Βουκουρέστι

Τη νύχτα όλα δείχνουν πιο μεγάλα. Ανοιχτά. Κυριαρχούν οι φωτισμένοι όγκοι, καθαρίζουν οι γραμμές, απομένει φανερό το ικανό και αναγκαίο. Αυτό που επιβλητικά στέκεται γιατί κάποια εμπνευσμένα χέρια το σχεδίασαν και κάποια υπομονετικά το πραγματοποίησαν. Αυτό που επιλέγουν οι σημερινοί άνθρωποι να δεσπόζει μέσα στη νύχτα κρύβοντας στη σκιά της όσα δεν θέλουν να θυμούνται, απομεινάρια ενός καθεστώτος που θέλησε για χρόνια να φυλακίσει και να σκοτώσει τον αέρα. Ο αέρας όμως ούτε φυλακίζεται ούτε πεθαίνει. Η κυριαρχία ενός δυνάστη δεν είναι ποτέ πραγματική και μόνιμη. Κάποτε ξημερώνει φως και ελευθερία.

Οι ανοιχτές πλατείες με τα κτίρια των περασμένων αιώνων ποικίλλης αρχιτεκτονικής, τάσεων, ρυθμών, στυλ, χωρούν πολύ ουρανό που θυμίζει Παρίσι. Μουσεία, θέατρα, βιβλιοθήκες, σπίτια αρχοντικά, βυζαντινές εκκλησίες, καταστόλιστα ρουμάνικα κτίρια, αυστηρά και άγευστα καθεστωτικά που δεν κατάφεραν να αφανίσουν ούτε τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της πόλης, ούτε την ευγένεια και το κάλλος της, την ευσέβεια και ευλάβεια των κατοίκων της. Παίρνεις τους δρόμους και χάνεσαι μέσα τους δίχως χάρτες και πυξίδες. Άφοβα. Φτάνεις στην Ιερά Μονή Σταυρουπόλεως.

Γυναικείο μοναστήρι στο κέντρο της πόλης, χτισμένο το 1724. Ένα κόσμημα αρχιτεκτονικής. Μια φωλιά ελπίδας, πίστης και αγάπης. Οι μοναχές που συναντάς είναι μικρόσωμες και χαμογελαστές. Φτερουγίζουν δροσερά πουλιά στον ναό, στην εσωτερική αυλή, στην εξαιρετική βιβλιοθήκη, με γυμνά πόδια και σανδάλια. Λίγα μόνο χρόνια πριν, παρέλαβαν αυτόν τον ναό ερείπιο και αγωνίζονται να τον αποκαταστήσουν με όλες τους τις δυνάμεις. Η βιβλιοθήκη εκτός από παλιά χειρόγραφα είναι πολύ πλούσια σε λευκώματα από μοναστήρια της Βλαχίας και Μολδαβίας που έχουν το μοναδικό χαρακτηριστικό να είναι αγιογραφημένα εξωτερικά όπως και η μονή της Σταυρουπόλεως. Προχωράς στην εσωτερική αυλή.

Περιστύλιο γεμάτο γλάστρες με μικρά χρωματιστά λουλούδια και αναριχώμενα, γεμάτο χαρά και φροντίδα, φιλοξενεί τους περαστικούς για να τους ξεκουράσει, να τους ξεδιψάσει, να τους παρηγορήσει, αλλά και τους Ρουμάνους ψάλτες που κάνουν εκεί τις πρόβες της χορωδίας τους. Είναι ένας μικρός Παράδεισος. Υπενθυμίζει πως η ομορφιά υπάρχει, επιμένει και περιμένει σιωπηλά να την ανακαλύψει αυτός που την ποθεί. Που δεν μπορεί να ζήσει μακριά της.

Σταματάς στις λεπτομέρειες του κάλλους. Ψηλαφείς, χαϊδεύεις, οσφραίνεσαι, βλέπεις. Γύρω γύρω ακουμπισμένες μαρμάρινες επιγραφές των περασμένων αιώνων αναπαύονται. Η παλιά καμπάνα ηχεί άηχα. Το φως ενώνει τα πριν διεστώτα. Αναγαλλιάζει η ψυχή. Οι αισθήσεις δεν χορταίνουν να ρουφούν ομορφιά. Βγαίνεις πετώντας. Σε συμβουλεύον να μην προχωρήσεις στο ιστορικό κέντρο που σκάβεται απ' άκρη σ' άκρη. Αλλά ο σκηνοθέτης μυστικά σου λέει να προχωρήσεις και να μη φοβάσαι τη σκόνη, ούτε τον θόρυβο. Να μη φοβάσαι τίποτα, σου λέει, κι εγώ είμαι μαζί σου. Και στη σκόνη όπως και στην καθαρότητα. Αφού τον αγαπάς τον υπακούς.

Θέλεις να μυρίσεις το χώμα που είναι δυο μέτρα κάτω από τη γη. Να δεις τους εργάτες χάρη στους οποίους αύριο θα ξαναπερπατήσεις σε ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Θαυμάζεις την αντοχή τους. Την πάλη τους με την ανάγκη. Η θερμοκρασία είναι 40 βαθμοί Κελσίου. Εσύ στέκεσαι στον ίσκιο κι αυτοί μέσα στο λιοπύρι βγάζουν φτιαριές το χώμα, βουτηγμένοι μέχρι το λαιμό στις στοές που έχουν ανοίξει. Άνδρες και γυναίκες μαζί με κάποια πολύ νεαρά αγόρια. Το σκάψιμο αποκαλύπτει παλιά τμήματα της πόλης του 18ου αι. που προσέχουν με την βοήθεια των μηχανικών να μην τα χαλάσουν. Επισκευάζουν τον δρόμο. Τα περισσότερα απο τα παλιά κομμάτια θα ξαναθαφτούν, εκτός από λίγα που θα μείνουν να εκτίθενται στο βλέμμα των σημερινών ανθρώπων. Οι μηχανικοί μετρούν και ξαναμετρούν προσεχτικά. Οι εργάτες σταματούν πότε πότε να πάρουν μια ανάσα, να συλλογιστούν, να ονειρευτούν, να ξεχαστούν για λίγο μέχρι να ξαναξεκινήσουν εφοδιασμένοι από τη δύναμη που δίνει η απόδραση της φαντασίας.

Η μικρή εργάτρια δένει το πορτοκαλί μαντήλι σαν να δένει έναν ήλιο δροσερό στο κεφάλι. Θα σκάψει κι αυτή όπως οι άνδρες. Θα κουβαλήσει το καρότσι με τη λάσπη. Θα ιδρώσει, θα κουραστεί, θα κάνει διάλειμμα, θα φάει κάτι ελαφρύ για να συνεχίσει, να βγάλει το μεροκάματο, να έχει ένα κομμάτι ψωμί, μια μερίδα φαγητό και νερό που είναι πανάκριβο.

Προχωράς πάνω στις σανίδες που έχουν μπει δεξιά και αριστερά του δρόμου για τους διαβάτες και βγαίνεις σ' ένα γυφτομαχαλά. Εδώ τα κτίρια θυμίζουν εγκατελλειμένα εργοστάσια. Σπασμένα παράθυρα, απλωμένα ρούχα, σκυλάδικα στο φουλ, τσιρίδες, καυγάδες, ζωή. Κάποιον γυρεύουν επίμονα, μάλλον είναι μια μάνα που φωνάζει το όνομα του παιδιού της ξανά και ξανά. Αλλά το παιδί δεν απαντά. Ποιος ξέρει πού βρίσκεται. Πάνω που πας να τραβήξεις φωτογραφία δεν αντέχεις την κακοσμία. Σου έρχεται λυποθυμιά και απομακρύνεσαι. Βγαίνεις στη μεγάλη λεωφόρο, μαθαίνοντας πως δεν είσαι ακόμα σε θέση να τα αντέξεις όλα. Φτάνεις μπροστά σε μια άλλη εκκλησία. Είναι ο ναός του Κρατσουλέσκου.

Αυτό το όνομα ήταν μάλλον το όνομα του κτίτορα. Είναι του 18ου αι, βυζαντινή με ρουμάνικες επιρροές. Η νεωκόρος με μπλε ποδιά και τσεμπέρι στο κεφάλι κόβει τα λιωμένα κεριά σε μικρά κομματάκια να ξαναλιώσουν για να φτιαχτούν τα καινούρια. Σκέφτεσαι πως είναι κι αυτό μια αέναη συνέχεια της προσευχής των ανθρώπων. Από κερί σε κερί. Μια εντυπωσιακά ωραία ξανθιά γυναίκα κάθεται στις καρέκλες μπροστά στο τέμπλο σταυροπόδι. Κάτω από την εικόνα του Χριστού και της Παναγίας του τέμπλου -που είναι τόσο στενό ώστε αμέσως στο πλάι των εικόνων αυτών υπάρχουν οι αρχάγγελοι των πλαϊνών εισόδων για το ιερό και όχι ο άγιος στον οποίο θα ήταν αφιερωμένος ο ναός δίπλα στην Παναγία και ο άγιος Ιωάννης δίπλα στον Χριστό όπως είθισται- υπάρχουν χαρτιά πλαστικοποιημένα με προσευχές και στο πατωμα βυσσινί βελούδινα μαξιλαράκια. Ένας νεαρός γονατίζει μπροστά στον Χριστό και διαβάζει την προσευχή από μέσα του. Δεξιά και αριστερά στα μικρά παράθυρα που επιτρέπουν τρυφερό το φως να διεισδύει, εκτός από τις φορητές εικόνες υπάρχουν γλάστρες με λουλούδια στο περβάζι καθώς και κρεμασμένες που ξεχειλιζουν πρασινάδα. Βρίσκεςι ένα βιβλίο με μοναστήρια σαν αυτά για τα οποία έχεις ακούσει, της Μολδαβίας, και φωτογραφίζεις μια σελίδα παραμυθιού.

Και η εκκλησία του Κρατσουλέσκου είναι από μπροστά εξωτερικά αγιογραφημένη με πολύ καλά διατηρημένες αγιογραφίες. Όλο αυτό κάνει την παρουσία του ναού μέσα στην πόλη πολύ ζωντανή. Οι άγιοι κοιτούν τους περαστικούς, τους χαιρετούν, ενώνονται μαζί τους μ' έναν διαφορετικό τρόπο, ίσως κάπως πιο αισθητό. Δεν περιμένουν να μπεις στον ναό να τους αναζητήσεις. Αυτοί είναι που βγαίνουν έξω και σ' αρπάζουν προτού καλά καλά το καταλάβεις.

Οι δρόμοι είναι ατελείωτοι. Οι μικροί και οι μεγάλοι. Η ποικιλλία της αρχιτεκτονικής πραγματικά εντυπωσιακή. Δεν είναι λίγα τα κτίρια που σε μεταφέρουν νοητά στην Κωνσταντινούπολη όπως αυτό το εστιατόριο στο οποίο θα γευματίσεις. Το παρελθόν της Ρουμανίας είναι γεμάτο δόξα και μεγαλοπρέπεια, ιδίως αυτό του 18ου και 19ου αι. Δεν το μαρτυρούν μόνο τα κτίρια. Το μαρτυρούν και τα πάμπολλα δέντρα που πλημμυρίζουν τους δρόμους, ακόμα και τα σοκάκια.

Έχεις χαθεί για τα καλά, δεν έχεις ιδέα πού βαδίζεις και είναι η ώρα να πας στο Εθνικό Μουσείο του Βουκουρεστίου να κάνεις το χρέος σου στον αγαπημένο σου γλύπτη που σε περιμένει. Σταματάς μια ρουμάνα και τη ρωτάς στα αγγλικά προς τα πού να προχωρήσεις. Καθώς την κοιτάς στο πρόσωπο σχεδόν δεν προσέχεις καθόλου τι σου απαντά. Έχεις πολύ καιρό να δεις γυναικείο πρόσωπο τόσο καθαρό και προσηνές. Είναι μια ξανθιά Παναγιά.
Τα πόδια πηγαίνουν προς το μουσείο σχεδόν μόνα τους. Σκέφτεσαι πως σ' αυτήν την πόλη όσο και να προσπαθείς να χαθείς δεν χάνεσαι. Σε αντίθεση με την Βενετία που όσο κι αν προσπαθείς να μην χαθείς χάνεσαι εξ' ορισμού. Εθνικό Μουσείο.

Δεν πηγαίνεις στο τμήμα της Ευρωπαϊκής τέχνης. Αυτήν την έχεις συναντήσει κι άλλες φορές και πιθανόν θα την ξανασυναντήσεις σε άλλες χώρες και στιγμές καταλληλότερες. Διαλέγεις την Ρουμάνικη τέχνη. Προσπερνάς τις αίθουσες με την βαριά μυρωδιά της κλεισούρας. Τα περισσότερα έργα του 19ου αι. είναι τόσο σκούρα, έχουν τόσο μαύρο, τέτοια θλίψη, που δεν στέκεσαι καθόλου. Σχεδόν τρέχοντας προχωράς από αίθουσα σε αίθουσα να συναντήσεις τον αγαπημένο. Όταν φτάνεις δεν υπάρχει μυρωδιά. Δεν υπάρχει χρόνος. Δεν υπάρχει κούραση, σκέψεις, δίψα. Υπάρχει μόνο το απόλυτο παρόν. Konstantin Brancusi.

Ο ρουμάνος γλύπτης που θεωρείται ο μεγαλύτερος γλύπτης του αιώνα μας, έχει εδώ τα έργα της νιότης του. Γεννημένος το 1876 έφυγε σε νεαρή ηλικία από το Βουκουρέστι κι έφτασε στο Παρίσι με τα πόδια... Τα περισσότερα έργα βρίσκονται σε μουσεία του Παρισιού. Το εργαστήριό του είναι εκεί μουσείο. Ήταν ψάλτης στην ρουμάνικη ορθόδοξη εκκλησία του Παρισιού, ζούσε πολύ μοναχικά και σου θυμίζει πολύ τον Χαλεπά. Δεν θέλεις όμως να γράψεις περισσότερα γι' αυτόν. Μάλλον θα τον ξανασυναντήσεις το φθινόπωρο στο Παρίσι. Εκεί θα γνωριστείτε καλύτερα, η σχέση σας θα βαθύνει, και ίσως τότε να μπορέσεις να μιλήσεις γι' αυτόν με τρόπο που να του ταιριάζει και να του αξίζει περισσότερο.

Τα πρόσωπά του κοιτούν πέρα από τον θάνατο. Ατενίζουν έναν κόσμο πέρα από τον κόσμο και μέσα από τον κόσμο. Η προσευχόμενη γυναίκα είναι η γυναίκα που θα δεις λίγο αργότερα στην Ρωσική εκκλησία του αγίου Νικολάου όπου τελείται η παράκληση. Δεν υπάρχει ούτε μία καρέκλα. Γυναίκες και άνδρες είναι γονατισμένοι σαν τα γλυπτά του κορυφαίου γλύπτη.

(πηγή: animusanimus.blogspot.com)

Δεν υπάρχουν σχόλια: