αρέσει. Χαρακτηριστικό είναι ένα περιστατικό που συνέβη το 1982. Η συνοριακή αστυνομία σε συνεργασία με την υπηρεσία των τελωνείων είχε τη φαεινή ιδέα, προκειμένου να συλλάβει κάποιους εμπόρους ναρκωτικών, να κλείσει τον δρόμο στο Κι Λάργκο, βορείως του Κι Γουέστ, για να ελέγξει όλα τα οχήματα που κατέβαιναν στα νησιά του αρχιπελάγους. Οι τουρίστες εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας και μια ομάδα εξαγριωμένων ντόπιων «ίδρυσε» τη Δημοκρατία των Κονκς, ύψωσε δική της σημαία, η οποία αποτελεί σήμερα αξιοθέατο όσο σχεδόν και η πισίνα θαλασσινού νερού που έφτιαξε στην αυλή του σπιτιού του ο Χέμινγκγουεϊ, προβαίνοντας ταυτοχρόνως σε τρεις ενέργειες: πρώτον στη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του αρχιπελάγους, δεύτερον στην κήρυξη του πολέμου εναντίον των ΗΠΑ και, τρίτον στην παράδοση, συνοδευόμενη από το αίτημα για εξωτερική βοήθεια ύψους 1.000.000 δολαρίων. Η επέτειος, όπως ήταν αναπόφευκτο, γιορτάζεται κάθε Φεβρουάριο με ατελείωτα πάρτι και μεθύσια.

Ο τόπος χωρίς το όνειρο

Το σημερινό Κι Γουέστ δεν έχει, βεβαίως, σχέση με τον ονειρικό τόπο του συγγραφέα, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τις μαρτυρίες, τα ντοκουμέντα και τις επιστολές του, που βρίθουν λεπτομερειών για τον καιρό, για το αν ήταν ή δεν ήταν καλή η ψαριά, για το πότε περνούν τα νέα κοπάδια ψαριών, για την ποσότητα και το βάρος τους. Αν θέλει κάποιος να βρει κάτι από την ατμόσφαιρα του τόπου όπου έζησε ο συγγραφέας, θα πρέπει να προχωρήσει λίγο πιο κάτω, στο λιλιπούτειο σύμπλεγμα των επτά νησιών που αποκαλούνται Ντράι Τορτούγας, όπου ζουν και αναπαράγονται οι χαρακτηριστικές πράσινες χελώνες της περιοχής. Τα νησάκια αυτά έχουν κηρυχθεί εθνικό πάρκο κι εδώ μπορεί κανείς να δει το φρούριο Τζέφερσον, που φτιάχτηκε το 1846 και χρησιμοποιήθηκε πρώτα ως φυλακή και στη συνέχεια για να ελέγχει την κίνηση των πλοίων στον Κόλπο του Μεξικού.

Το σημερινό Κι Γουέστ μοιάζει λίγο με το επί χρόνια «ανέκδοτο» μυθιστόρημα του Χέμινγκγουεϊ, που κυκλοφόρησε φέτος με αφορμή τα 100 χρόνια από τον θάνατό του. Πολλοί υποψιάζονται ότι το μυθιστόρημα δεν γράφτηκε από τον Χέμινγκγουεϊ και ορισμένοι, ακόμη πιο καχύποπτοι, πιστεύουν πως δεν υπήρχε ούτε καν προσχέδιο από τον συγγραφέα. Ο Χέμινγκγουεϊ αποτελεί ίσως το μοναδικό φαινόμενο στα παγκόσμια γράμματα όπου ένας κατά βάθος μοναχικός άνθρωπος γέννησε περισσότερους μύθους και ιστορίες για τη ζωή του από όλα μαζί τα έργα του και υπερβολές που αντιτίθενται με κραυγαλέο τρόπο στην έκτακτη οικονομία, στην ακρίβεια και στην αφοπλιστική και συναρπαστική απλότητα της γραφής του. Αν για τους περισσότερους οι πόλεις είναι ο τόπος της κατοικίας τους και η φύση των διακοπών τους, στον Χέμινγκγουεϊ συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Το μαρτυρεί άλλωστε η πορεία του συγγραφικού του έργου, που στο σύνολό του σχεδόν γράφτηκε σε τόπους απομόνωσης: στο ψαροχώρι του Κι Γουέστ στη Φλόριντα και στη Φίνκα Βίγια της Κούβας, μακριά από τα πεδία των μαχών και τις αρένες των ταυρομάχων. Αλλωστε το κύκνειο άσμα του, «Ο γέρος και η θάλασσα», δεν είναι παρά ένας ύμνος του αγώνα που δίνει ο άνθρωπος εναντίον των δυνάμεων της φύσης, η οποία αποτελεί ταυτοχρόνως την πατρίδα και την εξορία του.

(πηγή: ΒΗΜΑ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: