Νότια Βοημία



Αν οι Τσέχοι είχαν κατοχυρώσει το όνομα της περιοχής που καταλαμβάνει τα δύο τρίτα της χώρας τους σήμερα θα έμεναν στο πλουσιότερο κράτος του πλανήτη. Όπως, βέβαια, και αν είχαν κάνει το ίδιο με την μπίρα που παράγει η πρωτεύουσα της συγκεκριμένης περιοχής, και για την οποία βρίσκονται ακόμα στα δικαστήρια με τους Αμερικάνους.

Η μπίρα αυτή, μαζί με τα κρύσταλλα, είναι τα μόνα πράγματα που όντως προέρχονται από την περιοχή. Κατά τα άλλα, ο όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις ανήσυχες καλλιτεχνικές φύσεις με τις αντικομφορμιστικές ιδέες και τον μη συμβατικό τρόπο ζωής προήλθε από μια παρεξήγηση: οι Γάλλοι τον 18ο αιώνα πίστευαν ότι οι Τσιγγάνοι κατάγονταν από τη Βοημία, καθότι χρησιμοποιούσαν την περιοχή ως πέρασμα για να μετακινηθούν προς τη Δύση, και δημιούργησαν τον όρο «Βοημαίος», ο οποίος αργότερα άρχισε να χρησιμοποιείται για κάθε καλλιτέχνη που ζούσε και δημιουργούσε μακριά από τις επιταγές της εκάστοτε κοινωνίας. Όσο για το πράσινο οινοπνευματώδες που κατανάλωναν σε μεγάλες ποσότητες ο Τουλούζ Λωτρέκ και οι φίλοι του, συνδέθηκε με τη Βοημία ακριβώς επειδή και οι ίδιοι είχαν επωμιστεί –ή κερδίσει, αναλόγως πώς θα το δει κανείς– τον τίτλο του μποέμ.

Τι μένει, λοιπόν, από τη Βοημία αν της αφαιρέσουμε όλη την pop κουλτούρα με την οποία έχει συνδέσει το όνομά της; Αυτά για το οποία θα άξιζε, περισσότερο απ’ όλα, να τη γνωρίζει ο κόσμος. Τα πυκνά, καταπράσινα δάση. Οι κρυστάλλινες λίμνες. Οι τέσσερις επιβλητικές οροσειρές που προστατεύουν την κοιλάδα που καταλαμβάνει. Τα ποτάμια που κάνουν κύκλους για να αγκαλιάσουν μικρά, κουκλίστικα χωριά. Οι κόκκινες τριγωνικές στέγες των σπιτιών με τις καμινάδες που βγάζουν καπνό που αχνίζει στο χιόνι που πέφτει. Τα κάστρα που υψώνονται από πάνω τους για να τα προσέχουν. Η εξαιρετική κουζίνα. Οι δύο καλύτερες μπίρες του κόσμου. Η ιστορία αιώνων που αποτυπώνεται σε αμέτρητα αξιοθέατα. Τα μεγαλοπρεπή κτίσματα που κάνουν οποιαδήποτε βόλτα σε οποιονδήποτε δρόμο να θυμίζει ταχύρυθμο σεμινάριο αρχιτεκτονικής. Οι άνθρωποι που, αν και στην αρχή φαίνονται ψυχροί και απότομοι, μόλις τους γνωρίσεις λίγο καλύτερα διαπιστώνεις ότι είναι εξαιρετικά ευγενικοί και φιλόξενοι. Η χαλαρή στάση ζωής της που μοιάζει με όαση ηρεμίας μετά τους ξέφρενους ρυθμούς της Πράγας –από την οποία έρχονται οι περισσότεροι επισκέπτες.

Πράγμα που εξηγεί εν μέρει γιατί το άκουσμα του ονόματός της δεν ξυπνά ιδιαίτερες αναμνήσεις στον περισσότερο κόσμο: για να την επισκεφθείς πρέπει πρώτα να σε αφήσει η Πράγα να φύγεις –και, όπως έλεγε και ο Κάφκα, αυτό είναι μάλλον δύσκολο. Υπάρχει, βέβαια, πάντα η εναλλακτική της εισόδου από τη Γερμανία ή την Αυστρία. Γενικώς, η περιοχή εξυπηρετείται από ένα εκτενέστατο και άκρως αξιόπιστο δίκτυο τραίνων και λεωφορείων, που τη συνδέουν τόσο με την τσέχικη πρωτεύουσα –σε περίπου δύο-τρεις ώρες– όσο και πολλές πόλεις της Αυστρίας –μιάμιση μόλις ώρα από το Λιντζ– και της Γερμανίας –τέσσερις περίπου ώρες από το Μόναχο. Η επιλογή του τραίνου είναι μακράν η καλύτερη από άποψη διαδρομής, καθώς τα λεωφορεία δεν περνούν μέσα από κατάφυτα ελατοδάση και δίπλα από γαλάζιες λίμνες –είναι, όμως, ταχύτερα και κατά τι οικονομικότερα.

Ήταν κυρίως αυτή η προοπτική, της υπέροχης διαδρομής με το τραίνο, που με έκανε να αποφασίσω να προσποιηθώ ότι, την πέμπτη φορά που την επισκέφθηκα, η Πράγα με άφηνε επιτέλους να φύγω –διατηρώντας πάντα τη δικλείδα ασφαλείας ότι θα επέστρεφα μετά από ελάχιστα εικοσιτετράωρα. Και η διαδρομή ήταν όντως υπέροχη. Μέσα από απέραντες εκτάσεις δασών, με τα έλατα φορτωμένα χιόνι να κάνουν το χριστουγεννιάτικο στολισμό οποιασδήποτε δυτικής μητρόπολης να ωχριά μπροστά τους, δίπλα από κρυστάλλινες λίμνες που δίνουν την εντύπωση πως στις όχθες τους, όταν δεν τις βλέπεις, στήνουν χορό οι νεράιδες, χωρίς ποτέ να απομακρύνεται για πολύ από την κύρια υδάτινη αρτηρία που δίνει ζωή στην περιοχή, τον ποταμό Vltava, το τραίνο διασχίζει μια πανέμορφη κοιλάδα που εύκολα καταλαβαίνει κανείς γιατί οι τοπικοί θρύλοι τη θέλουν μαγεμένη.

Τρεις περίπου ώρες αργότερα, κι αφού έχω αλλάξει αμαξοστοιχία σε κάποιον ενδιάμεσο σταθμό, για να μπω σε ένα λιλιπούτειων διαστάσεων τραινάκι που διανύει σε μία ώρα ένα τοπίο που δεν μπορεί παρά να είναι πίνακας, φτάνω στον πρώτο μου προορισμό, το Cesky Krumlov. Μικρή πόλη 14.000 κατοίκων που συγκεντρώνει κάθε χρόνο τον υπερτριπλάσιο αριθμό τουριστών, κατακτώντας επάξια τον τίτλο της μεγαλύτερης επισκεψιμότητας στη χώρα, μετά την Πράγα. Και όχι άδικα. Μια μεσαιωνική πόλη σκέτη ζωγραφιά, ελάχιστα –αν όχι καθόλου– επηρεασμένη από το χρόνο που έχει περάσει από το 13ο αιώνα, οπότε και ιδρύθηκε, με ένα παραμυθένιο κάστρο να τη σκεπάζει στοργικά και τον ποταμό Vltava να τυλίγεται γύρω της με δύο απίστευτες, σχεδόν κλειστές στροφές, κάνοντάς τη να μοιάζει από ψηλά με νησί.

Το Cesky Krumlov έχει ενταχθεί στη λίστα των μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO, ως μία από τις καλύτερα διατηρημένες μεσαιωνικές πόλεις της Ευρώπης. Γοτθικά και αναγεννησιακά κτίρια τραβούν το βλέμμα και σταματούν το βήμα σε κάθε γωνιά του, τα λιθόκτιστα καλντερίμια οδηγούν σε πέτρινα ή ξύλινα γεφυράκια που όλα μοιάζουν να καταλήγουν, με κάποιο μαγικό τρόπο, στο κάστρο, αυτοκίνητα δεν κυκλοφορούν σχεδόν καθόλου στο ιστορικό κέντρο, ενώ το βράδυ η γαλήνη που απλώνεται είναι τέτοια που οι περαστικοί σχεδόν ψιθυρίζουν, από φόβο μην ξυπνήσουν τα ξωτικά που πρέπει να κοιμούνται δίπλα στο ποτάμι.

Το κέντρο της πόλης είναι τόσο μικρό που μπορείς άνετα να το περπατήσεις όλο σε δύο ώρες –μαζί με τις αναπόφευκτες στάσεις γιατί κάθε πέντε μέτρα υπάρχει άλλο ένα μεγαλοπρεπές κτίριο, άλλη μία υπέροχη θέα, άλλο ένα ρομαντικό καλντερίμι, άλλο ένα τέλειο σκηνικό για φωτογραφία. Από την κεντρική πλατεία, στην οποία δεσπόζει το αναγεννησιακό δημαρχείο του 1580 και το πανύψηλο μνημείο στα θύματα της πανούκλας με το σιντριβάνι στη μέση της, το κάστρο απέχει μόλις πέντε λεπτά με τα πόδια –χωρίς τις στάσεις. Την πρώτη φορά που το αντικρίζω από την περίφημη Ξύλινη Γέφυρα ο ουρανός έχει σκοτεινιάσει και το χιόνι πέφτει επάνω του τόσο αργά, σαν μέσα σε κρυστάλλινη μπάλα.

Με περισσότερα από 40 ιστορικά κτίρια, το κάστρο του Cesky Krumlov είναι το δεύτερο μεγαλύτερο συγκρότημα τέτοιου τύπου στη χώρα, μετά από αυτό της Πράγας. Ο πύργος του, που χρονολογείται από το 1257, και με τη σημερινή του μορφή από τον 16ο αιώνα, κλέβει αναμφισβήτητα την παράσταση από τους πανέμορφους κήπους με το μπαρόκ σιντριβάνι, το άριστα διατηρημένο μπαρόκ θέατρο που μέχρι σήμερα χρησιμοποιεί τον αυθεντικό εξοπλισμό της εποχής για τις αλλαγές των σκηνικών και το παλαιότερο θερινό ανάκτορο της Τσεχίας, το Bellarie. Στην ειδικά διαμορφωμένη τάφρο της πρώτης αυλής μια μεγάλη οικογένεια ευτυχισμένων αρκούδων απολαμβάνει τον ήλιο που, μάλλον σε αντίθεση με την υπόλοιπη χώρα, δείχνει να αγαπά πολύ αυτήν την πόλη. Η θέα της πόλης από το κάστρο, και ιδιαίτερα από τη δεύτερη και την τρίτη αυλή του, πρέπει να έχει σπαταλήσει τόνους φωτογραφικού φιλμ –ή gigabytes σε κάρτες μνήμης, για τους λάτρεις της τεχνολογίας.

Ζώντας σε μια τέτοια πόλη, δύσκολα αποφεύγει κανείς τη λατρεία της τέχνης σε όλες της τις εκφάνσεις –κι οι κάτοικοι του Cesky Krumlov δεν αποτελούν εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Μετρήσαμε δεκαεπτά μουσεία και γκαλερί –από τα οποία ξεχωρίζει αναμφισβήτητα το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Egon Schiele, που στεγάζεται στις εγκαταστάσεις του κτισμένου το 1605 παλιού ζυθοποιείου της πόλης και αποτίει φόρο τιμής στον μεγάλο καλλιτέχνη, σύγχρονο του Gustav Klimt, που οι πρόγονοι των σημερινών κατοίκων είχαν διώξει από την πόλη θεωρώντας τον πορνογράφο– και δέκα ετήσια φεστιβάλ, μεταξύ των οποίων το διεθνές φεστιβάλ τζαζ και το μεσαιωνικό φεστιβάλ του πεντάφυλλου τριαντάφυλλου, που θυμίζει καρναβάλι με άρωμα εποχής και πραγματοποιείται κάθε Ιούνιο, το πρώτο Σαββατοκύριακο μετά το θερινό ηλιοστάσιο.

Αρκετές αναβολές και αμέτρητες περιπλανήσεις στο χιονισμένο κέντρο της πόλης αργότερα, επιβιβάζομαι στο τοπικό λεωφορείο που αναχωρεί κάθε ώρα για το 40λεπτο ταξίδι του προς το Ceske Budejovice. Το ποιο; Το Ceske Budejovice. Προφέρεται Τσέσκε Μπουντγιέζοβιτσε –ή απλά Μπαντβάις για τους γερμανομαθείς και τους έχοντες δυσκολία με τους τσέχικους φθόγγους– και είναι η πρωτεύουσα της Νότιας Βοημίας, η πατρίδα μιας από τις καλύτερες μπίρες του κόσμου, της τσέχικης Budweiser, και ο τόπος όπου εκτυλίσσονται οι περισσότερες από τις περιπέτειες του καλού στρατιώτη Σβέικ.

Η επίσης μεσαιωνική αυτή πόλη μετρά ήδη 950 χρόνια ζωής, είναι κτισμένη στην κοιλάδα όπου συναντιούνται δύο ποταμοί, ο Vltava και ο Malse, κατοικείται από 95.000 υπερήφανους Βοημαίους –όπως θα έλεγαν οι Γάλλοι– και διαθέτει τη μεγαλύτερη –ίσως και ομορφότερη– μεσαιωνική πλατεία της χώρας. Η Namesti Premysla Otakara II, όπως ονομάζεται, μπορεί να σας μαγνητίσει για ώρες, καθότι περιστοιχίζεται από κτίρια τόσο μοναδικά που μοιάζουν φτιαγμένα για το ετήσιο field trip των φοιτητών αρχιτεκτονικής και ιστορίας της τέχνης. Το μπαρόκ Σιντριβάνι του Σαμψών, που απεικονίζει τον βιβλικό ήρωα να πολεμά ένα λιοντάρι, δεσπόζει από τον 18ο αιώνα στο κέντρο της, ενώ το βλέμμα σταματά ακριβώς πίσω του, στο γαλάζιο μπαρόκ δημαρχείο, που χρονολογείται, με τη σημερινή του μορφή από το 1730. Την κορυφή του κοσμούν τέσσερα γιγαντιαία αγάλματα των τεσσάρων αρετών: της σοφίας, της δικαιοσύνης, του κουράγιου και της εγκράτειας.

Ο περίφημος Μαύρος Πύργος της πλατείας, με τις 5 καμπάνες του, η παλαιότερη εκ των οποίων χρονολογείται από το 1723, υψώνεται 72 μέτρα από το έδαφος, προσφέροντας πανοραμική θέα από την κορυφή του. Το… alter ego του, ο Λευκός Πύργος βρίσκεται στην πλατεία Piaristic και αποτελεί μέρος του παλαιότερου κτίσματος της πόλης, του κτισμένου το 1265 Μοναστηριού των Δομινικανών. Άλλα αξιοθέατα περιλαμβάνουν την οδό Panska, με τα υπέροχα μπαρόκ και γοτθικά κτίριά της, η οποία καταλήγει στον Πύργο Rabenstejn, που χρονολογείται από τον 14ο αιώνα, οπότε και αποτελούσε μέρος της οχύρωσης της πόλης, και τα εναπομείναντα τείχη που υψώνονται, μαζί με τους δύο πύργους Otakarka και Zelezna panna, ακριβώς στο σημείο όπου διασταυρώνονται τα δύο ποτάμια της πόλης.

Αποπνέοντας ατμόσφαιρα 21ου αιώνα, πολύ περισσότερο από το διάσημο γείτονά της, αλλά χωρίς ποτέ να μοιάζει να ξεχνά την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά της, η πόλη σφύζει από ζωή όλες τις ώρες της ημέρας. Ζεστά, χαριτωμένα cafe, κομψά εστιατόρια διεθνούς και παραδοσιακής κουζίνας, πολυσύχναστοι δρόμοι και νυχτερινά στέκια που πειραματίζονται με κάθε είδος μουσικής –πάντα με μια ελαφριά προτίμηση στη metal που ταιριάζει και με το σκηνικό. Και, βέβαια, το πάντα επισκέψιμο ιστορικό ζυθοποιείο της πόλης, το Pivovar Budejovicky Budvar, στο οποίο παράγεται –για την περίπτωση που δεν το είπαμε αρκετές φορές– μία από τις καλύτερες μπίρες του κόσμου. Η άλλη ζυμώνεται 136 χιλιόμετρα από εδώ και διαθέτει την τύχη να έχει το όνομά της κατοχυρωμένο. Αν σας φάνηκαν δυσπρόφερτα τα τοπωνύμια αυτού του άρθρου, δοκιμάστε να πάτε σε ένα μπαρ και να παραγγείλετε μία Plzensky Prazdroj. Αν αποτύχετε, δοκιμάστε το Pilsner Urquell.

Για παραδοσιακές γεύσεις
Πατρίδα μιας από τις κορυφαίες ευρωπαϊκές κουζίνες, η Βοημία έχει να προσφέρει μόνο καλά εστιατόρια. Το μοναδικό πρόβλημα που ενδέχεται να αντιμετωπίσετε είναι να δυσκολευτείτε να βρείτε αγγλικό μενού στα εστιατόρια του Ceske Budejovice –μας συνέβη στο U Tri Sedlaku, που μαθαίνουμε όμως ότι σερβίρει εξαιρετικό φαγητό, οπότε οι γερμανομαθείς και οι περιπετειώδεις δώστε του μια ευκαιρία, τα μενού του είναι γραμμένα στα γερμανικά και τα τσέχικα.

Στο Cesky Krumlov εξαιρετική, παραδοσιακή τσέχικη κουζίνα σε ένα απίστευτα μεσαιωνικό περιβάλλον θα απολαύσετε στο U Dwau Maryi (Parkan 104) καθώς και στο ρομαντικό λαβύρινθο του φωτισμένου με κεριά Krcma v Satlavske (Horni 157). Οι χορτοφάγοι θα λατρέψουν το Laibon (Parkan 105) ενώ το… αντίπαλο στρατόπεδο θα κατευθυνθεί για κρέατα και μπίρες στο Na Louzi (Kajovska 66).

Από τις καλύτερες προτάσεις για τοπική κουζίνα στο Ceske Budejovice είναι το Alchymista (U tri lvu 10) και το U Rytire (Namesti Premysla Otakara II 33). Έξτρα bonus το ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό περιβάλλον τους –και τα δύο στεγάζονται σε κτίρια του 18ου αιώνα.

Για ξενύχτι
Παρ’ όλο που με την πρώτη ματιά δε φαίνονται να αποτελούν την επιτομή του όρου «πόλεις που ποτέ δεν κοιμούνται», τόσο το Cesky Krumlov όσο και το Ceske Budejovice κρύβουν μικρά διαμαντάκια που υπόσχονται να σας κρατήσουν ξύπνιους μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Στο πρώτο, περάστε οπωσδήποτε μια βόλτα από το Horor Bar (Masna 22) αν μη τι άλλο για να θαυμάσετε το μακάβρια πρωτότυπο ντεκόρ του από νυχτερίδες, αράχνες, σκελετούς και άλλα συμπαθητικά πλάσματα της νύχτας, ενώ στο δεύτερο καλές επιλογές αποτελούν η Singer Pub (Ceska 55) και το Modry Dvere Jazz & Blues (Biskupska 1) για τους λάτρεις της τζαζ.

(πηγή: www.in2life.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια: