Καναδάς

Ένα λίγο αποσπασματικό, ιδιόμορφο ταξίδι στη νοοτροπία και στην κουλτούρα της δεύτερης μεγαλύτερης σε έκταση χώρας του πλανήτη. Της χώρας του Κρόνενμπεργκ και του σιροπιού από σφένδαμνο «Ποια είναι η μεγαλύτερη παρανόηση γύρω από την πατρίδα μου; Μα ότι δεν υπάρχει!». Η Μάργκαρετ Ατγουντ, η εθνική συγγραφέας του Καναδά, με την οποία είχα την τύχη να συνομιλήσω τηλεφωνικώς, ήταν νομίζω αρκετά σαφής. Και με έπεισε ότι στη διάρκεια της 10ήμερης παραμονής μου στη δεύτερη σε έκταση χώρα του πλανήτη είχα χρέος να εντοπίσω μερικά έστω από τα κομμάτια που συνιστούν το αχανές παζλ της ύπαρξής της. Ιδού τι μου επέτρεψαν (ο χρόνος και οι αποστάσεις) να περισυλλέξω:

* Μπαλκόνια ΠαΣοΚ και ΝΔ στο Τορόντο. Το σουλάτσο στο Ντάνφορθ, την ελληνική συνοικία στο ανατολικό άκρο του Τορόντο, είναι από μόνο του ένα πολλαπλών βολτ πολιτισμικό σοκ. Τύφλα να 'χει η Αστόρια. Πάλι καλά που με ξεναγεί ο ίδιος ο πρόεδρος των εδώ Καναδορωμιών, ο κύριος Νίκος Λεοντάκης. Κοιτάζω εμβρόντητη τις δύο πινακίδες στον ίδιο δρόμο: «Long Street» και «Οδός Λονγκ». Κολλάω τη μύτη μου στη βιτρίνα του δισκοπωλείου που δίπλα στον Πρινς (ή αν προτιμάτε, Artist) και στους αυτόχθονες Tragically Hip φιλοξενεί το τελευταίο LP της Νατάσας Θεοδωρίδου (ξέρετε τώρα, «Μη γυρίσεις ξανά, η πόρτα αυτή θα είναι κλειστή» και τα συναφή). Τα αντικριστά «εκλογικά κέντρα» του ΠαΣοΚ και της ΝΔ εδώ, στην καρδιά του Οντάριο, μου προκαλούν γέλια. Η Ποντιακή Εστία βρίσκεται μόλις μερικά τετράγωνα πιο κάτω. Λίγο προτού καθήσουμε να πιούμε το κρασάκι μας στο μπαρ «Myth», ο γενειοφόρος κύριος Λεοντάκης, που μόνο Ελληνας θα μπορούσε να είναι, μου εκμυστηρεύεται διάφορα σπαρταριστά δείγματα της ελληνοκαναδικής ιδιολέκτου: «φρουτομαρκέτα», «φρίζιασαν τα λέκια» κ.ο.κ. Οπως θα μάθω στην πορεία της κουβέντας μας, το Ντάνφορθ είναι μια από τις πλέον trendy συνοικίες της πόλης Καναδοί και τουρίστες συρρέουν εδώ για καλό φαγητό (α, ρε πατρίδα, με τις σάλτσες σου).

* Ιγκλού με Internet. Πληροφορούμαι εγκαίρως ότι η λέξη «Εσκιμώος» (= αυτός που τρώει ωμό κρέας) είναι εξαιρετικά προσβλητική για τον καναδικό πληθυσμό πάνω από τον 60ό παράλληλο. Προτιμούν το πολιτικώς ορθότερον «Ινουίτ», τουτέστιν «ο λαός», «οι άνθρωποι». Δυστυχώς δεν έχω ούτε τον χρόνο ούτε την επαρκώς πολική γκαρνταρόμπα για ένα ταξίδι στο Νουναβούτ, τη νεότευκτη (από την 1η Απριλίου 1999) πατρίδα τους, που αποκολλήθηκε θριαμβευτικά από τα Νοτιοδυτικά Εδάφη. Λιγότεροι από 30.000 άνθρωποι ζουν σε ένα παγωμένο κομμάτι γης, πέντε φορές μεγαλύτερο από τη Γερμανία. Στα σπίτια τους μπορείς, λέει, να δεις δέρματα φώκιας κρεμασμένα δίπλα στο modem για το Internet. Επισκέπτομαι, εγώ μια ταπεινή Qallunaat (= Λευκή), το Μουσείο McMichael με τα Ινουίτ γλυπτά, στο Κλάινμπουργκ, ένα χωριουδάκι μισή ώρα βορείως του Τορόντο. Το μάτι μου χορταίνει από αρκτικά όνειρα χαραγμένα σε σαπουνόπετρα.

* Θα σας δω στο πάρτι μετά την κηδεία μου. Η μανία μου να διαβάζω τις κηδείες στις εφημερίδες δεν χαλιναγωγείται ούτε εκτός ελληνικού εδάφους. Ξεκοκαλίζω μετά βουλιμίας την «Toronto Star» διότι σε αυτήν έγραφε κάποτε ο Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ και εντοπίζω αυτό που θέλω. «Αποχαιρετούμε αύριο την αγαπημένη μας θυγατέρα, αδελφή, ανιψιά και φίλη Σάντι, στο κοιμητήριο τάδε..., ώρα τάδε... Αμέσως μετά θα κάνουμε, κατόπιν δικής της επιθυμίας, πάρτι για να γιορτάσουμε τη ζωή της στο σπίτι της στην οδό τάδε». Κάτι μου λέει ότι ουδείς ταξιδιωτικός οδηγός για τον Καναδά δεν κατάφερε ποτέ να συλλάβει αυτό που ανακάλυψα εγώ μέσα σε τρεις αράδες στα «Κοινωνικά» («Birth and Death Notices»). Παίρνω ένα ουίσκι από το μίνι μπαρ του ξενοδοχείου για να αποχαιρετήσω με τη σειρά μου τη Σάντι.

* Η καναδική κυβέρνηση μοιράζει δολάρια. Εγκαινιάζοντας την καταναλωτική μανία μου στα πολυκαταστήματα της επαρχίας του Οντάριο (Eaton Centre κ.ο.κ.), δεν άργησα να αντιληφθώ ότι έπρεπε να καταβάλω για έκαστο αντικείμενο του πόθου μου κάμποσα δολάρια φόρο. Ο προσφιλής sale tax του Νέου Κόσμου, καταριόμουν από μέσα μου. Γρήγορα όμως θα μάθαινα τα καλά της κοινοβουλευτικής μοναρχίας. Θα μάθω ότι κρατώντας τις αποδείξεις από τις αγορές μου, συμπληρώνοντας μια ειδική αίτηση (που θα μου δώσουν στο αεροδρόμιο) και ταχυδρομώντας τα «πακέτο» με το αεροπορικό μου εισιτήριο θα έπαιρνα πίσω τους φόρους (GST, TVQ κ.ά.). Ετσι και έπραξα, άμα τη επιστροφή μου στην Ψωροκώσταινα. Σε έναν μήνα ακριβώς έλαβα μια υπέροχη επιταγούλα από τον καναδό υπουργό Εθνικού Εισοδήματος. Προσοχή, η άνωθεν «προσφορά» ισχύει μόνο για τους επισκέπτες και όχι για τους μόνιμους κατοίκους της χώρας.

* Οι Καθιστοί Βούβαλοι του Καναδά. Το ταβάνι στη Μεγάλη Αίθουσα του Μουσείου Πολιτισμού της Οττάβας είναι ένα γιγαντιαίο κανό. Ο αρχιτέκτονας Ντάγκλας Κάρντιναλ χρησιμοποίησε ως πηγή έμπνευσης το Μαγικό Κανό του Κόρακα, που για τις ινδιάνικες φυλές της βορειοδυτικής ακτής του Καναδά ( Nuu-Chah Nulth, Nuxalk, Haida, Tsimsian κλπ.) μπορούσε να συρρικνωθεί στο μέγεθος μιας βελόνας πεύκου ή να μεγαλώσει τόσο ώστε να αγκαλιάσει ολόκληρο το σύμπαν. Η ξεναγός μου μού αποκωδικοποιεί τα θεόρατα ινδιάνικα τοτέμ (με τον Κόρακα πάντα να δεσπόζει) που ορθώνονται μπροστά μου, το τελετουργικό τού potlasch (= δωρίζω), στη διάρκεια του οποίου ο αρχηγός της φυλής φορούσε την Chilkat κουβέρτα του και διένειμε την περιουσία του, τους μύθους και την καθημερινότητα ενός ολόκληρου χαμένου κόσμου που δεν έχει καμία σχέση με τα ψευδοϊνδιάνικα σουβενίρ που πωλούν σήμερα καμαρωτά οι απόγονοι των άγγλων και γάλλων αποικιοκρατών. Τη ρωτάω για τους υπάρχοντες σήμερα αυτόχθονες. Μόλις 330.000 εναπομείναντες Ινδιάνοι διασκορπισμένοι σε 2.250 συνοικισμούς, άθλιες συνθήκες, λειψές κυβερνητικές επιχορηγήσεις, οινοπνευματώδη, θλίψη, αυτοκτονίες. Φεύγοντας από το Μουσείο Πολιτισμού της Οττάβας αναρωτιέμαι αν το παιχνίδι με τους καομπόηδες και τους Ινδιάνους είναι τόσο ιστορικά ανακριβές. Γιατί ουδείς φρόντισε ποτέ να μας εξηγήσει ποιοι ήταν οι αυθεντικοί κακοί.

* Τρώγοντας σάντουιτς υπό την σημαία. Βλέπω παντού τα πορφυρά φύλλα σφενδάμνου: σε ουρανοξύστες, μαγαζάκια με ινδιάνικα faux, στις υπαίθριες on the road καντίνες που χαζεύω μισοκοιμισμένη από το παράθυρο του Greyhound. Αν βρισκόμουν π.χ. στη Γερμανία και μετρούσα τριγύρω τόσες, μα τόσες σημαίες θα κούναγα στωικά το κεφάλι μου μπροστά σε τόσα μέτρα υφασμάτινου εθνικισμού. Στον Καναδά όμως δεν συμβαίνει τίποτα τέτοιο. Αναγνωρίζω απλώς μια απόλυτα δικαιολογημένη ανάγκη εθνικής αφύπνισης, ένα φωναχτό «είμαστε, βρε αδελφέ, κύριοι του εαυτού μας». Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο λωρίδες εκατέρωθεν του δικοτυληδόνου της σημαίας, οι δύο ωκεανοί δηλαδή, είναι και αυτοί κατακόκκινοι. Αναπόφευκτο, σκέφτομαι, ένα χρωματικό σύμβολο ανεξαρτησίας και απεξάρτησης από τη Βρετανία και τη Γαλλία.

* Pardon? Προσπαθώ να παραγγείλω την κρέπα και τον εσπρέσο μου χωρίς να πτοούμαι από τον αμείλικτο βομβαρδισμό από joual (όπως μαθαίνω ότι λέγονται τα «παλιομοδίτικα» καναδικά γαλλικά) της σερβιτόρας. Η αλήθεια είναι ότι η διγλωσσία σε αυτή τη χώρα σε αποπροσανατολίζει λίγο. Καλά τα έλεγε το '60 ο εικονιζόμενος Λέοναρντ Κοέν στους συμπατριώτες του: «Ας αφήσουμε τα αγγλικά και τα γαλλικά. Ας εφεύρουμε μιαν άλλη επίσημη γλώσσα!». Οφείλω πάντως να ομολογήσω ότι, πέρα από το θέμα της γλώσσας, εδώ στην επαρχία του Κεμπέκ η ταλαιπωρημένη γαλλόφωνη εθνότητα δεν λέει να το βάλει κάτω. Δεν θα δω βέβαια αυτονομιστές να τρέχουν αλλόφρονες στους δρόμους με τη γαλανόλευκη «fleur de lys» του Κεμπέκ και πορτρέτα του Λουσιάν Μπουσάρ. Αλλά το δημοψήφισμα του '95 ήταν αρκετά σαφές: ένα 49% των γαλλόφωνων επιθυμούν αυτονομία εδώ και τώρα (εν σχέσει π.χ. προς το 40% του 1980). Ενας ταξιτζής στην πόλη του Κεμπέκ θα μου συνοψίσει σε άπταιστα joual τη φύση όλου του προβλήματος: «C'est une guerre de mots, mademoiselle. Rien d'autre» («Είναι ένας πόλεμος λέξεων, δεσποινίς μου. Τίποτε άλλο»).

* Τώρα σοβαρολογείτε, ο Κρόνενμπεργκ δικός μας; Για τον κινηματογράφο τους καμαρώνουν. Ιδιαίτερα για τον Ατόμ Εγκογιάν, τον εθνικό σκηνοθέτη τους-ατομική ενέργεια. Είχα την τύχη να συνομιλήσω μαζί του τηλεφωνικώς προ δύο ετών με αφορμή το «Γλυκό πεπρωμένο». Φέρνω τώρα στο μυαλό μου αυτά που μου έλεγε για τα παιδικά του χρόνια στη μεγαλύτερη χώρα του πλανήτη: «... Ημουν πιτσιρίκος όταν ξεκίνησαν οι πυρηνικές δοκιμές στην Αλάσκα. Τότε ζούσαμε στο νησί Βανκούβερ (σ.σ.: της Βρετανικής Κολομβίας) και ξυπνούσαμε με τον φόβο ότι τεράστια παλιρροϊκά κύματα θα έρθουν να βυθίσουν τη μικρή πόλη μας». Οσο για το έτερο τέκνο του καναδικού σινεμά, τον γκουρού του βιολογικού τρόμου, μα φυσικά τον Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, δεν διαγιγνώσκω ιδιαίτερο ενθουσιασμό μεταξύ των συμπατριωτών του. Πολύ διεστραμμένα «κλινικός» για τα γούστα τους, αποφασίζω. Κάποιος μάλιστα στο Μόντρεαλ μου είπε με μια αναίδεια που θα σόκαρε κάθε σκληροπυρηνικό σινεφίλ: «Ο Κρόνενμπεργκ; Για χρόνια νόμιζα ότι ήταν Αμερικανός!».

* Η σημασία τού να είσαι ο Ερνεστ. Η επίσκεψή μου στο Εθνικό Συμβούλιο Κινηματογράφου (NFB), στην αγαπημένη μου Rue Saint Denis με τα καναδοπαριζιάνικα καφέ, θα γίνει η αιτία για την πρώτη μου επαφή με τον Ερνεστ. Δεν με πολυπειράζει που είναι έτσι αδιάφορος απέναντί μου. Τι να περιμένεις, μονολογώ, από ένα μονόχνοτο και σχεδόν υδροκέφαλο ρομπότ το οποίο σκαλίζει νυχθημερόν 6.000 δισκάκια λέιζερ; Πάντως η ξενάγησή μου στη CineRobotheque, όπως αποκαλούν την ψηφιακή βιβλιοθήκη του Ερνεστ (πήρε, λέει, το όνομά του από τον κ. Ερνεστ Χάρετ, τον πρώτο ιδιοκτήτη σινεμά της Βόρειας Αμερικής), έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Με τρία δολάρια την ώρα κάθεσαι αναπαυτικά στην ατομική σου οθόνη και επιλέγεις από ένα ασύλληπτο κινηματογραφικό αρχείο (με μυθοπλασία, ντοκυμαντέρ και animation) ό,τι τραβάει η ψυχή σου από την καναδική, εννοείται, παραγωγή. Η επιλογή μπορεί να γίνει κατά θέμα, συντελεστές, χρονολογία... Το ρομπότ λαμβάνει εντός δευτερολέπτων την εντολή σου, «σερβίροντας» πάραυτα το φιλμ της αρεσκείας σου. Διαλέγω ένα ποτ πουρί από καρτούν, μια συνέντευξη της Μάργκαρετ Ατγουντ και ένα ντοκυμαντέρ για τον βίο του Λέοναρντ Κοέν στο Μόντρεαλ και στην Υδρα! Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το National Film Board ρίξτε μια ματιά στη διεύθυνση: www.nfb.ca.

* Αναζητώντας τον Εναν από τους Επτά. Στις αρχές της δεκαετίας του '10 μαζεύονταν για τσάι και σιρόπι σφενδάμνου στη Λέσχη των Τεχνών και των Γραμμάτων του Τορόντο. Η «Ομάδα των Επτά» (Τομ Τόμσον, Τζ. Μακ Ντόναλντ, Λόρεν Χάρις, Αρθουρ Λίσμερ, Φρανκ Τζόνστον, Φ.Χ. Βάρλεϊ, Α. Τζάκσον) είναι ίσως η πλέον απτή απόδειξη μιας αυτάρκους καναδικής εικαστικής κοινότητας, που αρχικά γαλουχήθηκε με γαλλικό ιμπρεσιονισμό και μετά πήρε ανήσυχη τον δρόμο της. Βέβαια ο Τόμσον (εξαιτίας κυρίως του ανεξήγητου ως σήμερα θανάτου του το 1917 στη λίμνη Canoe του Algonquin Park) ήταν εκείνος που στοίχειωσε για πάντα την καναδική τέχνη και συνείδηση. Κοιτάζω τους πίνακές του με τα τοπία του Βορρά στην Εθνική Πινακοθήκη της Οττάβας και καταλαβαίνω γιατί.

(πηγή: ΒΗΜΑ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: