Πού ειν’ η Σπάρτη; Δεν την ξέρω.
Ξέρω το Μυστρά.
Κι η Πόλη η κοσμοξάκουστη τώρα τούρκισσα κι αυτή.
Όμως μέσ’ από τους θανάτους αυτούς
κι από τις σκλαβιές ετούτες όλες,
ήσυχα απαλά κι αγάλια αγάλια,
ζωές άλλες κι άλλοι γλιτωμοί
σπέρνονται και γίνονται κι απλώνονται
από τις κορυφές ως τ΄ ακρογιάλια.
(Κ. Παλαμά, Δωδεκάλογος του Γύφτου)
Νοέμβριος 1199 ή 6707 από κτίσεως Κόσμου
Ο κόμης Τιβάλδος της Καμπανίας οργάνωσε στο κάστρο του στο Εκρύ, κοντά στο ποταμό Αϊν, ένα τορνεμέ (1). Ανάμεσα στους προσκεκλημένους ο Λουδοβίκος του Μπλουά, ο στρατάρχης και μετέπειτα χρονικογράφος Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος, και ο ανεψιός του, Μαρεσάλος (2) της Καμπανίας. Σε μια έκρηξη ενθουσιασμού όλη η συντροφιά προσχώρησε στην πρόσκληση του Πάπα να κινήσει η Δύση να λευτερώσει την Ιερουσαλήμ. Όσο για τα απαραίτητα πλοία θα βολιδοσκοπούσαν τους Βενετσιάνους... Έτσι, γεννήθηκε η Τέταρτη Σταυροφορία.
Και έτσι, σαν από καπρίτσιο της ιστορίας που λένε όχι άδικα πως κάνει κύκλους, πολλά χρόνια πριν οι κονκισταδόρες αναζητήσουν το όνειρο στις ζούγκλες της Λ. Αμερικής, ένα άλλο Ελ Ντοράντο ζέστανε τις καρδιές της Φραγκικής Δύσης ζυμωμένο με το μεσογειακό ήλιο, τη θάλασσα και τα σωρευμένα για αιώνες πλούτη της Αυτοκρατορίας των Γκριέ της Ανατολής. Ήταν μια εποχή που έχει περάσει στο παραμύθι και στο θρύλο. Βουργουνδοί, Φλαμανδοί και Λομβαρδοί ευγενείς, Γερμανοί ιππότες, στρατιώτες από την Καταλονία και Ναβαραίοι πλιατσικολόγοι, όλοι διαλεχτοί τυχοδιώκτες. Φλωρεντινοί τραπεζίτες, μηχανορράφοι Ναπολιτάνοι αυλικοί, πολυμήχανοι Βενετσιάνοι, Γενουάτες μεγαλέμποροι και τέλος ένα όχι μικρότερο πλήθος ευγενικών κυριών, από τις αρχαιότερες οικογένειες της Φραντσίας, μαζί με Έλληνες άρχοντες και δουλοπάροικους, συγκρότησαν το θίασο του δράματος. Τα ελληνικά χώματα προσέφεραν το χώρο για το θέατρο που ονομάστηκε Τέταρτη Σταυροφορία με πρωταγωνιστές ένα υπολογιστή Πάπα, ένα πολυμήχανο Δόγη (3) και ένα φιλόδοξο Μαρκήσιο. Τρεις άνθρωποι ο καθένας με διαφορετικούς διαλογισμούς, αλλά με κοινή αρχή, οδήγησαν τα πιο ετερόκλητα στίφη της Ευρώπης και τα απόθεσαν στην Ελλάδα. Η Ευρώπη είχε δυο προβλήματα, πρώτο πως να βολευτούν οι περισσευούμενοι τιτλούχοι τυχοδιώκτες της, δεύτερο να εξασφαλιστεί για την ευλογία του Πάπα μεγαλύτερο ποίμνιο και ας χρειαζόταν γι’ αυτό η κατάπνιξη του θρησκευτικού αισθήματος όλης της Ανατολικής Αυτοκρατορίας. Επικεφαλής της Δύσης ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Πάπες ο Ιννοκέντιος ο Γ’ (4). Στα 1190 κηρύσσει μια Τέταρτη Σταυροφορία που απέβλεπε σε μια απόβαση στην Αίγυπτο με σκοπό την ανάκτηση της Ιερουσαλήμ. Ξέρουμε πως η Σταυροφορία παρέκκλινε από το σκοπό της εξαιτίας των Ενετών και κατέληξε σε ένα ασεβή πόλεμο για την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης και την ίδρυση μιας απροσδόκητης Λατινικής αυτοκρατορίας στο Βόσπορο. Ξέρουμε πως γι’ αυτό το λόγο, λίγο έλειψε να αφορίσει ο Πάπας τους υπεύθυνους και τελικά να δεχτεί το τετελεσμένο γεγονός. Φυσικά ούτε η Σταυροφορία παρέκκλινε, ούτε ασεβής πόλεμος έγινε, ούτε απροσδόκητη ήταν η ίδρυση της Λατινικής Αυτοκρατορίας, ούτε λίγο έλειψε να αφορίσει τους υπεύθυνους ο Πάπας και στο τέλος από ανάγκη να δεχτεί τα τετελεσμένα. Όλα αυτά είναι εκ των υστέρων δικαιολογίες. Οι πρωταγωνιστές ήταν ρεαλιστές στη καρδιά και χριστιανοί στα χείλια. Όσο διαρκούσε η επιχείρηση ο σταυρός στεκόταν το πιο ιδανικό προπέτασμα καπνού. Όταν η επιχείρηση τελείωνε δεν υπήρχε λόγος να μένει ο καπνός. Οι ηγέτες των Σταυροφόρων ήταν ευθείς και απλοϊκοί άνθρωποι και τα αξιολογικά τους κριτήρια περιορίζονταν στην αρπαγή και στις πολεμικές, ιπποτικές αξίες και τα φεουδαρχικά δικαιώματα. Οι άξεστες και απλοϊκές ενέργειές τους ήταν ανθρώπινες, πολύ ανθρώπινες, και καθόλου διαφορετικές από ενέργειες ανθρώπων της εποχής μας. Ζήτησαν χώρο, δράση, κέρδη. Το πως έγιναν αυτά σε βάρος των άλλων; Τίποτα το νέο. Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα ήταν καρπός μιας απάτης. Ας μην ανησυχούν οι ιστορικοί κι’ ας κοιμόνται ήρεμα οι παραμυθάδες. Οι τυχοδιώκτες δε θα λείψουν απ΄ όλα τα μέρη της γης. Θα τους συναντάμε πάντα μπροστά μας, έτοιμους να μας μιλήσουν για το Ελ Ντοράντο, μόνο που αυτό τώρα, αύριο, θα’ χει αλλάξει γεωγραφικό μήκος και πλάτος.
Το πριγκιπάτο της Αχαΐας
Ο τόπος μας είναι γεμάτος κάστρα και πύργους. Περνάς από ερημιές, από ντερβένια άγρια και βλέπεις απάνου στα βουνά και στους γκρεμούς χτισμένα τειχιά νεροφαγωμένα που στέκονται βουβά και αμίλητα. Η γη μας η γερασμένη πατήθηκε από λογής λογής έθνη. Απάνου στα πρώτα, στα πιο αρχαία θεμέλια, χτίσανε οι κατοπινοί, ντόπιοι και ξένοι, οι Βυζαντινοί, οι Καταλάνοι, οι Τούρκοι. Κάθεσαι σ’ ένα μπεντένι και ρίχνεις τη ματιά σου με τρομάρα μέσα στην άβυσσο που γκρεμνίζεται κατακέφαλα ως τις ρίζες του βουνού. Πέρα μακριά σβήνουνε στεριές κ’ οι θάλασσες, βουνά προβάλουνε τόνα πίσ’ από τ’ άλλο, σαν νάρχουνται κατά δώθε. Χωριά πολιτείες, χωράφια, αμπέλια απλώνονται από κάτω, μα δεν ακούγεται τίποτα, σαν νάναι πεθαμένα. Είναι μακριά, σ’ άλλον κόσμο. Στα χαλάσματα βρίσκονται ακόμα χελώνες και φίδια, μ’ αυτά είναι πλάσματα βουβά και δεν ακούγονται. Ανάμεσα στις πέτρες λουφάζει καμιά χελώνα, που αργοσαλεύει το ξεροκαύκαλό της, λες κ’ είναι κι αυτή μια ζωντανή πέτρα. Αλλά και τα πουλιά είναι λιγοστά και εκείνα μακριά. Από τα μεγάλα απομείνανε τα όρνια, οι αγιούπες που φωλιάζουνε στις τρύπες των γκρεμνών και πετάνε βαριά σαν κοιμισμένα χωρίς να βγάλουνε κραξιά, κόβοντας βόλτες απάνω από το μέρος. Οι αετοί φανερώνονται ανάρια, μα δε φωνάζουνε ποτέ και πετάνε πολύ ψηλά. Κάστρα υπήρχανε πολλά στης Ελλάδας και της Ανατολής τα μέρη. Ο Μοριάς είχε στα φράγκικα χρόνια απάνου από 500 κάστρα. Μου φαινότανε πως βρισκόμουνα στα χρόνια που αφεντεύανε οι Φράγκοι, άνθρωποι φερμένοι από τα βροχερά τα μέρη. Ο μισέρ Τζεφρές βαστούσε την Καρύταινα, ο Ροζιέρης την Άκοβα, ο Γκιούν ντε Νιβηλέ το Γεράκι, ο σερ Γουλιάμος το Νίκλι, ο Ντζάς ντε Νουηλής τον Πασσαβά, ο Μάγιος ντε Μούς τη Βελίγοστη, ο Ούγκος ντε Λέλε τη Βοστίτζα, ο Ούγκος Παλαβιτσίνης τη Μοντονίτσα και άλλοι άλλα κάστρα (5.) Η πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1204 στους Φράγκους εγκαινιάζει μια ταραγμένη περίοδο μεστή γεγονότων που οι περισσότεροι προσπερνάμε σα να θέλουμε να απαλείψουμε τα 250 περίπου χρόνια της παρουσίας των σιδερόφρακτων ιπποτών στα χώματά μας. Και αν δεν ήταν οι ιστορίες, τα βιβλία και μερικά μνημεία να θυμίζουν πεισματικά ένα παρελθόν ζυμωμένο με δάκρυα και αίματα, με χαλασμούς και ελπίδες ανθρώπινες, ίσως να ξεχνούσαμε πως υπήρξε ποτέ. Ίσως να ξεχνούσαμε πως ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας ανακηρύχθηκε Imperator et Romanorum Moderator στην Λατινική πλέον Βασιλεύουσα, και ο Βονιφάτειος του Μονφερρά ανέλαβε το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης. Για τους υπόλοιπους η Ελλάδα μοιράστηκε, κατά τα συμφωνημένα. Για την Πελοπόννησο κίνησαν ιππότες με επικεφαλής το Γουλιέλμο Σαμπλίτ και τον ακόλουθό του Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο (6) και ίδρυσαν το πριγκιπάτο της Αχαΐας (7). Κλήρος του Σαμπλίτ δεν ήταν παρά να βάλει τα θεμέλια της ηγεμονίας του. Ενώ καταγινόταν με το έργο της διοργάνωσης ειδοποιήθηκε πως ο ευρισκόμενος στη ζωή μεγαλύτερος αδελφός του πέθανε χωρίς απογόνους, έτσι υποχρεώθηκε να επιστρέψει στη Γαλλία (8) για να ζητήσει τη Βουργουνδιακή του κληρονομιά, αλλά πέθανε στο δρόμο. Πριν αναχωρήσει διόρισε μια επιτροπή υπό τη προεδρία του ακολούθου του με σκοπό να διαιρεθεί ο Μοριάς (9) σε τιμάρια και να απονεμηθούν στα μέλη της κατακτητικής δύναμης ανάλογα με τα πλούτη και τον αριθμό των ακολούθων τους. Ο Γοδεφρείδος που είχε στην κατοχή του την Μεσσηνία, κατόρθωσε να αναλάβει την ηγεμονία και να επεκτείνει με επιτυχία τις κτήσεις του στη Λακεδαιμονία. Η κοιλάδα της Σπάρτης ήταν στην πιο ωραία της εποχή, στην αρχή της άνοιξης, και ο Γοδεφρείδος μαγεύτηκε από αυτήν. Η Ανδραβίδα παρέμεινε διοικητική πρωτεύουσα της ηγεμονίας, αλλά στην Λακεδαιμονία, La Cremonie όπως την αποκαλούσαν οι Βιλλαρδουΐνοι, έστησε το σπιτικό του, ένα παλάτι στις όχθες του Ευρώτα από το οποίο δεν έμεινε ούτε μια πέτρα. Την περιοχή κράτησε ως προσωπική του περιουσία και οι Έλληνες απολάμβαναν της καλοσύνης και προστασίας του. Η συχνή παρουσία της αυλής του στην παρακείμενη πόλη της προσέδωσε ζωή. Τα εμπορικά άκμαζαν, η ζωή δεν ήταν πάρα πολύ σκληρή για τους χωρικούς των εύφορων πριγκηπικών κτημάτων. Ήταν τόσο δημοφιλής μεταξύ των Ελλήνων όσο και μεταξύ των Φράγκων, έτσι όταν πέθανε (10), το πένθος ήταν βαρύ και ανυπόκριτο σε όλη τη χερσόνησο. Τα τελευταία χρόνια του Γοδεφρείδου η ζωή ήταν ήσυχη και η δόξα του πριγκιπάτου μεγάλη. Ο Βενετσιάνος ιστορικός Σανούδος ο πρεσβύτερος λέει πως ήταν πρώτος ηγεμόνας της Αχαίας που όριζε μια μεγάλη επικράτεια με πλούτη. Συνήθιζε να στέλνει τους πλέον έμπιστους συμβούλους του από καιρό σε καιρό στις αυλές των υποτελών του, για να βλέπουν πως ζουν και πως μεταχειρίζονται τους υπηκόους τους. Στη δική του αυλή διατηρούσε ογδόντα ιππότες με χρυσά σπιρούνια, που τους έδινε ότι του ζητούσαν εκτός από το μισθό τους. Τέτοιοι ιππότες έρχονταν από τη Γαλλία, από τη Βουργουνδία και περισσότερο από την Καμπανία, για να προσφέρουν υπηρεσίες. Μερικοί έρχονταν για να διασκεδάσουν, άλλοι για να πληρώσουν τα χρέη τους, άλλοι για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει στην πατρίδα τους.
Η ίδια ειρήνη διατηρήθηκε στη διάρκεια της ηγεμονίας του μεγαλύτερου γιου του, Γοδεφρείδου Β’ (11), που όμοια με τον πατέρα του αγαπούσε το παλάτι του στη La Cremonie και επέδειξε ικανότητες διοικητικές αξιοθαύμαστες. Ο θάνατός του (12) έφερε στην αρχή τον αδελφό του Γουλιέλμο, το επίκλη του Ντε Καλαμάτας (13), μιας και είχε γεννηθεί στην ομώνυμη πόλη και μιλούσε την ελληνική ως γνήσιος Μεσσήνιος. Ο Γουλιέλμος θεωρούσε τον εαυτό του πως ανήκε ολοκληρωτικά στη χώρα που γεννήθηκε, ήταν εξαίρετος πολεμιστής αλλά σα διπλωμάτης υστερούσε σε σοφία από τον αδελφό του. Στα χρόνια του η ηγεμονία έφτασε στο μεσουράνημά της. Οι βαρόνοι είχαν κτίσει κάστρα σ’ όλη τη χώρα, οπόθεν είχαν πάρει τους τίτλους τους και όπου ζούσαν την ωραιότερη ζωή που μπορεί να ζήσει άνθρωπος. Η αυλή του ηγεμόνα, κατά πως περιγράφει ένας Άγγλος, ο Γουλιέλμος από το Faversham που ήταν τότε επίσκοπος, θεωρούνταν πως ήταν η καλύτερη σχολή του ιπποτισμού στην Ανατολή και «λαμπρότερη από ότι ενός μεγάλου Βασιλιά». Τα παιδιά των μεγάλων υποτελών και των άλλων Φράγκων κυριάρχων της Ανατολής έρχονταν εδώ για να μάθουν τον τρόπο του πολέμου και της αγωγής. Προσωπικότητες όπως ο Μάρκος Σανούδος Β’ και ο Ούγκος, δούκας της Βουργουνδίας, ήταν τιμημένοι ξένοι. Ποτέ από τις μέρες της αρχαίας Σπάρτης δεν είχαν παρουσιασθεί στις όχθες του Ευρώτα τόσοι λαμπροί πολεμιστές και ο Λουδοβίκος ΙΧ της Γαλλίας (14), ο ισχυρότερος από τους Λατίνους ηγεμόνες της εποχής δικαιολογημένα ευχήθηκε να είχε τους γιγαντόκορμους ιππότες της Αχαίας βοηθούς του στη σταυροφορία εναντίον των απίστων. Από 700 έως 1000 ιππείς περιστοίχιζαν πάντα τον ηγεμόνα. Ο Γουλιέλμος μπορούσε να εξοπλίσει στόλο, να σπεύσει με ιππότες σε συνάντηση του βασιλιά της Γαλλίας στην Κύπρο και να αφήσει πίσω του στη Ρόδο «περισσότερους από εκατό ευγενείς και καλούς ιππότες» για να βοηθήσουν τους Γενοβέζους να υπερασπιστούν το νησί. Η λαμπρότητα δεν ήταν μόνο στην επιφάνεια, το εμπόριο βρισκόταν σε ακμή και οι έμποροι «πηγαινοέρχονταν χωρίς χρήματα και έμεναν στα σπίτια των Βαΐλων και με σημείωμα τους ο καθένας τους έδινε λεφτά». Ταξιδιώτες έμποροι από τη Φλωρεντία και τη Σιένα επισκέπτονταν την Ανδραβίδα και ο Ουρβανός IV μπορούσε να γράψει στους επισκόπους της Αχαίας να του στείλουν μερικά μεταξωτά υφάσματα από αυτά που πάντα η Ελλάδα φημιζόταν. Για ένα ηγεμόνα τόσο πολεμόχαρο και κράτος τόσο σπουδαίο η κοπή και νομίσματος ήταν αναπόφευκτη. Ο Γουλιέλμος επωφελήθηκε από τη συνάντησή του στην Κύπρο με το Βασικά της Γαλλίας και πέτυχε το δικαίωμα της κοπής νομισμάτων. Κάποτε όμως η πολύχρονη βασιλεία του Γουλιέλμου πήρε τέλος. Όταν κατάλαβε πως πλησίαζε στο τέλος του αποσύρθηκε στο κάστρο της Καλαμάτας, στο οικογενειακό τιμάριο, όπου είχε γεννηθεί. Την οικογένειά του και τους υπηκόους του άφησε στη φροντίδα του Κάρολου της Νάπολης. Το σώμα του αναπαύτηκε (15) στην εκκλησία του Αγίου Ιάκωβου στην Ανδραβίδα, που την είχε κτίσει ο ίδιος και την είχε δωρίσει στους Ναίτες ιππότες, δίπλα στον αδελφό και τον πατέρα του. Ο τελευταίος των Βιλλαρδουΐνων πριγκίπων θάφτηκε όπως ο ίδιος είχε ορίσει. Γαίαν έχοιεν ελαφράν, ακόμα και σήμερα κανείς δεν ταράζει την πολύχρονη ησυχία των πριγκίπων του Μοριά. Requiescant in pace!.
Το τρίτο κι’ ομορφότερον του Μυζηθρά το κάστρον
Τι ιδρώτα έχυσε το κορμί μου, τι αγκομαχητό τράβηξε ανεβαίνοντας τα πάνου για να δω και να σπουδάξω από κοντά αυτά τα αραχνιασμένα χαλάσματα πούναι καταφαγωμένα από τα νερά, από το κρύο κι από τον ήλιο (16). Ακούω μόνο την ανάσα μου να ρουφά το παγερό αέρα του Γενάρη καθώς φτάνω στην ανοιχτή καστρόπορτα κάτω από το φρουριακό πύργο που βλέπει στο βοριά. Δρασκελώ αργά και βρίσκομαι μέσα στα τειχιά του κάστρου που στέκονται καλά διατηρημένα με τα βαρεία μπεντένια ένα γύρω. Ο χειμερινός ήλιος έντονος, στραφτάλιζε ανάμεσα σε κάτασπρα χαλίκια και τις χορταριασμένες αυλές. Ανεβαίνω τις ρημαγμένες σκάλες και φτάνω στις πολεμίστρες. Φλόμοι, φλισκούνια, αγριάδες ανάμεσα στις πέτρες. Δυο γεράκια πέρα μακριά έκαναν κύκλους, ανέβαιναν κατέβαιναν παίζοντας. Οι πύργοι του τείχους είναι πυκνοί. Απ’ αυτούς διακρίνεται ένας μεγάλος κυκλικός χτισμένος νοτιανατολικά κοντά σε μεγάλη δεξαμενή. Αποτελούσε ένα από τα ισχυρότερα στηρίγματα του κάστρου και από τα καλύτερα παρατηρητήρια. Η πλευρά αυτή του τείχους μαζί με εκείνη που βλέπει στον Ταύγετο είναι χτισμένη πάνω από δύο μεγάλους γκρεμούς που το κάνουν απάτητο από κάθε προσβολή. Προχωρώ στην είσοδο που οδηγεί στο δεύτερο περίβολο που είναι το υψηλότερο και πιο απροσπέλαστο τμήμα. Καθίζω σε μια πέτρα και κοιτώ ένα γύρο. Τα ψηλά τόξα των κορυφογραμμών του Ταύγετου, αρσενικό βουνό (17) που εποπτεύει την ευλογημένη κοιλάδα της Σπάρτης, σηκώνονται ανεμπόδιστα και λούζονται στο μεσημεριάτικο ήλιο. Από το βορρά ως το νότο ξετυλίγεται σ’ ένα απίθανο μάκρος, προβάλλοντας τα γυμνά του χιονοσκέπαστα ψηλώματα ίσαμε τα μεσούρανα, τις απρόσιτες βαθιές χαράδρες και την οργιαστική βλάστηση στα χαμηλά. Από εκεί ψηλά, κοιτάζοντας την κοιλάδα που απλώνεται πέρα, αισθάνομαι γοητευμένος από την απεραντοσύνη και την ποικιλία των χρωμάτων. Καταπράσινος ο Λακωνικός λειμώνας με τον Ευρώτα να κατεβαίνει αργά προς τη θάλασσα προβάλλοντας από τις ροδοδάφνες και τ’ άσπρα χαλίκια της κοίτης του. Ένα ίσιωμα στην ποταμιά είναι η Σπάρτη, χώρα αγαθή που γέννησε τη μεγάλη ιδιορρυθμία, τη σύζευξη ελευθερίας με την πειθαρχία.
Το μόνο πράγμα στην Πελοπόννησο που σε υποδέχεται με ευγένεια παλιού άρχοντα είναι ο Μυστράς, περιτυλίγεσαι σε μια αόρατη ρεβεράντζα, δέχεσαι μέσα σου μια μαρτυρία μυστηρίου και νοιώθεις μια ανάταση (18), κοιτώ χαμηλά και στα πόδια του κάστρου απλώνεται η παλιά Βυζαντινή πρωτεύουσα, όμως δεν είναι ώρα της ακόμα, το κάστρο με περισφίγγει, γι’ αυτό θα μιλήσω πρώτα. Το κάστρο είναι κτισμένο στα 1249 από τον πρίγκιπα Γουλιέλμο. Μετά την κατάληψη της Μονεμβασίας (19) κυρίευσε και δούλωσε όλον τον τόπον του Μωρέως, και τότε επεριπάτει από τόπον εις τόπον, ως αφέντης και πρίγκηπας όπου ήτον. Όμως τα χρόνια εκείνα στα απλησίαστα λαγκάδια του Ταύγετου ζούσε η απείθαρχη φυλή των Σλάβων Μηλιγγών, επικίνδυνα κοντά στην αγαπημένη του κατοικία. Ο Γουλιέλμος αποφάσισε πως δεν είχε άλλο τρόπο για να τους αποκόψει από το να κτίσει κάστρο για να προστατεύσει την κοιλάδα. Και από την Μονεμβασίαν εκαβαλλίκευσεν αυτός ο πρίγκηπας Γουλιάμος και ήλθεν εις Λακεδαιμονίαν, και εκεί έκαμε κονσέγιον μετά των αρχόντων αυτού και τους ηρώτησε ποιος τόπος τους αρέσει δια να κτίσει κάστρον δυνατόν και σίγουρον και εσυμβούλευσαν αυτόν, επάνω εις το βουνόν της Λακεδαιμονίας, όπου απέχει έως δύο μίλλια, εκεί να το κτίσουν ότι δεν είναι άλλος τόπος καλλιώτερος και δυνατώτερος από εκείνον. Και ήρεσέ του η βουλή τους και ο τόπος, και της ώρας ώρισε και εμαζώχθησαν μαστόροι και υπουργοί, και έφεραν πάσαν ύλην και ασβέστην και πέτρες, ξύλα και άλλην υπηρεσίαν του κτίσματος και μαζί άρχισαν και έκτισαν το κάστρον και το ετελείωσαν και το εξέφλησαν υψηλόν και ευμορφότατον, και το ονόμασε Μιζηθράν, διότι ο τόπος εκείνος έτζι ελέγεται Μιζηθράς και τα Ελληνικά λέγεται Σπάρτα (20). Ο άγνωστος ποιητής του Χρονικού του Μορέως (21) αποκαλεί το κάστρο τ’ ομορφότερο κτίσμα του ήρωα πρίγκιπά του και ιστορεί την κατασκευή του:
Κι όσον εγύρεψεν καλά τα μέρη εκείνα όλα,
ηύρεν βουνί παράξενον, απόκομμα εις όρος,
απάνω της Λακεδαιμονίας κανένα μίλιν πλέον.
Διατί του άρεσεν πολλά να ποιήσει δυναμάριν,
ώρισε απέξω το βουνί κ’ εχτίσαν ένα κάστρον,
και Μυζηθράν τ’ ωνόμασεν, διατί το εκράζαν ούτως.
Λαμπρόν κάστρον το έποικεν και μέγα δυναμάριν (22)
Η φυσική θέση του τόπου είναι εξαιρετική. Το έμπειρο βλέμμα του Γουλιέλμου έπεσε στον κωνικό λόφο πάνω από την πεδιάδα πού μερικοί λένε πως επέχει τη θέση της Ομηρικής Μέσσας (23). Προς τη δύση και το νότο απότομοι γκρεμοί τον χώριζαν από την κύρια οροσειρά του Ταύγετου. Προς το βορρά και την ανατολή, οι πλαγίες απότομες εύκολα προστατευόντουσαν. Από την κορυφή η θέα απρόσκοπτη τόσο στην πεδιάδα όσο και πίσω στην καρδιά της οροσειράς, σε δυο μεγάλες χαράδρες. Ο δρόμος για την Καλαμάτα στα βορινά, που περνούσε το στενό του Λαγκαδά, το μόνο πέρασμα από τη μια πλευρά της οροσειράς στην άλλη κατάλληλο για ιππικό, βρισκόταν σε μικρή απόσταση από τους πρόποδες του λόφου που ήταν γνωστός ως Μυζηθράς, πιθανόν γιατί έμοιαζε με το γνωστό τυρί σε σχήμα κώνου. Η παραλλαγή του ονόματος οδήγησε αργότερα στο όνομα Μυστράς διατηρημένο ως τα σήμερα. Ο λόφος ήταν μάλλον ακατοίκητος και σύμφωνα με μερικούς στην κορυφή του υπήρχε ένα μικρό παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο των βουνών. Μια λαϊκή παράδοση αναφέρει πως το κάστρο πήρε το όνομά του από ένα τέχνασμα που επινόησαν οι κάτοικοι, όταν πολύ αργότερα τους πολιορκούσαν οι Τούρκοι. Οπότε για να αποδείξουν πως τους είχαν έρθει κρυφά τη νύχτα ενισχύσεις απομάκρυναν από το κάστρο τις νέες κοπέλες, αφού τις συμβούλευσαν να περπατάνε ανάποδα, και συγχρόνως έπηξαν τυρί το γάλα των γυναικών που θήλαζαν σε δοχεία που τα κρέμασαν επιδεικτικά στα τείχη (σε άλλη παραλλαγή τα πέταξαν στο εχθρικό στρατόπεδο). Έτσι πέτυχαν να παραπλανήσουν τους Τούρκους οι οποίοι εγκατέλειψαν την πολιορκία μιας και χορτασμένο κάστρο δεν πατιέται.
Ο πρίγκιπας Γουλιάμος ήθελε να αυξήσει την επικράτειά του, ήταν πολύ φιλόδοξος. Έτσι, όταν πέθανε η πρώτη γυναίκα του (24) βιάστηκε να παντρευτεί μια αρχόντισσα Λομβαρδινή (25), που ήταν κληρονόμος στο ένα τρίτο της Εύβοιας. Σε λίγα χρόνια πέθανε και αυτή και ο πρίγκιπας διεκδίκησε την κληρονομιά της με σκοπό να επεκταθεί και στην άλλη Ελλάδα. Οι Λομβαρδοί κάλεσαν σε βοήθεια τους Ενετούς και νικήθηκε κατά κράτος, δε μπόρεσε όμως να ησυχάσει. Η τρίτη γυναίκα του, η Άννα, κόρη του Μιχαήλ της Ηπείρου, πήρε προίκα της ολόκληρη τη Θεσσαλία και ο πεθερός του την υπόσχεση του Γουλιέλμου πως θα τον βοηθήσει εναντίον των Ελλήνων της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Η μάχη της Πελαγονίας (26) που ακολούθησε ήταν καταστροφική. Ο Γουλιέλμος προσπάθησε να διαφύγει μεταμφιεσμένος αλλά τον ανακάλυψαν μέσα σ’ ένα αχυρώνα και τον αναγνώρισαν από τα πεταχτά του δόντια, μαζί του συνελήφθησαν και όλοι οι βαρόνοι του. Η μάχη έδωσε τέλος στις φιλοδοξίες των Αγγέλων της Ηπείρου και οδήγησε το πριγκιπάτο της Αχαΐας σε περιπέτειες. Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος της Νίκαιας άρχισε να παίρνει το προβάδισμα. Οδήγησε τον Γουλιέλμο και τους άλλους αιχμαλώτους βαρόνους στην αυλή του στη Νίκαια όπου γρήγορα έγινε συμπαθείς καθώς μιλούσε τα ελληνικά. Όταν το 1261 ο Μιχαήλ εισήλθε θριαμβευτής στη Κωνσταντινούπολη μετά την ανάκτησή της από τους Βυζαντινούς, ο Γουλιέλμος ήταν ένας από αυτούς που τον ακολούθησαν, ως ζωντανό λάφυρο στη θριαμβευτική είσοδο στην Πόλη των Πόλεων. Λίγους μήνες αργότερα ο Μιχαήλ πρότεινε στο Γουλιέλμο να τον αφήσει ελεύθερο αρκεί να του παραδώσει τα κάστρα της Μονεμβασίας, της Μάινας (Μάνης) και του Μυστρά, που ήταν προσωπική του περιουσία. Ο Γουλιέλμος αποδέχθηκε τους όρους με την προϋπόθεση πως θα τους επικύρωνε η Κούρτη (27) του πριγκιπάτου. Το καλοκαίρι του 1261 η πρόταση των Βυζαντινών έφτασε στην Πελοπόννησο. Η Κούρτη συνήλθε στο Νύκλι (28) αποτελούμενη από τις γυναίκες των αιχμαλώτων αρχόντων ή τις χήρες όσων είχαν αποθάνει, μαζί μ’ αυτές μόνο δυο ηλικιωμένοι άντρες. Όπως ήταν φυσικό, σ’ ένα τέτοιο συνέδριο συγκροτημένο μ’ αυτούς τους όρους, επρόκειτο να επικρατήσει το αίσθημα περισσότερο από τους πολιτικούς λόγους. Μάταια ο παριστάμενος Γκύ ντε λα Ρος Δούκας της Αθήνας, ισχυρίστηκε με συμβολική γλώσσα πως κάλλιον ήτον να απόθανεν εκείνος μοναχός του, παρά να χάσουν οι λοιποί Φράγκοι του Μορέως τα ιγονικά που κέρδισαν με κόπο οι γονείς τους. Αργά το φθινόπωρο, ο Γουλιέλμος Βιλλαρδουΐνος επέστρεψε μαζί με τους αρχόντους του, αφ΄ ού πρώτον ωρκίσθη πίστιν εις τον αυτοκράτορα ως υποτελείς αυτού. Στους πύργους του κάστρου του Μυζηθρά τα Φραγκικά γκόνφαλον (29) έδωσαν τη θέση τους στους δικέφαλους (30) των Βυζαντινών. Η κεφαλή, ο Βυζαντινός διοικητής, στάλθηκε στη Μονεμβασιά αλλά ο Μυστράς γρήγορα αναδείχθηκε ως κέντρο. Οι Έλληνες συφαμελοί ανέβαιναν να φωλιάσουν κάτω από το κάστρο κτίζοντας πυργόσπιτα και εκκλησίες καθώς βρήκαν προστασία, νερά που αφθονούσαν, την έδρα της Ιεράς Μητρόπολης και διακυβέρνηση από ομοεθνείς και ομόθρησκους. Λίγο αργότερα οι Φράγκοι προσπάθησαν να πάρουν πίσω το κάστρο. Απο δε του βράχου του Μυστρά, έβλεπεν η αυτοκρατορική φρουρά τους υψηλούς Φράγκους ιππότας διιπεύοντας μετά του μεγαλοπρεπούς αυτών κυρίου την πεδιάδα του Ευρώτα, όπως μεταβώσιν εις την προσφιλή έδρα του ηγεμόνος, την Λακεδαιμονίαν. Ο Λατίνος Επίσκοπος είχε διαβεβαιώσει το Γουλιέλμο πως δε δεσμεύεται από τον όρκο του καθώς τον έδωσε στο σχισματικό Παλαιολόγο. Έτσι άρχισε ένας πόλεμος που κράτησε με τα μεσοδιαστήματα δυο αιώνες κατά τη διάρκεια των οποίων η Βυζαντινή δύναμη μεγάλωνε και η Φραγκική μειωνόταν.
Η Πολιτεία και το Δεσποτικό
Από το ολόδροσο χωριό του Νέου Μυστρά, με τα φουντωτά περιβόλια, τον πλάτανο της μικρής πλατείας και τις παλιές βρύσες, που μια από τις παλαιότερες είναι η βρύση του Κρεβατά χτισμένη από το 1300, ξεκινώ το επόμενο πρωί. Η φωτιά στο τζάκι της ταβέρνας του Γιώργου στην πλατεία έχει από ώρα φουντώσει και το καφεδάκι με ενισχύει πριν αποφασίσω να κινήσω για την πολύωρη περιήγηση στο χθες. Λίγο έξω από το χωριό περνώ ένα λιθόκτιστο γεφύρι. Κάτω απ΄ αυτό τρέχει ο Παντελεήμονας, ένας χείμαρρος που κατρακυλάει κατεβαίνοντας από μια κοφτή χαράδρα πίσω από το Φράγκικο κάστρο. Το κάθετό της κόψιμο δείχνει ακόμα πιο απότομο το βουνό του Μυζηθρά. Σε λίγο βρίσκομαι σε μια άλλη πολιτεία. Αρχίζουν τα κάστρα, τα ερείπια των παλατιών, οι εκκλησίες, τα κυπαρίσσια και το παραμύθι το μεσαιωνικό αρχίζει να πλέκεται. Καμιά από τις μεσαιωνικές πολιτείες του κόσμου, και ονοματίζει το Τολέδο, την Καρκασόνη, την Άβιλα και αρκετές άλλες ο Κώστας Ουράνης (31), δεν έχει καθώς λέει την ποιητική, την παραμυθένια ατμόσφαιρα του Μυστρά. Όλες αυτές οι πολιτείες του παρελθόντος είναι λίγο πολύ μελαγχολικές, και δε τις αφήνει κανείς χωρίς κρυφή ανακούφιση. Και τούτο γιατί δεν είναι νεκρές, αλλά πεθαίνουν, γέρικες και ξεπεσμένες, απελπιστικά αργά. Αντίθετα ο Μυστράς έχει πεθάνει άξαφνα, εν πλήρη ζωή, όπως η Πομπηία με την οποία μοιάζει. Δεν έζησε για να ξεπεραστεί και να χάσει μέσα στο απορροφητικό παρόν το χαρακτήρα και την παλιά ατμόσφαιρα. Υπάρχουν και άλλα μεσαιωνικά ερείπια στην Ελλάδα, κάστρα, λογιών λογιών δυναμάρια, πύργοι, οχυρά φυλάκια. Πουθενά δεν υπάρχει δεύτερος Μυστράς. Αυτός είναι το μοναδικό μας απομεινάρι Βυζαντινής πόλης. Φαίνεται κτισμένος βιαστικά ωσάν να πλησίαζαν οι εχθροί και να μην περίσσευε καιρός για παστρική δουλειά, μια οχυρή πόλη σε τρία επίπεδα. Στο κάστρο της κορυφής είχε την έδρα του ο στρατηγός. Στη Χώρα, στο δεύτερο επίπεδο προς τη βορινή κυρίως πλευρά το συγκρότημα των παλατιών και οι δημόσιες υπηρεσίες. Και στο τρίτο επίπεδο, την περιτειχισμένη επίσης κάτω Χώρα, κτίστηκαν τα περισσότερα αρχοντικά με πιο γνωστά το σπίτι του Φραγκόπουλου, του Λάσκαρη και τ’ αρχοντικά των Κρεββατάδων αλλά και οι σημαντικότεροι ναοί. Ένας λαβύρινθος από ερείπια με δυο χιλιάδες σπίτια που έχασαν τις σάρκες τους και απόμειναν σκελετοί. Ο ξεπεσμός στους ανθρώπους φέρνει λύπη, τ’ άψυχα όμως τα κάνει συμπαθέστερα. Δεξιά και αριστερά του κεντρικού δρόμου, που μόλις έχει φάρδος δύο μέτρα, πλήθος κατοικίες ρημάζουν και φράχτες που τους αγκαλιάζουν βρόχια φρέσκου κισσού. Η Μαρμάρα στα ριζά του Μυστρά, είναι ο ακραίος σταθμός της σωματικής ευφροσύνης. Από εκεί και μετά αρχίζει το σκαρφάλωμα, η περιπλάνηση ανάμεσα σ΄ ένα κόσμο θλιβερού και σιωπηλού μεγαλείου καθώς βγαίνεις από τις καστρόπορτες, στο στρίψιμο ενός δρόμου, στο πλάτωμα μιας εκκλησιάς, καθώς στρέφεις τα μάτια προς το πράσινο φύλλο του κάμπου του Ευρώτα. Εδώ στα χαμηλά, στην αρχή της κάτω Χώρας του πολίσματος στρέφω το βλέμμα ψηλά στο καστέλι. Σαν αγιογραφία έλαμπε στο πρωινό φως, γεμάτη μαύρα κυπαρίσσια και ηλιοψημένες εκκλησίες και αόρατες γαλάζιες παρουσίες ο Μυστράς. Ο ιερός αυτός λόφος, όπου γεννήθηκε η Νέα Ελλάδα, έχει φανερές και μυστικές γοητείες. Η περιπλάνηση μέσα στους πετρώδεις και ανηφορικούς δρομάκους συνέχισε το παραμύθι, αντί να διαλύσει τη μαγεία του. Νομίζεις στην αρχή πως οι πέτρες δεν είναι νεκρές, τα ερείπια πως δεν είναι σιωπηλά και τα παλάτια γεμάτα άρχοντες και πολεμιστές. Στην εποχή της ακμής χιλιάδες ήταν οι κάτοικοι. Ο περιώνυμος αποδημητής Κυριάκος ο Αγκωνίτης (32) επισκέφτηκε το Μυστρά το 1437. Εύρε δε εν αυτώ λαόν οικούντα εν αυτώ, του οποίου η σωματική ευρωστία υπεμίμνησκε τους προγόνους και εθαύμασε την ηράκλειαν ρώμην νεανίου, όστις είχε ζωγρήσει κάπρον παρά τον Ευρώταν.
Προχωρώ ψηλότερα στην απάνω πόλη που έμεναν οι Δεσπότες του Μορέα με τους τιτλούχους της Αυλής, σπαθάριους, συγγέλους, πρωτοβεστιάριους. Περνώ από δρομάκια με μυτερό, σκληρό καλντερίμι, τύραννος των ποδιών. Εδώ και εκεί μερικά αρχοντόσπιτα διατηρούνται. Η μάνητα του πολέμου και του χρόνου σάρωσε για πάντα ένα ιστορικό παρελθόν και οι αναστηλωμένες περίλαμπρες εκκλησίες δημιουργούν μιαν ατμόσφαιρα μυστηριακή όπου αναδεύονται θρύλοι και γεγονότα από ένα παρελθόν τόσο μακρινό μα και τόσο κοντινό στην ιστορική μνήμη. Και αν έχεις λίγο φαντασία δεν είναι δύσκολο να δεις το βυζαντινό λάβαρο να κυματίζει στο θεόρατο τετράγωνο πύργο που παραστέκει την πύλη του εξωτερικού περιβόλου, ούτε είναι δύσκολο να νομίσεις πως ξαφνικά όλα ζωντάνεψαν στη νεκρή πολιτεία και πως κατάφραχτοι Φράγκοι ιππότες πάνω σε χρυσοφάλαρα άτια και Βυζαντινοί στρατηγοί θα προβάλλουν από τα χορταριασμένα καλντερίμια και θα παρελάσουν μπρος στα έκθαμβα μάτια σου μαζί με Βενετσιάνους τροβαδούρους και γλεντζέδες σαλτιμπάγκους Τρομπέτες, πολύχρωμα φλάμ (33), άλογα, στολές, κράνη και κοντάρια ανακατεύονται στο διψασμένο μυαλό πάνω στα λιθόστρωτα. Στις αψιδωτές πύλες αντηχεί το κροτάλισμα των καβαλαραίων μαζί με τη μουρμούρα των κυράδων, και τη μυρμηγκιά των βιλλάνων και των κολίγων.
Τι σημασία έχουν οι χρονολογίες; Ο Μυστράς χωρίς ζωή ζει μια αυταπάτη και ένα θρύλο. Έχει τη μυστηριώδη εκείνη ατμόσφαιρα που διατηρεί η σκηνή του θεάτρου μετά την παράσταση. Τα πολεμικά του τείχη, τα σπίτια του που ανηφόριζαν προς το Δεσποτικό, με τις εκκλησίες και τους περήφανους πύργους λουσμένους διάφανο φως, εμφανίζονται σαν εικόνα εικονογραφημένου βιβλίου παιδικών παραμυθιών. Έχω σταθεί στη πλατεία μπρος στο Δεσποτικό, στο συγκρότημα των παλατιών. Ερείπια μέχρι πριν μερικά χρόνια κείτονταν τα άλλοτε θαυμαστά κτίσματα και μισογκρεμισμένοι τοίχοι θύμιζαν αμυδρά την πρόσκαιρη ανθρώπινη δόξα και δύναμη. Σήμερα οι σκαλωσιές από τα έργα αναστήλωσης περιζώνουν το κτίριο που ανακτά με αργούς ρυθμούς την πρότερη μεγαλοπρέπειά του. Στα βόρεια της πλατείας της πόλης, σε ένα άνδηρο, χτίστηκε αρχικά από τους πρώτους στρατηγούς, ένα ορθογώνιο οικοδόμημα και λίγο πιο μακριά τα μαγειρεία με τις υπόγειες δεξαμενές τους. Χτίσματα με αυστηρές προσόψεις και ελάχιστα δυτικότροπα λογχόσχημα παράθυρα. Στον περίβολο τους μπαίνουμε, αφού περάσουμε κάμποσα χορταριασμένα χαλάσματα, από την πύλη της Μονεμβασιάς, που έκλεινε νοτιοανατολικά τον πύργο και τα τείχη της πάνω Χώρας, όπως και η πύλη του Ναυπλίου στη βορειοδυτική πλευρά. Κατόπιν οι πρώτοι Δεσπότες από τον οίκο των Καντακουζηνών συνέδεσαν τα δύο χτίρια και έχτισαν στην προέκτασή τους προς τα δυτικά μια διώροφη κατοικία που περιελάμβανε πολλές αίθουσες και στα βόρεια είχε μια ανοιχτή στοά η οποία ανοιγόταν προς την κάτω Χώρα και τον Ευρώτα. Τέλος οι Δεσπότες από τον οίκο των Παλαιολόγων έχτισαν στα δυτικά της πλατείας σε ορθή γωνία ένα μεγάλο τριώροφο κτίριο μπροστά στο οποίο ανοιγόταν στα ανατολικά μια μακριά διώροφη ανοιχτή στοά που στήριζε ένα μπαλκόνι μπροστά από την ευρύχωρη αίθουσα του θρόνου, η οποία κατείχε όλο το μήκος του κτιρίου. Τα παράθυρα της αίθουσας επιστέφονται από οξυκόρυφα τρίλοβα τόξα. Ψηλά οι τοίχοι έφεραν κυκλικούς φεγγίτες. Το παλάτι οι ντόπιοι το λέγανε σαράγι της βασιλοπούλας, σ’ αυτά τ΄ αθεώρατα σαράγια γυρίζει τις νυχτιές η Παλαιολογίνα μ’ ανεμιστούς απολοκαμούς (34). Η αίθουσα του θρόνου των Παλαιολόγων ήταν μικρογραφία των ανακτόρων των Βλαχερνών στη Βασιλεύουσα, περιώνυμων για τις τελετές τους. Με τριάντα τρία μέτρα μάκρος και πλήθος παράθυρα διατηρεί ακόμα την κόγχη όπου ήταν ο θρόνος, όπως και τα κουφώματα από όπου περνούσε μέσα η ζέστη όταν άναβαν στα κάτω διαμερίσματα τα τζάκια στη γραμμή για να θερμαίνεται το παλάτι τις κρύες χειμωνιάτικες νύκτες που ο Ταύγετος δεν αστειεύεται. Θα αναδειχθεί, λένε, στο αλλοτινό μεγαλείο η αίθουσα μετά το τέλος των έργων (35). Θα μπορούμε να φανταστούμε πως ήταν όταν το κατοικούσαν οι Παλαιολόγοι που είχαν μεταφέρει στο Μυστρά τις πολυτέλειες και την εθιμοτυπία της Βυζαντινής αυλής, τις δέσποινές τους με τις βαρύτιμες μεταξωτές εσθήτες και τα πλούσια φανταχτερά κοσμήματα, τους αυλικούς και τους σωματοφύλακές τους. Στα γιορτάσια θα φωταγωγούσαν όλη τη πλατεία και οι μυρωδιές από τις κουζίνες θα έφταναν σίγουρα ως έξω.
Είναι αλήθεια πως οι Βυζαντινοί μαγειρεύανε πολλά λαδερά, αγαπούσαν τα κρεμμύδια κι’ έπιναν το κρασί ρετσινάτο, αλλά τα παλάτια τους ήξεραν να τα γεμίζουν λουλούδια, μυρουδιές και κομψές γυναίκες. Οι Βυζαντινές πατρικίες άφησαν εποχή. Πολύ πριν ξυπνήσει η Ιταλία, η Βυζαντινή χειροτεχνία την είχε πλημμυρίσει με κοσμήματα, κρύσταλλα, σμάλτα και υφάσματα, τις έδιναν μαθήματα γούστου. Μολονότι ήμερος ο μεσαιωνικός ελληνισμός στάθηκε εν τούτοις προμαχώνας εναντίον των βαρβάρων. Επί χίλια χρόνια οι στρατοί του περιφέρανε νικηφόρες τις αυτοκρατορικές σημαίες από την ανατολή στη Δύση. Ούννοι και Βάνδαλοι που διέλυσαν τη Ρώμη, τσακίστηκαν απάνω του. Τα όπλα του Αλέξανδρου είχαν απαλλάξει για εκατοντάδες χρόνια την ανατολική Μεσόγειο από κάθε ασιατικό κίνδυνο. Τελικά η ιστορία επαναλήφθηκε, το Βυζάντιο ανέλαβε σε πλατύτερη σκηνή το ρόλο των αρχαίων Αθηνών και Σπάρτης. Η διάλυση του Σασσανιδών αποδυνάμωσε όμως το κράτος. Οι Άραβες, οι Σελτζούκοι ακολούθησαν δοκιμάζοντας συνεχώς τις δυνάμεις του. Επτακόσια χρόνια προσπαθούσαν οι Τούρκοι να βάλουν πόδι στην Βαλκανική, μα τους εμπόδιζε. Έτσι έδωσε καιρό στην Ευρώπη να δυναμώσει και όταν το Βυζάντιο έπεσε η Δύση ήταν ώριμη να το διαδεχθεί. Στο μακρύ του βίο συχνά είδε αναγεννήσεις και περιόδους λαμπρότητας, συχνά πάλι έφτασε στο χείλος της αβύσσου. Πολίτισε απαράλλαχτα όπως οι αρχαίοι Έλληνες πολλούς λαούς, Σλάβους και Ασιάτες, Αρβανίτες και Ρουμάνους. Για να το σωριάσουν οι εχθροί του, έπρεπε να σαπίσει από την πολυκαιρία. Και το δράμα του θανάτου άρχισε από εδώ, από το Μυστρά.
Συ εκλεκτός, Συ άξιος, Συ σεβαστός, Συ ευσεβής
Ο Δεσπότης Θεόδωρος (36) πάθαινε κρίσεις μελαγχολίας, δεν τα πήγαινε καλά με την Ιταλίδα γυναίκα του (37), οι δολοπλοκίες του Μυστρά φαίνονταν σ΄ αυτόν ματαιότητα και η ζωή του μοναστηριού καλύτερη από του ηγεμόνα. Σε μια από αυτές τις κρίσεις ανακοίνωσε την πρόθεσή του να μπει σε μοναστήρι και να παραδώσει την αρχή στον δραστήριο Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης (38) που καθόταν στο θρόνο, δέχτηκε την πρόταση και στα 1427 έφτασε στο Μοριά με τον Κωνσταντίνο και τον πιστό του Φραντζή, (39) για να εγκαταστήσει το νέο Δεσπότη. Αλλά όταν έφτασε η ακολουθία είδε πως ο Θεόδωρος, όπως όλοι οι ηγεμόνες που αγαπούν στη θεωρία την ιδιωτική ζωή αλλά στην πράξη δεν αφήνουν τις χαρές της εξουσίας, είχε αλλάξει γνώμη. Οι ντόπιοι άρχοντες δεν δέχτηκαν την παραίτηση του πιστού τους Δεσπότη. Έτσι παρουσιάστηκε η ανάγκη να τακτοποιηθεί ο Κωνσταντίνος που είχε στη κατοχή του μερικές πόλεις στη Μαύρη θάλασσα, με παραχώρηση νέων αλλού. Αυτό οδήγησε στην κατάκτηση του Φράγκικου Μοριά.
Δεκέμβριο του 1427 ήρθε ο Κωνσταντίνος Δραγάσης Παλαιολόγος στη Πελοπόννησο. Ήταν τότε 22 χρονών, δραστήριος, οξύτατος την αντίληψη, καλά γραμματισμένος, φιλόδοξος. Βρήκε την Ελλάδα γερασμένη, ενώ οι καιροί μένανε πάντα νέοι. Οι Τούρκοι με τον σουλτάνο Μουράτ έστηναν τότε τις σκηνές τους στην Ουγγαρία. Κανείς δεν μπορούσε να τους σταματήσει. Τα δυνατά κάστρα του Μοριά χρόνια τώρα πρόσμεναν να ‘ρθει ένας αφέντης να διώξει τους Φράγκους, μα όσους χρόνους πρόσμεναν τόσες φορές δεν είχαν έλθει. Τούτος ο νιος, ο καινούργιος Δεσπότης, άραγε να ήταν ο λυτρωτής; Ήταν. Αποδείχτηκε ήρωας γιατί αγάπησε κάτι πιο μεγάλο από τη δύναμή του, να σώσει την Αυτοκρατορία που δε βαστιόταν πια πουθενά. Αν τύχαινε να πάρει το κράτος στ’ άξια χέρια του πριν εξαντληθεί σε τέτοιο βαθμό θα είχε κάνει θαύματα. Μόλις πατά το πόδι του στο Μυστρά παίρνει το Αίγιο, την Καλαμάτα, το Χελμούτζι, τη Μάνη, διώχνει τους Φράγκους από τη Πελοπόννησο. Παντρεύεται την όμορφη Θεοδώρα Τόκκου (40) πολιορκώντας την Πάτρα, στο στρατόπεδο, μη έχοντας καιρό να κάνει βασιλικούς γάμους. Αφού οργάνωσε τον τόπο με γοργότητα, έκτισε τα τείχη του Ισθμού και πέρασε στη Ρούμελη ελευθερώνοντας από τους Τούρκους Βοιωτία και Θεσσαλία. Φθάνει ως τον Όλυμπο με την βοήθεια των Βλάχων. Μα βάστηξε τούτη η γιορτή λίγο, ως το Πάσχα. Ο λαός είχε χάσει το θάρρος του και την όρεξη του πολέμου, δεν έβλεπε πέρα από τα χωράφια του. Ονόμαζαν Δράκο για την παλικαριά του τον Παλαιολόγο, τον θαύμαζαν, μα τον εγκατέλειψαν. Ξαναγύρισε λοιπόν ο Κωνσταντίνος νικημένος πίσω στο Μυστρά. Εκεί, μόλις έγινε λίγη ησυχία, άνθισαν πάλι ακράτητα τα Ελληνικά γράμματα. Κάνοντας σχέδια αναστάσεως της δοξασμένης Σπάρτης, τον βρήκε η πρεσβεία που ήρθε μετά το θάνατο του Ιωάννη από την Πόλη ινα ως βασιλέα στέψει τον Δεσπότη Μορέα κυρ Κωνσταντίνον. Η στέψη αυτή έγινε στη Μητρόπολη, στον Άγιο Δημήτριο (41)....
Στις έξι του Γενάρη. Ναι, στις έξι του Γενάρη θα στεφθεί Αυτοκράτορας. Ο ήχος από τις καμπάνες, που χτυπούσαν χαρμόσυνα όλες μαζί, τα πλούσια φορέματα των αρχόντων, οι γυαλιστερές στολές των οφικιάλιων, το φως από τα κεριά και τις καντήλες, τα ιερά άμφια του Μητροπολίτη και των παπάδων, που, καθώς έψελναν, κουνιόντουσαν και σκόρπιζαν χρυσές, πράσινες και κόκκινες φωτιές τριγύρω τους, η κατάνυξη του εκκλησιάσματος, που άκουγε τα ιερά λόγια που τόσες φορές είχαν ειπωθεί στη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, στις στέψεις των Αυτοκρατόρων, και πρώτη φορά ακούγονταν εδώ, τον έκαναν να νοιώθει δάκρυα ν΄ ανεβαίνουν στα μάτια του. Άξιος Άξιος Άξιος, Δόξα εν Υψίστοις Θεώ και επί γης Ειρήνη. Φωνή που επαναλήφθηκε τρεις φορές από το αρχοντολόι και τρεις από το λαό. Οι άρχοντες γιόρταζαν, οι ιερείς το ίδιο, το ίδιο και ο λαός. Εκείνος όμως, ο εστεμμένος Αυτοκράτωρ, ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος ζούσε κι εκείνος τη μεγάλη στιγμή της στέψης. Τη ζούσε όμως όχι όπως οι άλλοι. Δεν έβλεπε γιορτάσι, δεν έβλεπε χαρά. Δεν ένοιωθε τα στήθη του να φουσκώνουν από περηφάνια, που τώρα γινόταν ο πρώτος της Αυτοκρατορίας. Το στέμμα τ’ ένιωθε βαρύ. Ο πορφυρός χιτώνας έμοιαζε σαν κάτι αφόρητο. Το φόρεσε και άκουσε τις ευχές του λαού, είδε μάτια δακρυσμένα γύρω του και το στήθος του φούσκωσε από ένα δύσκολα κρυμμένο στεναγμό. Όλοι αρχοντολόι και λαός, περίμεναν τα πάντα από εκείνον. Περίμεναν τα θαύματα, περίμεναν ένα ξαναζωντάνεμα. Περίμεναν.. Περίμεναν..
Περίμεναν το μάνα από τον ουρανό, ενώ κανείς τους δεν θα κούναγε το χέρι του να τον βοηθήσει. Κανείς σχεδόν δεν θα παρουσιαζόταν αυθόρμητα να πυκνώσει τις τάξεις του στρατού του, κανείς δε θα άνοιγε τα σκοτεινά δώματα, που φύλαγε τους θησαυρούς του να δώσει για την Αυτοκρατορία που χαροπάλευε και ψυχορραγούσε. Οι ιερείς έψελναν και φορούσαν χρυσά άμφια στολισμένα με πολύτιμες πέτρες. Οι μοναχοί ντυμένοι με τ’ απλά τους μαύρα ρούχα, έμοιαζαν φτωχοί. Τα μοναστήρια τους όμως ήταν γεμάτα χρυσάφι και ασήμι, που θα μπορούσαν να στυλώσουν στα πόδια της την Αυτοκρατορία, που θα έδιναν τα μέσα στους βασιλικούς ταρσανάδες να χρίσουνε καινούρια πλοία, που θα αγόραζαν καινούργιους μισθοφόρους από τη Δύση, μιας και οι Ρωμιοί δεν ήθελαν τον πόλεμο. Τα μάτια του πορφυροντυμένου Κωνσταντίνου ανέβηκαν ψηλά στον Παντοκράτορα, που κοίταζε αυστηρός από τον τρούλο το εκκλησίασμα και στα χείλη του σχηματίσθηκε βουβά μια ικεσία: Κύριε, βοήθησέ με, να κρατήσω ως το τέλος το βαρύ φορτίο που επωμίσθηκα. Του Κωνσταντίνου, του Μεγάλου Βασιλέως και Αυτοκράτορος, πολλά τα έτη.... (42)
Τα τέσσερα χρόνια που του έμελλε να ζήσει ως Αυτοκράτορας ήταν μια μαρτυρική αγωνία. Οι Τούρκοι είχαν πάρει όλη την ύπαιθρο, μόνο η Πόλη έμενε Ελληνική. Προσπάθησε να οργανώσει αυτό το απομεινάρι πριν πέσουν πάνω του οι Τούρκοι, μα κανείς δεν τον βοηθούσε, ούτε η Ευρώπη, ούτε οι ντόπιοι. Σ’ ένα γράμμα του προς τον Φραντζή λέει: Τίνα δύναμαι συμβουλεύεσθαι; Μετά μοναχών και των τοιούτων; Απράγμονες εισί (43). Πολέμησε σα λεοντάρι με 5.000 στρατιώτες ενάντια 200.000 γενιτσάρων, αλλά ύστερα από δύο μηνών πολιορκία σκοτώθηκε με το σπαθί στο χέρι, ξημερώματα της 29 Μαίου 1453, αθάνατος στο θάνατό του. Ο ηρωισμός του πρώην Δεσπότη του Μοριά έγινε θρύλος και ζωογόνησε τους ραγιάδες κατά τους ατελείωτους χρόνους της σκλαβιάς καθώς το παράδειγμά του κράτησε ακοίμητη την εθνική συνείδηση. Η ιστορία γεμίζει με πυκνές σελίδες όλη την τραγική περίοδο, από την πρώτη ίσαμε την τελευταία άλωση. Από το 1249, που κτίστηκε το κάστρο, ως το 1449, που πέθανε ο Ιωάννης Η’ και ήρθαν στο Μυστρά με τη συναίνεση του σουλτάνου Μουράτ, ο Αλέξιος Λάσκαρης Φιλανθρωπηνός και ο Μανουήλ Παλαιολόγος Ιάγρος για να δώσουν το θλιβερό στέμμα της ετοιμοθάνατης Αυτοκρατορίας στο δεσπότη του Μοριά κυρ Κωνσταντίνον Παλαιολόγον, ο Μυστράς μένει το τελευταίο προπύργιο του ελληνικού κόσμου (44) στην έσχατη απόληξη της ηπειρωτικής Ελλάδας, σ’ ένα τόπο που τον διαπερνά η προαιώνια παράδοση της δωρικής αρετής. Στο διάστημα αυτό ο Μυστράς δεν είναι μονάχα ένα τελευταίο χαράκωμα, είναι πολύ περισσότερο ένα εθνικό κέντρο, που ανθίζουν τα γράμματα, μια ελληνική αναγέννηση, ένα αντιστάθμισμα που ανακουφίζει την πληγωμένη ψυχή του έθνους.
Τα γράμματα και η γέννηση της Νέας Ελληνικής συνείδησης
Ζούσε τότε ένας άνθρωπος που είχε τη τέλεια συνείδηση, πως κάτι περισσότερο από τα τείχη ήταν αναγκαίο για να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία. Ο φιλόσοφος, Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων (45). Στην Κωνσταντινούπολη που οι κλασικές σπουδές γνώριζαν άνθηση, μυήθηκε στην Πλατωνική σκέψη. Αργότερα (46) η αναζήτηση της γνώσης τον οδήγησε στην Ανδριανούπολη, πρωτεύουσα του Μουράτ Α’, που επιδεικνύοντας πνεύμα ανεξιθρησκίας την είχε καταστήσει πνευματικό κέντρο. Παράλληλα ο Μυστράς ήταν περισσότερο από 150 χρόνων πόλη. Και όπως το Βυζάντιο είχε περιοριστεί σε λίγα νησιά και σε μια μικρή περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη, η επαρχία του Μοριά είχε αποκτήσει σημασία που ποτέ πριν δεν είχε γνωρίσει. Έτσι ο Πλήθων εγκαταστάθηκε (47) στη Λακεδαιμονία της οποίας έμελλε να καταστεί το κόσμημα (48). Στο Μυστρά διαμόρφωσε το στοχασμό του, εκεί συνέγραψε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, εκεί δίδαξε και εκεί επιχείρησε να θέσει σε εφαρμογή το πρόγραμμά του. Μπορούμε να υποθέσουμε πως η επιλογή της διαμονής του ξάφνιασε τον κομψευόμενο Βυζαντινό κόσμο που δε μπορούσε να θεωρήσει τη ζωή βιώσιμη παρά μόνο στη Θεοφύλακτη (49). Ο Γεμιστός υπέβαλλε τα σχέδιά του για την αναγέννηση της Πελοποννήσου στον Αυτοκράτορα (50). Τόνιζε τον Ελληνισμό της χώρας αλλά δε βρήκε όλα τα πράγματα ωραία καθώς ούτε η οχυρή φυσική θέση, ούτε το τείχος του Ισθμού θα μπορούσαν να προσφέρουν προστασία χωρίς δραστικές μεταρρυθμίσεις. Για το φιλόσοφο το ριζικό λάθος του συστήματος της στρατιωτικής υπηρεσίας βρισκόταν στο ότι αυτοί που πλήρωναν φόρους ήταν υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν τις γεωργικές τους ασχολίες για να στρατευθούν. Οι συνεχείς στρατεύσεις πότε από αφορμή τις εμφύλιες διαμάχες πότε τις επιδρομές, έκαναν τους στρατευμένους μέρα με τη μέρα απρόθυμους. Αυτό εξηγούσε το γιατί είχε θεωρηθεί απαραίτητη η στρατολογία ξένων μισθοφόρων για την άμυνα, σχέδιο που προκαλούσε αύξηση της φορολογίας και που αποδεικνυόταν ακατάλληλο σε περίπτωση ανάγκης. Για να διορθωθεί το κακό ο Γεμιστός πρότεινε, κατά το πνεύμα της δικαιοσύνης, διαίρεση των αγαθών της χώρας σε ίσα μέρη σύμφωνα με τις τρεις τάξεις, αυτών που καλλιεργούσαν τη γη, αυτών που ήταν παραγωγοί της και αυτών που προσέφεραν υπηρεσίες ασφαλείας, στη τελευταία περιλαμβάνονταν οι στρατιώτες, οι άρχοντες και η αυλή. Η πρώτη τάξη ήταν από όλες η πολυανθρωπότερη, οι χωρικοί δηλαδή (51), που θα έπρεπε να απαλλαχθούν από τα καταναγκαστικά έργα και από την υποχρέωση να πληρώνουν διάφορους φόρους συχνά πυκνά σ΄ ένα στράτευμα εισπρακτόρων Σ’ ένα μέρος της αντιπαραγωγικής τάξης, τον κλήρο, ελάχιστη εύνοια έδειχνε ο ανορθόδοξος φιλόσοφος, που τις εμπνεύσεις του τις αντλούσε από το Πλάτωνα παρά από τους πατέρες της εκκλησίας. Στους μοναχούς που τοις φιλοσοφείν μεν φάσκουσι τούτοις, επί δε τούτω τω προσχήματι τα πολλά των δημοσίων καρπούσθαι αξιούσιν, αρνιόταν και την ελάχιστη βοήθεια από τα έσοδα του κράτους. Αυτοί όπως έλεγε κατασκεύαζαν εαυτοίς αργήν και κηφηνώδη έξιν και γι αυτό δεν ήταν άξιοι προνομίων παρά του να μένουν οι κτήσεις τους ελεύθερες φόρου. Δεν είναι παράξενο που αυτή η επίθεση εναντίον τους έγινε αφορμή να ξεσπάσει πάνω του φοβερή η οργή του κλήρου (52). Προχωρώντας περισσότερο πρότεινε την εθνικοποίηση της γης, μέτρο που όπως πίστευε άριστην αν επανόρθωσιν σχοίη Πελοποννήσου τα πράγματα. Αλλά ο μεταρρυθμιστικός του ζήλος δεν περιοριζόταν στο ζήτημα της άμυνας. Πρότεινε μια τελωνειακή ζώνη στο Εξαμίλι (53) εναντίον των ξένων. Χώρα σαν την δική μας, έλεγε στους αλληλογράφους του, είναι ουσιαστικά αγροτική. Αυτή είναι η κυριότερη απασχόλησή μας, μπορούμε να παράγουμε στη Πελοπόννησο όλο όσα μας χρειάζονται εκτός από σίδερο και όπλα, και θα είμαστε πολύ καλύτερα χωρίς ξένα αγαθά. Βλέποντας πως η χερσόνησος παράγει μαλλί, λινάρι, βαμβάκι συνηγορούσε να καθιερωθεί μεγάλος εξαγωγικός φόρος 5% και πρότεινε την κατάργηση του χρήματος! Τέλος έστρεψε την προσοχή του στην μεταρρύθμιση του ποινικού κώδικα καθώς θεωρούσε το ίδιο αξιοκατάκριτη και την υπερβολική ωμότητα και την υπερβολική επιείκεια. Η πρότασή του φυσικά απορρίφθηκε. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ ήταν πρακτικός άνθρωπος που γνώριζε πως δε ζει στη πολιτεία του Πλάτωνα αλλά στη μέση της τρυγιάς (54). Ο φιλόσοφος όμως εξακολούθησε να απολαμβάνει την εύνοια της Αυτοκρατορικής οικογένειας. Όταν ο Αυτοκράτορας Ιωάννης επισκέφτηκε το Μοριά το 1428 τον συμβουλεύτηκε για την ένωση των εκκλησιών και επικύρωσε την παραχώρηση κτημάτων σ’ αυτόν (55). Αργότερα του ζήτησε να λάβει μέρος στην αντιπροσωπεία που συμμετείχε στη σύνοδο της Φεράρας (1438) και στη σύνοδο της Φλωρεντίας (1439) για την ένωση των εκκλησιών.
Η Ιταλική περίοδος του φιλοσόφου υπήρξε από τις σημαντικότερες της δράσης του. Η συμμετοχή του στην αντιπροσωπεία της Ανατολικής εκκλησίας παραμένει πάντως δυσεξήγητη. Ενώ ακόμα ήταν στο Μυστρά είχε εκφραστεί απαισιόδοξα για την επιτυχία του εγχειρήματος. Η σκέψη του εξάλλου ήταν ήδη προσανατολισμένη στην κατεύθυνση ενός κόσμου στον οποίο ο Χριστιανισμός αποτελούσε παρελθόν που έπρεπε να υπερκεραστεί ως μια μακρά παρένθεση προκειμένου ο Ελληνισμός να επανέλθει στις ρίζες του και να γνωρίσει πραγματική αναγέννηση. Παρά ταύτα συμμετείχε στις προπαρασκευαστικές εργασίες για την ένωση και όχι μόνο αυτό αλλά όπως μαρτυρεί ο Σιλβέστρος Συρόπουλος, ο οποίος διέσωσε τα πρακτικά της συνόδου, πολλά από τα επιχειρήματα των Λατίνων τα αναίρεσε ως σοφιστείες και συνέβαλε στο να μην υποκύψουν σε ατιμωτικές υποχωρήσεις οι ιεράρχες της Ανατολικής εκκλησίας. Ο ίδιος πάντως δεν προσυπέγραψε τα πρακτικά της ένωσης (56). Στη Φλωρεντία μπόρεσε να κάνει κάτι ουσιαστικότερο, ενέπνευσε τον ερωτά του για τον Πλάτωνα σε ένα κόσμο λογίων ο οποίος έκανε διστακτικά βήματα για την αποστασιοποίησή του από τον Αριστοτέλη που είχε γίνει ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους του θρησκευτικού δόγματος της Δύσης. Στην Φλωρεντία τέλος μετέδωσε στον ηγεμόνα των Μεδίκων, το όραμα της ίδρυσης ακαδημίας η οποία αποτέλεσε ένα από τα κύρια φυτώρια διάδοσης της Πλατωνικής σκέψης στην Ευρώπη. Το 1441 επιστρέφει και ασχολείται ως το θάνατό του με τη συγγραφή του έργου του Περί Νόμων περιορισμένος στα δικαστικά και συμβουλευτικά του καθήκοντα. Στο άντρο του, εκεί στο Κάστρον και την χώραν του Φαναρίου και το χωριό Βρύσις, στα κτήματα που του είχα χαριστεί, εχαιρόταν πότε πότε τα αλλόκοτα ψυχαγωγήματά του ανάμεσα στα αρχαία αγάλματα. Εκεί, ψιθύριζε ο λαός, πιθανότατα ερεθισμένος από το κλήρο, ο Μάγος εκτελούσε τάχα μυστήρια επάνω στο αρχαίο πρότυπο. Μη να ζητούσε στη νεοπλατωνική του άσκηση κάποιο αντιστάθμισμα για την καυτερή επίγνωση του αναπότρεπτου χαμού της Ρωμιοσύνης; Απέθανε δε ο Πλήθων εν Μυστρά, τη 26 Ιουνίου, ημέρα Δευτέρα και ώρα πρώτη της ημέρας, καθώς αναφέρει ένα έγγραφο της βιβλιοθήκης του Μονάχου, το έτος παραλείπεται αλλά ήταν μάλλον ένα χρόνο πριν την άλωση. Το 1475 ο Σιγισμόνδος Παντόλφο Μαλατέστα ξέθαψε τα οστά του Πλήθωνος και ως ιερά λείψανα ευλαβώς εναπέθηκεν στο Μαυσωλείο των Φιλοσόφων στο ναό του Αγίου Φραγκίσκου του Ρίμινι, κτισμένου πάνω στα ερείπια παλαιού τεμένους του Κάστορα και Πολυδεύκη.
Το θάνατό του πένθησαν μαθητές και λόγιοι όπως ο Βησσαρίων (57), ο Ερ(μώ)νυμος, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης και αργότερα ο Λέων Αλλάτιος. Ακόμα και σφοδροί πολέμιοί του όπως ο Γεώργιος Σχολάριος και ο Τραπεζούντιος, δεν αρνούνται την μεγαλοσύνη του. Ο πρώτος αν και κρίνει το θεμελιώδες σύγγραμμα του Πλήθωνα, το Περί Νόμων, ασεβέστατο και αφρονέστατο, σημειώνει για τον συγγραφέα του ευφραδείας δ’ επεμελήθει μέν καλώς της αρχαίας… Είναι μια εποχή που μαζί με τον Πλήθωνα αναδεικνύει φωτισμένα πνεύματα. Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης (1197-1272) υπήρξε ο κυριότερος φορέας εκπαιδευτικής προσπάθειας στο κράτος της Νίκαιας, ο Γεώργιος Παχυμέρης (1242-1310) ιστορικός και συγγραφέας μιας επιτομής της Φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, ο Θεόδωρος Μετοχίτης (1260-1332) που προσπάθησε να αναμορφώσει την Αριστοτέλεια φιλοσοφία της εποχής εισάγοντας στοιχεία Πλατωνικά, ο Νικηφόρος Χούμνος (1250-1327) πολιτικός και φιλόσοφος, ο Μανουήλ Χρυσολωράς (1350-1415) σπουδαίος καθηγητής του πανεπιστημίου της Βασιλεύουσας, ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης και άλλοι πολλοί. Τα χρόνια εκείνα παλεύουν δύο κόσμοι και μαζί ο λαός είχε την αίσθηση, τη βεβαιότητα μάλλον του αφανισμού της Πόλης. Και η αγωνία την ύστατη αυτή ώρα για τη μοίρα της Βασιλεύουσας είναι κοινή στο λαό, τον γεμάτο πάθη, προλήψεις και δεισιδαιμονίες που διαβάζει τα σημάδια του ουρανού. Απειράριθμος αγέλη μαύρων κοράκων εφάνη των πρωίαν υπερισταμένη, αυτών αντήχησαν οι κρωγμοί απαύστως, και αφού επ’ ολίγον εσκίασαν τας υψηλάς και απορρώγας του Ταυγέτου κορυφάς, έγιναν κατά μικρόν άφαντοι, διευθυθέντες προς τα βορεινοανατολικά. Ουδέν άλλο πτηνόν εφάνη ιπτάμενον ή ηκούσθη κελαδούν. Οι άνθρωποι ησθάνοντο ανεξήγητον αγωνίαν υπό την πίεσιν ταύτην των στοιχείων, και το πένθος της φύσεως μετεδίδετο εις αυτούς (58). Κατά κάποιο τρόπο στα ριζά του Μυστρά αποκτά συνείδηση ο Νέος Ελληνισμός που γεννιέται εγκαταλείποντας τον Μεσαιωνικό. Εσμέν μέν γάρ ούν ων ηγείσθε τε και βασιλεύετε Έλληνες το γένος, ως ή τε φωνή και πάτριος παιδεία μαρτυρεί. Γιατί εμείς, στους οποίους είμαστε άρχοντες και βασιλείς, είμαστε Έλληνες στην καταγωγή, όπως και η γλώσσα και η πατροπαράδοτη παιδεία μαρτυρούν, γράφει ο Πλήθων. Σε αντιδιαστολή τα λόγια του Γεώργιου Σχολάριου. Έλλην ών τη φωνή, ούκ αν ποτέ φαίην Έλλην είναι, δια το μη φρονείν ως εμφρόνουν ποτέ Έλληνες, αλλ’ από της ιδίας μάλιστα θέλω ονομάζεσθαι δόξης. Και έροιτό με τις ειμί, αποκρίνουμαι χριστιανός είναι. Αν και είμαι Έλληνας στη γλώσσα, δεν θα έλεγα ποτέ ότι είμαι Έλληνας, γιατί δεν σκέπτομαι όπως κάποτε οι Έλληνες. Αντίθετα, θέλω να με αποκαλούν, σύμφωνα με την πίστη μου. Και αν με ρωτούσε κανείς ποιος είμαι θα απαντήσω, είμαι Χριστιανός. Ο Γκαίτε (59) το είχε διαισθανθεί αυτό, όταν έβαζε να συναντηθούν στις μεγάλες έρημες ταράτσες του ανακτόρου του Μυστρά, τα δύο πρόσωπα που και αυτά επίσης ζούσαν έξω του καιρού και της ζωής. Τον Φάουστ και την Ελένη του Μενελάου. ‘Ένας συμβολισμός αλάθητος μιας και σ’ αυτή την πόλη χτισμένη κοντά στα ερείπια της αρχαίας οι κλασικές γνώσεις διατηρήθηκαν και διδάχθηκαν με αγάπη. Από αυτό το συναπάντημα προήλθε η νέα μάθηση της Αναγέννησης, και σ’ αυτή τη συνάντηση οι φιλόσοφοι του Μυστρά έπαιξαν άξιο ρόλο στη διάδοση των γραμμάτων και στην αυτοσυνειδησία του ελληνισμού.
Ζωγραφία σιωπώσα εν τοίχω λαλεί πλείονα και ωφελιμώτερα (60)
Ο καθένας πρέπει να κερδίσει μονάχος του ότι στάθηκε κάποτε ο Μυστράς. Αυτή η προσπάθεια απαιτεί υπομονή. Περιπλανιόμουν στα δρομάκια της έρημης πολιτείας μέρες και δεν τολμούσα να επισκεφτώ τις εκκλησιές της. Όλες έχουν το εξωτερικό τους άθικτο. Σκορπισμένες εδώ και εκεί, βάζουν, στην ομοιοχρωμία των ερειπίων, μερικές νότες πρόσχαρες και γλυκές, με τα κεραμίδια των τρούλων τους να έχουν πάρει με τον καιρό το χρώμα από μαραμένα τριαντάφυλλα. Καμιά δε μοιάζει με την άλλη, όλες τους όμως έχουν τόσο λεπτές και αρμονικές διαστάσεις, που απορεί κανείς πως οι Βυζαντινοί, που απεικονίζουν στις τοιχογραφίες τους το Θεό και τους αγίους τόσο στυγνούς και βλοσυρούς, τους έχτισαν ναούς έτσι γλυκείς και χαριτωμένους. Μικρές όλες τους, με τρούλους ανάλαφρους, με λεπτούς μαρμάρινους κίονες στις αψίδες των παραθύρων, με προσόψεις εξαίσια διακοσμημένες. Δίσταζα να διασχίσω το κατώφλι τους. Νομίζω πρέπει να προετοιμαστεί κανείς για να δει όσα έχουν να του ιστορίσουν οι κουμπέδες και οι νάρθηκες. Το πρωινό που ένιωσα έτοιμος ξεκίνησα χαράματα σχεδόν με ένα περίπατο στη μαγεία που κρύβει η ελληνική φύση, στα περιβόλια και στα στενά του χωριού του Νέου Μυστρά. Ώρες ολόκληρες μπορείς να βαδίζεις μέσα σε πελώριες πορτοκαλιές, λεμονιές, κιτριές που κρατούν τους κλάδους χαμηλά από το φόρτωμα των χρυσών καρπών. Φουσκώνουν οι νεραντζιές στις μάντρες, αφήνοντας τα πιο ώριμα νεράντζια τους να πέφτουνε στη μέση του δρόμου. Παντού ρυάκια κρυστάλλινα και ποταμάκια από κοντινές γάργαρες ανάβρες. Πανύψηλες λεύκες λυγερόκορμες, θεριεμένα φουντωτά πλατάνια με κορμούς γιγάντων στους δρόμους και στις ακροποταμιές. Πικροδάφνες, λυγαριές, αγριόβατοι, κισσοί, αγράμπελες, κληματσίδες, την άνοιξη εδώ θα είναι μαγικά, αλλά και τώρα αρωματισμένη η ατμόσφαιρα από το άνθος της πορτοκαλιάς. Αλλά και το χωριουδάκι χαριτωμένο, νοικοκυρίστικο, φρεσκοπλυμένο σε αποζημιώνει με μια μεγάλη αναπνοή. Όπως και ο πλάτανος της πλατείας σε αγκαλιάζει με τα φύλλα του και σε δροσίζει με το νερό που τρέχει στην πηγή του. Σεργιανώ κάτω από τα παραδοσιακά σπίτια, τα παραθύρια και τα καμπαναριά του, τις βρύσες και τα προσήλια μπαλκόνια στα καλντερίμια. Γαλήνη και ησυχία βασιλεύει παντού. Δυο τρεις χωριάτες περνούν με αργό βήμα και σε λίγο παίρνω τον ανήφορο ξανά. Τώρα ναι με γαληνεμένη ψυχή μπορώ να προσεγγίσω το μυστηριακό κόσμο των εκκλησιών. Σωρό άγιοι και άγγελοι, κατοικούν εκεί μέσα, θαρρείς πως σαλεύουν ολόγυρά σου. Ο κόσμος δε συνήθισε εύκολα τη Βυζαντινή ζωγραφική, από την Ιταλία έχει μάθει οι εικόνες να του χαϊδεύουν απαλά τις αισθήσεις. Η ζωγραφική στο Βυζάντιο δούλευε για την θρησκεία, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να αποδώσει τη φύση και τα κάλλη της. Οι αγιογραφίες έχουν σημασία μόνο ψυχική, για τις ιδέες που διερμηνεύουν το θρησκευτικό θέμα. Η τέχνη περιορίστηκε εκεί, δεν έλαβε περισσότερη ελευθερία. Αμέσως, από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια, εγκαταλείπεται η πλαστικότης των αρχαίων. Οι χριστιανοί απλοποιούν το σχέδιο, στυλιζάρουν, κάνουν τις μορφές ιερατικές, αφαιρούν θεληματικά την προοπτική, ώστε να απλώνεται η ζωγραφιά στην επιφάνεια. Η ιεροπάθεια είναι ο μοναδικός σκοπός τους. Εικονίζουν αισθήματα, όπως κάνει σήμερα ο εξπρεσιονισμός. Λησμονούν τις γήινες ομορφιές, μονάχα την εσωτερικότητα του ανθρώπου προσπαθούν να αποδώσουν, τ’ άνθη της ψυχής. Σιγησάτω πάσα σάρξ, γράφουν κάτω από τις εικόνες. Μάταια αγωνίζεται το ελληνικό πνεύμα να δώσει φυσικότητα στις στρυφνές αγιογραφίες, ο λαός περιφρονεί ότι δεν είναι ασκητικό, αποζητά την αγία ασχήμια. Το 1260 εν τούτοις, λίγο πριν από την Ιταλική αναγέννηση, ξεσπά στη Μακεδονία και στο Μοριά νέα προσπάθεια να ζωογονηθεί η εικονογραφία. Οι καλλιτέχνες τώρα αρχίζουν να προσέχουν την προοπτική, βάζουν βουνά και παλάτια και κήπους στα φόντα. Από τα πρόσωπα αφαιρούν τη συμβατική ακινησία των ιερωμένων, δίνουν έκφραση ατομική. Μοιάζει σα να δαμάζεται ο μυστικισμός τους. Η Ελληνική αυτή αναγέννηση θα ‘παιρνε μεγάλη έκταση, ίσως όμοια με την Ιταλική, αν δε τη σταματούσε η Τουρκική κατάκτηση.
Οι τοιχογραφίες του Μυστρά γίνανε εκείνη την εποχή γι’ αυτό τραβούν μ’ όλες τις ρίζες τους ζωντανούς χυμούς από την αρχαιότητα, όπως δείχνουν καθαρά οι άγγελοι της Θείας Λειτουργίας στην Περίβλεπτο, που βαστώντας δώρα, πηγαίνουν χαριτωμένοι σε κάποια ουράνια πομπή. Ένα έργο γεμάτο δύναμη και ευγένεια, ισάξιο με τα Ιταλικά της ίδιας εποχής. Δυστυχώς ο Μυστράς δημιουργήθηκε όταν το Βυζάντιο ήταν πια καταδικασμένο. Αποτελεί την τελευταία λάμψη μιας αυτοκρατορίας που δε θέλει με κανένα τρόπο να σβήσει. Η κομψότητα, οι πλατιές φόρμες των προσώπων και το λιγοστό βάθος των συνθέσεών διακρίνουν τις τοιχογραφίες του Μυστρά που συγγενεύουν με την τέχνη της Κωνσταντινούπολης και διακρίνονται από τα έργα της Μακεδονίας με τους σαφέστερα διαρθρωμένους όγκους. Είναι πιθανό πως οι άρχοντες, οι αρχιεπίσκοποι και οι ηγούμενοι των μονών κάλεσαν πολλές φορές από την πρωτεύουσα ζωγράφους για να διακοσμήσουν τις εκκλησίες, αλλά δεν είναι απίθανο οι ζωγράφοι αυτοί να στρατολογούνταν επί τόπου, και έτσι δικαιολογείται ότι παρατηρούνται συχνά, περισσότερο από αλλού, αξιοσημείωτες διαφορές εκτέλεσης μέσα σε μεγάλα σύνολα.
Στα αριστερά της κάτω χώρας βρίσκεται η αρχαιότερη εκκλησία η Μητρόπολη, ο Άγιος Δημήτριος. Ανάμεσα από λίγα κυπαρίσσια σχεδιάζεται η βαριά κορμοστασιά με τους παλιούς τρούλους και το λιθόχτιστο καμπαναριό που θυμίζει πύργο. Κάτω από το χαγιάτι της μητροπολιτικής αυλής, πλάι στην εκκλησία βρίσκεται το μουσείο. Παλαιότερα υπήρχε και μια καλή βιβλιοθήκη, γι’ αυτήν κάνει λόγο και ο Σατωβριάνδος στα ταξίδια του όταν ήρθε στην Ελλάδα το 1806. Στο καθολικό οι σωζόμενες τοιχογραφίες χαρακτηρίζονται από τον συντηρητικό χαρακτήρα παλαιότερων προτύπων με συγκρατημένες εκφράσεις και κινήσεις. Απάνω από τη πόρτα του νάρθηκα είναι ζωγραφισμένη η Ετοιμασία του Θρόνου με τις στρατιές των αγγέλων, υπέροχη συμβολική παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας καθώς άλλες σκηνές που θεωρούνται από τις σπουδαίες τοιχογραφίες του Μυστρά. Από τις τεχνικότερες ο βίος, τα θαύματα και τα μαρτύρια του Αγίου Δημητρίου, ο Γάμος εν Κανά, ο Μυστικός Δείπνος. Οι κυριότερες τοιχογραφίες του Αγ. Δημητρίου αντιπροσωπεύουν δύο σχολές. Στη μια φαίνεται η επίδραση του 11ου και 12ου αιώνα, όπου το σχέδιο και το χρώμα εκφράζονται με μετριοπάθεια. Τέτοιες είναι οι σκηνές από το βίο του Αγίου Δημητρίου. Στις υπόλοιπες όμως κυριαρχεί η ρεαλιστική έκφραση ενός διακοσμητικού εμπρεσιονισμού. Όσο για το γλυπτό διάκοσμο, κιονόκρανα, επιστύλια, ρόδακες, πολυσταύρια, είναι του καθαρότερου βυζαντινού ρυθμού. Όμως να η πλάκα. Στο δάπεδο της εκκλησίας, μπρος στο Ιερό, βρίσκεται ένας δικέφαλος σκαλισμένος. Εδώ στάθηκε και του βάλανε την κορώνα. Και ύστερα μίσεψε και πια δε γύρισε..... Στέκομαι για λίγο συλλογισμένος και φέρνω στο νου ένα άλλο μάρτυρα, τον Ανανία Λαμπάρδη, παλαιό μητροπολίτη που οι Τούρκοι κατηγόρησαν ως συνωμότη του Ορλόφ. Όταν είδε τις ορδές τους να πλησιάζουν, ο άγιος άνθρωπος βγήκε με τους διάκους έξω, ντυμένος ολόχρυσα, κρατώντας αναμένα κεριά, μήπως και τους επιβληθεί. Οι Κονιαραίοι όμως πέταξαν κάτω τα ιερά και τους σκότωσαν όλους, τελευταίο τον μητροπολίτη, που εδέετο να συγχωρηθούν οι άπιστοι. Ένας κι αυτός από τα πολλά αιματοβαμμένα ράσα.
Καθώς ανεβαίνω το στενό χαλικωμένο μονοπάτι, βλέπω πρώτη στ΄ αριστερό ανηφόρι τη χαριτωμένη Περίβλεπτο αφιερωμένη στη Παναγιά. Στηρίζεται στο βράχο και είναι από τα ωραιότερα μνημεία σε τύπο σταυροειδή με τρούλο. Πάνω από τη τοξωτή πόρτα της αυλής εντοιχισμένη μια σκούρα πλάκα με δυο λεοντάρια ορθά να κρατούν το μονόγραμμα της εκκλησίας Σ’ ένα δίλοβο παραθύρι της κάτω από το τρούλο μια άλλη πλάκα με λέοντα και το οικόσημο της πριγκηπέσας Ισαβέλλας ντε Λουζινιάν, κόρης του ηγεμόνα της Κύπρου και γυναίκας του πρώτου Δεσπότη του Μυστρά, Μανουήλ Καντακουζηνού. Οι αρχιτέκτονες της εκκλησιάς δεν ήταν από τη Πόλη καθώς μαρτυρά ο ελλαδικός τρόπος της τοιχοδομίας με τούβλα και πουριά. Αντίθετα οι τοιχογραφίες έγιναν από τεχνίτες της πρωτεύουσας χωρίς όμως τη στερεότυπη σφραγίδα του ασκητισμού. Εδώ έχουμε μια έμπνευση ζωντανή, γεμάτη αίσθημα ζωγραφικό και ανθρώπινο παλμό. Πολλές από τις περίφημες τοιχογραφίες της θεωρούνται από τις καλύτερες του Μυστρά και παρόλη τη φθορά του χρόνου μαρτυρούνε πως έγιναν από μεγάλο αγιογράφο, άξιο να παραβληθεί με τον Τζιόττο. Από πόση πίστη έπρεπε να κατέχονται αυτοί οι άγνωστοι τεχνίτες, για να αποδώσουν με τόσο στέρεο χέρι και δυνατή ψυχή όλον αυτό τον εσωτερικό τους κόσμο. Οι τοιχογραφίες της Περιβλέπτου αποτελούν μια μαρτυρία της εξέλιξης που προκάλεσαν στην βυζαντινή τέχνη οι μυστικιστικές θεωρίες των ησυχαστών μοναχών. Ο ησυχασμός στήριζε τη δυνατότητα του ανθρώπου να δει το Θεό πάνω στην αρετή του μυστηρίου της Ενσαρκώσεως και της Χάριτος την οποία χαρίζουν τα μυστήρια του Βαπτίσματος, του Χρίσματος, της Θείας Ευχαριστίας και η παρακολούθηση των λειτουργιών. Υπό την επίδραση αυτών των ιδεών το εικονογραφικό πρόγραμμα της Περιβλέπτου κοσμείται με τον Παντοκράτορα, την Παναγία με τους Προφήτες, τα Εισόδια. Ο Ευαγγελισμός, η Κοίμηση, η Σταύρωση, η Ανάληψη, η Μεταμόρφωση και άλλες ακόμα στάθηκαν οι τεχνικότερες αγιογραφίες. Μια από τις σπουδαιότερες η Θεία Λειτουργία, στη μια κόγχη του Ιερού, όπου εικονίζονται ο Χριστός ως μέγας αρχιερέας, ενώ οι άγγελοι τυλιγμένοι σε φαρδιές ανοιχτόχρωμες δαλματικές βαδίζοντας πάνω στα σύννεφα σαν σε αρχαϊκή πομπή προσκομίζουν τα Θεία δώρα. Τα ανάλαφρα λευκά ενδύματα και τα μελαχρινά πρόσωπα προσθέτουν κάτι ακόμα στον παράξενο και υπερφυσικό χαρακτήρα της σκηνής. Τα πάντα είναι δουλεμένα με λεπτές πινελιές, πλούσιο χρώμα σε σκοτεινούς τόνους που θυμίζουν παλαιά μεταξωτά. Το βήμα έχει κίνηση ρυθμική, που αρμονικά σχεδιάζεται κάτω από τους χιτώνες με τη πλούσια πτύχωση. Αυτή η τοιχογραφία όπως και άλλες αντιπροσωπεύουνε τεχνοτροπία Κρητικής σχολής πλουτισμένης με αίσθημα που θυμίζει Αναγέννηση. Εκτός των αγιογραφιών η Περίβλεπτος είχε σπουδαία γλυπτά κοσμήματα, όπως το σκαλιστό τέμπλο που δεν υπάρχει ποια, κομμάτια του σώζονται στο μουσείο, όπως ο επιπεδόγλυφος Χριστός στο θρόνο του, επίσης έκθεμα του μουσείου.
Στην Παναγία την Οδηγήτρια ή Αφεντικό της Μονής Βροντοχίου στάθηκα παράμερα κάτω από τους τρούλους. Το χρονικό του Θεού, το ιστορημένο στους τοίχους, οι μισοσβησμένοι καιροί της χριστιανοσύνης σ’ ένα κτίσμα που εκδηλώνει φανερά την επιθυμία να μιμηθεί τα μεγάλα ιερά της Κωνσταντινούπολης. Είναι φυσικό να μετακλήθηκαν από την πρωτεύουσα οι ζωγράφοι που το κόσμησαν. Καλλιτέχνες με διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, ευαίσθητοι στο παιχνίδι των χρωμάτων, χειρίζονταν το χρωστήρα με νευρώδη επιδεξιότητα. Κόκκινο, κερασί, απαλό ρόδινο, καστανό, βαθύ μπλε και πράσινο. Η τεχνοτροπία τους χαρακτηρίστηκε ιμπρεσσιονιστική. Ανάλαφρες κινήσεις, εντυπώσεις βελούδινης απαλότητας, πρόσωπα αιωρούμενα πάνω από το έδαφος, μορφές με έκφραση πιο ανθρώπινης πνευματικότητας. Μια από τις τάσεις που εκπροσωπείται, κυρίως στο νάρθηκα, θυμίζει χάρη στην κομψότητα των μορφών το διάκοσμο της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη που ανάγεται στην ίδια δεκαετία. Ύστερα από κουραστικό ανήφορο, αντικρίζω την θαυμαστή Παντάνασσα, την τρουλωτή βασιλική. Εκεί σήμερα και φιλόξενο γυναικείο μοναστήρι με ολοκάθαρα φωτεινά, χαρωπά κελιά. Η γυναικεία τρυφερότητα από τις λίγες καλόγριες που συνεχίζουν την αιωνόβια ιστορία του ήταν παντού. Στα λουλούδια, στην πάστρα, στους ασβεστωμένους τοίχους. Στην αυλή νυσταγμένες γάτες με κοιτάζουν εξεταστικά. Πρασινάδες και μεγάλα κυπαρίσσια στολίζουν την εκκλησιά και κορνιζάρουν με χάρη τους επιβλητικούς τρούλους, το αρχοντικό καμπαναριό και την κομψή στοά με σκαλισμένα κιονόκρανα. Στο εσωτερικό στα δεξιά του νάρθηκα, από το 1445 θαμμένος ο άρχοντας Μανουήλ Λάσκαρης Χαντζίκης, μια ζωγραφιά τον δείχνει στο τοίχο, λίγο πιο εκεί το μνήμα της πρώτης γυναίκας του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, που είχε ταφεί στη Γλαρέντζα αλλά αργότερα φέρανε τα οστά της στο Μυστρά. Στην ίδια εκκλησία θαμμένη και η Κλεόπα Μαλατέστα, η περικαλεστάτη γυναίκα του Δεσπότη κυρ Θεόδωρου Β’ Παλαιολόγου, αδελφού του Κωνσταντίνου. Από τις ωραιότερες τοιχογραφίες της Παντάνασσας, είναι η Πλατυτέρα με τους Αρχαγγέλους, ο Ευαγγελισμός, η Γέννηση, η Υπαπαντή και άλλες ακόμα με κάθε λογής σκηνές από τις Γραφές, με πολυποίκιλες συνθέσεις γεμάτες φλογερά χρώματα και ολοζώντανη κίνηση. Οι ζωγράφοι της έχουν τη τάση να επιβεβαιώνουν την προσωπικότητά τους με τις ορμητικές στάσεις, τα ζωηρά πρόσωπα, τις παθητικές εκφράσεις, την άφθονη χρήση αρχιτεκτονημάτων και ψηλών τραπεζόσχημων βράχων με βαθιές σχισμές. Ο ζωγράφος της έγερσης του Λαζάρου απόδωσε με πολύ σταθερό σχέδιο όλη τη ζωηρότητα της σκηνής.
Η περιπέτειες των νέων χρόνων
Ήταν πεπρωμένο οι ίδιοι οι Δεσπότες να παραδώσουν τον τόπο τους στα χέρια των Τούρκων. Όταν έπεσε η Πόλη, οι δύο Παλαιολόγοι, που είχαν πάρει από τον Αυτοκράτορα αδελφό τους το Δεσποτάτο, ο Θωμάς και ο Δημήτριος, μιας που δε μπορούσαν να νικήσουν τους Αρβανίτες του Μοριά, που είχαν τον καιρό εκείνο επαναστατήσει και είχαν ρημάξει τις εκκλησίες και τα σπίτια του τόπου, ζήτησαν τη βοήθεια των Τούρκων. Οι Τούρκοι, που είχαν περάσει πια τον Ισθμό, κατέβηκαν στην κοιλάδα του Ευρώτα, ανάγκασαν τους Αρβανίτες να ησυχάσουν και πήραν το Δεσποτάτο στην προστασία τους. Ο Θωμάς και ο Δημήτριος έριξαν τότε την ελπίδα τους στη Φραγκιά. Ο Θωμάς μάλιστα ήρθε σε συνεννόηση με τους Βενετσιάνους και τους περίμενε ώρα την ώρα για να τον γλυτώσουν από τους προστάτες του. Ο Δημήτριος ως τόσο πρόσφερε στο Μωάμεθ για το χαρέμι του την όμορφη θυγατέρα του, την Ελένη. Μετά την Τουρκική κατάκτηση ο πληθυσμός ελαττώθηκε αλλά η δημιουργικότητα δε σταμάτησε. Ο περιηγητής Σκροφάνι στο κεφάλαιο περί γεωργίας λέγει πως το καλλίτερο κρασί της Πελοποννήσου ήταν εκείνο των περιχώρων του Μυστρά. Ενώ στον αναλυτικό πίνακα εξαγωγών που συνέταξε αναφέρει πως την μεγαλύτερη ποσότητα παραγωγής μεταξιού είχε ο Μυστράς. Στον πίνακα η συνολική παραγωγή του Μοριά είναι 36.000 οκάδες βομβύκια εκ των οποίων ο Μυστράς έδινε τα 15.000. Το μετάξι αυτό το αγόραζαν στη Βενετία, το Λιβόρνο, τη Γένοβα και στη Βαρβαρία (Αφρική). Η εμπορική δραστηριότητα στο πέρασμα του χρόνου ποτέ δε σταματούσε, ονομαστό ήταν το πανηγύρι που συγκέντρωνε πλήθος κόσμου.
Πραματευτής ροβόλαγε από την πόλη μέσα / φέρνει μουλάρια δώδεκα λογάρι φορτωμένο / ‘ς τη μούλα τη κανακαριά ερχόταν καβελλάρης
Στις 29 Αυγούστου, γιορτή του Αϊ Γιάννη του Νηστευτή, γινόταν μεγάλη ζωοπανήγυρη. Μέρες πριν αρχίσει το πανηγύρι, φέρνανε τα ζώα για να βρουν θέσεις κάτω από τις ελιές. Εκείνα τα δύσκολα χρόνια, από τα ορεινά και άγονα χωριά της Μάνης, μέσα στο λιοπύρι του καλοκαιριού, ηλιοκαμένοι χωρικοί με τα πελώρια ψάθινα καπέλα τους, φέρνανε τα ζώα. Άλογα, γαϊδούρια, αγελάδες, γουρουνόπουλα. Μακρύς ο δρόμος. Άνθρωποι και ζώα, μπουλούκια – μπουλούκια περπατούσαν μέσα από μονοπάτια, και όταν έβρισκαν κάποια πηγή με νερό, σταματούσαν να ξαποστάσουν, να φάνε λίγο προσφάι, να ποτίσουν τα ζώα και να γεμίσουν τα ξύλινα παγούρια τους για τον υπόλοιπο δρόμο. Η διαδρομή ήταν μεγάλη για να φτάσουν ως το Μυστρά. Πουλούσαν τα ζώα, αγόραζαν μικρά πουλάρια, τους κρεμούσαν στο λαιμό κουδούνια στολισμένα με χρωματιστές χάντρες κι έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής να τα θρέψουν και να τα φέρουν μεγάλα τον επόμενο χρόνο στο πανηγύρι. Παράλληλα γινόταν εμποροπανήγυρη. Οι πραματευτάδες κι οι έμποροι, όλοι είχαν στήσει μέρες πριν τα πρόχειρα μαγαζιά τους. Κόσμος πολύς, κίνηση μεγάλη. Οι πανηγυριώτες αγόραζαν νήματα, πανικά, μαλλιά για γνέσιμο, σαϊσματα για τα μουλάρια, γουρουνοτσάρουχα, τομάρια για το τυρί, χαλκώματα, τεντζερέδες και τσουκάλια, φανάρια και ρογιά (61), πρόκες, ξύγκι για να αλείφουν τα τσαρούχια και κινίνο. Το βράδυ έστηναν γλέντι, έτρωγαν ξεροψημένη γουρουνόπουλα και έπιναν ντόπιο κοκκινέλι. Τα κλαρίνα έπαιζαν, χόρευαν. Διασκέδαζαν και με τις πριμαντόνες που έρχονταν από μακριά και γυρίζανε τα πανηγύρια για να βρουν μεροκάματο. Το γλέντι βαστούσε ως αργά. Μετά γυρνούσαν γύρω στις ελιές που κοιμόντουσαν στρωματσάδα, για να συνεχίσουν την επόμενη. Το μεγάλο πλήγμα για την μεσαιωνική πόλη ήρθε την περίοδο της επανάστασης του Ορλόφ. Οι ελπίδες για απελευθέρωση δεν ευοδώθηκαν και ο Χατζή Οσμάν με δέκα χιλιάδες εκδικητικούς Αρβανίτες και Τούρκους, σκοτώνει, καίει και ρημάζει τα πάντα. Η λεηλασία της πόλης ήταν αμείλικτη. Το κάστρο ερειπώθηκε, οι εκκλησίες συλήθηκαν, τα σπίτια έφτασαν στο έδαφος. Το 1770 ο Μυστράς ήταν μια πόλη ερειπίων. Τότε καταστράφηκαν και άλλα χωριά της περιοχής όπως η Κοτίτσα, το μεγάλο πολιτισμένο χωριό του Βυζαντινού Μυστρά, που είχε δυνατό αρχοντολόι και πραματευτάδες που έφταναν ως τις Παραδουνάβιες χώρες. Ο καημός της λευτεριάς ήταν πάντα ριζωμένος στους υπόδουλους. Η ανάμνηση των παλιών περνούσε από γενιά σε γενιά και πολλοί θρύλοι και παραδόσεις μιλούσαν για την μέρα που θα ξημέρωνε. Η πιο γνωστή απ’ όλες λέει πως κοντά στο Μυστρά, σε μια ψηλή θέση πώχε αποκάτω όλο τον κάμπο της Σπάρτης, ήταν ένα μεγάλο κυπαρίσσι, το μεγαλύτερο κυπαρίσσι του κόσμου. Τώρα δεν υπάρχει πλέον, είναι λίγα χρόνια, κάποιος παλιάνθρωπος είχε ανάψει φωτιά εκεί κοντά, και δεν επρόσεξε και άναψε το κυπαρίσσι και κάηκε. Αυτό το κυπαρίσσι έχει την ιστορία του. Επί Τουρκίας ένας πασιάς πήγε ‘ς αυτή τη θέση να διασκεδάσει. Έβαλε και το ψήσαν ένα σφαχτό, και κάθησε κ’ έφαγε. Είχε μαζί του και ένα βοσκό, ένα νέο παλικάρι Χριστιανόπουλο, και τον υπηρετούσε. Για μια στιγμή το παιδί, που έριξε τη ματιά του και παρατήρησε εκείνο το ωραία θέαμα, τον κάμπο με τις πρασινάδες και τ’ άφθονα νερά, και τα βουνά γύρω, τον έπιασε το παράπονο κι αναστέναξε. Το είδε ο πασιάς και τον ρωτά. «Μπρέ Ρωμιέ, τι έχεις κι’ αναστενάζεις; Τι να χω, πασιά μου, του λέει, συλλογίζομαι πως όλα αυτά τα μέρη ήταν δικά μας μια φορά και μας τα πήρατε. Μα το λένε τα χαρτιά μας και έχω την ελπίδα μου ‘ς το θεό, πως με το καιρό πάλι δικά μας θα γίνουν» Ο πασιάς θύμωσε. «Μωρέ, τι τσαμπουνάς αυτού;» του λέγει και αρπάζει την ξύλινη σούβλα που είχαν ψήσει τ’ αρνί, και την καρφώνει ‘ς τη γη. «Να, το βλέπεις αυτό; λέγει. Αν αυτό το ξερό παλούκι βγάλει κλαριά, τότες να ‘χετε ελπίδα πως θα ξαναπάρετε πίσω αυτά τα μέρη.» Την άλλη μέρα η σούβλα ερρίζωσε ‘ς τη γη και ξαναβλάστησε και φούντωσε και θέριεψε, κι έγινε το περήφανο κυπαρίσσι, που γνωρίζαμε. Και επειδή ο πασιάς έχωσε τη σούβλα ΄ς τη γη από τη μύτη, δηλαδή από την κορυφή, έβγαλε το κυπαρίσσι τα κλαριά του γερμένα προς τα κάτω, έγινε θηλυκό κυπαρίσσι (62). Στη διάρκεια της εθνεγερσίας ο Μυστράς ήταν έδρα των εφόρων της Λακεδαίμονος, οι οποίοι διοικούσαν τη χώρα. Τις καταστροφές και δηώσεις που είχε υποστεί ο τόπος από τις αλλεπάλληλες κατακτήσεις και επιδρομές, συμπλήρωσαν οι ορδές του Ιμπραήμ κατά τη δεύτερη εισβολή του στην περιοχή (63). Παρόλες τις καταστροφές, και σύμφωνα με το θέλημα της παράδοσης του κυπαρισσιού η ανεξαρτησία ήρθε. Τότε ο δεκαοκταετής Όθων περιόδευσε για πρώτη φορά ανά την Πελοπόννησο και βέβαια επισκέφτηκε το Μυστρά. Μισήν ώραν μακράν της Μητροπόλεως Μισθρά, άρχισε και η υποδοχή των κατοίκων αυτής. Το πλήθος εσχημάτιζε μέχρι της πόλεως εν πυκνώτατον δάσος. Και προηγουμένων διαφόρων σημαιών των συτνεχνιών με το σύμβολον εις εκάστην της συντεχνίας και με την Βασιλικήν κορώναν, των προκρίτων, του Τοποτηρητού της Επαρχίας αυτής Αρχιερέως κου Δανιήλ Χαριουπόλεως και του επιλοίπου κλήρου με όλην την εκκλησιαστικήν παράταξην, υποδέχθησαν την Μεγαλειότητά Του με αμίμητον ζήλον και ενθουσιασμόν. (...) Τη δεύτερη ώρα μετά την μεσημβρίαν, έφθασε η Μεγαλειότης Του εις την πόλιν και διευθύνθη εις την εκκλησίαν και έβλεπε τις τω όντι το πλέον ωραιότατον θέαμα. Αι ευφημίαι αντηχούσαν εις τον Ταύγετον και εις όλον τον θείον ορίζοντα της Σπάρτης. Δάκρυα χαράς εχύνοντο ποταμηδόν. Η δε διάβασις του ίππου Του και των της συνοδίας Του μόλις ευκολύνετο από την συρροήν του πλήθους. Εκτός δε τούτων άρχισε αδιάκοπος κανονιοβολισμός από τινά ευρεθέντα μικρά κανόνια, τα οποία είχαν θεμένα επί της στοάς ενός εκεί ερειπιωμένου εν μέρει λουτρού (64).
Πριν ο Όθωνας επισκεφτεί την περιοχή, είχε αρχίσει από την Καποδιστριακή περίοδο, προσπάθεια για την ανοικοδόμηση της Σπάρτης, όταν οι κάτοικοι του Μυστρά ζήτησαν να μετοικήσουν στη Σπάρτη (65). Οι ενέργειες συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια και ο Καποδίστριας όχι μόνο αποδέχθηκε το αίτημα των κατοίκων, αλλά και σχεδίαζε να μεταβεί αυτοπροσώπως στην περιοχή για να μελετήσει την κατάσταση και να δώσει εντολές για την ανάκτηση της Σπάρτης. Η δολοφονία του το 1831 ματαίωσε την επανίδρυση που πραγματοποιήθηκε τελικά στις 20 Οκτωβρίου 1834 δια Βασιλικού διατάγματος του Όθωνα. Το 1837 μεταφέρθηκαν και οι δημόσιες υπηρεσίες, αυτό αποτέλεσε την καταδικαστική απόφαση για τον Μυστρά. Οι περισσότεροι και ιδίως οι εύποροι επωφελήθηκαν από τις ευκολίες που παρείχε η πολιτεία άφηναν τα σπίτια τους και τα υποστατικά τους και εγκαταστάθηκαν πανοικεί στη νέα πόλη που φάνταζε ως η γη της επαγγελίας. Πολλοί λένε πως ο Μυστράς είχε τη δυνατότητα να καταστεί πρωτεύουσα του νομού, να αναπτυχθεί και επεκταθεί προς το Παρόρι και τη γύρω περιοχή. Η λαϊκή μούσα αποθανάτισε με λυρισμό και θαυμαστό ύφος το μαρασμό του Μυστρά με το δίστιχο. Παρόρι με τα κρύα νερά κι’ Αγιάννη μου με τ’ άνθη / και συ περήφανε Μυστρά σε μάρανε μια Σπάρτη. Σε λίγα χρόνια ο Μυστράς ερημώθηκε και λίγες παλαιές οικογένειες παρέμειναν εκεί για να διατηρήσουν την παράδοση και να διαφυλάξουν ότι είχε απομείνει από την παλαιά αίγλη της. Η καστροπολιτεία βυθιζόταν στη φθορά. Όταν πέρασαν οι περιπέτειες των πολέμων του αιώνα μας και του εθνικού διχασμού η πολιτεία αρχίζει το έργο της επούλωσης των μεγάλων τραυμάτων. Στο Μυστρά το 1949 η εικόνα που υπάρχει περιγράφεται γλαφυρά σε υπηρεσιακή έκθεση του επιθεωρητή ανακοιδομήσεως: εξηκρίβωσα οτι ο οικισμός ΚΑΤΩ ΧΩΡΑ της κοινότητας Μυστρά ... είχεν υποστή όλως ασημάντους καταστροφάς εκ του πολέμου και των ταραχών. Παρά ταύτα αντελήφθην ότι συνέτρεχαν σοβαροί λόγοι μεταθέσεως του οικισμού τούτου δια λόγους αρχαιολογικούς και τουριστικούς. Η ΚΑΤΩ ΧΩΡΑ, αποτελείται από 33 περίπου οικίας κατά το πλείστον ημιερειπωμένας, ρυπαράς και ανθυγιεινάς, κτισμένας επί των ερειπίων της Βυζαντινής πόλεως του Μυστρά. Τινές εξ αυτών είναι αυτόχρημα Βυζαντινά κτίσματα, ενδιαφέροντα από αρχαιολογικής απόψεως. (...) Η αυτοψία προξενεί βαθείαν εντύπωσιν δια την αθλιότητα που επέτρεψε το Κράτος να περιβάλλη και να φθείρη τον ιστορικόν χώρον. (..) Ήλθον εις επαφήν με τους κατοίκους (...) Ούτω αντελήφθην ότι η μετάθεσις ήτο δεκτή υπό τον όρον να περιορισθή εν μέρει το διάταγμα το καθορίζον την έκτασιν του αρχαιολογικού χώρου έξω των τειχών, ώστε να μη απομακρυνθούν σημαντικώς από τας περι τα τείχη ποτιστικάς γαίας των. (...) Κατόπιν των ανωτέρω εκτεθέντων εισηγήθην τότε να πραγματοποιήσωμεν ημείς, ως Υπουργείον Ανοικοδομήσεως, (τη μετάθεση του οικισμού) ... Η νέα θέσις έπρεπε ν΄αναζητηθεί εις την παρυφήν παρακείμενου οικισμού (66). Οι τελευταίοι, ελάχιστοι, κάτοικοι απομακρύνονται. Από τότε ο Μυστράς και η γύρω περιοχή ανήκει στο κόσμο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Πολλά έχουν γίνει, πάρα πολλά ακόμα έχουν να γίνουν. Αρκετές είναι οι φορές που οι κάτοικοι νιώθουν ασφυκτικό τον εναγκαλισμό με την υπηρεσία. Λίγο η γραφειοκρατική δομή του δημοσίου, λίγο τα αργά ανακλαστικά των υπευθύνων ή η έλλειψη κονδυλίων, άλλες φορές οι υπερβολές των αιτημάτων και το ελληνικό ταμπεραμέντο της κοινωνίας οδηγούν σε εντάσεις, παράπονα, ακρότητες, δυσκαμψίες. Πολλές φορές άκουσα από κατοίκους την επιθυμία ο Μυστράς να ήταν μια άλλη Μονεμβασία. Μια ζωντανή πόλη μουσείο και όχι ένας τόπος φαντασμάτων και νεκρικής σιγής. Ίσως τότε τα μεσαιωνικά σπίτια να μην κατέρρεαν και τα στενάχωρα κονδύλια του δημοσίου, που δε φτάνουν να αναστήσουν τους τείχους που ρημάζουν, να έβρισκαν σύμμαχο τον ιδιώτη κάτοικο, που πονά την αυλή του, την οικογενειακή εστία. Πολλά τα επιχειρήματα που μπορούν ν’ ακουστούν θετικά ή αρνητικά για αυτές τις απόψεις και για άλλες τολμηρότερες. Όπως και να έχει όμως θα ήταν για όλους μας ασυγχώρητο να αφεθεί αυτή η κιβωτός στη μοίρα της, ωσάν να μη της χρωστάμε τόσα, ή πολύ χειρότερα να εγκλωβιστεί σε άγονες σκέψεις, στείρες συνειδήσεις χωρίς φαντασία. Στη σκιά του Μυστρά βλάστησε ένας κλώνος του Νέου Ελληνισμού μας, της κοινής συνείδησής μας. Του χρωστάμε, δε μας χρωστά.
Ο ίσκιος του φιλοσόφου κυκλοφορεί στα χαλάσματα του Μυστρά, γιατί το όνειρό του για ένα νέο Ελληνισμό, ακόμα δε σωματώθηκε ακέραιο. Παραδέρνουμε ακόμα ανάμεσα Ανατολής και Δύσης. Οι Ανατολίτισσες θολές λαχτάρες δεν έγιναν ακόμα μέσα μας φως. Και σκύβουμε ακόμα πνευματικοί δουλοπάρικοι, στη Δύση. Πότε θα οργανωθεί το όνειρο μεγάλου γενάρχη; Να βγει ένας νεοελληνικός πολιτισμός, απ’ όλες μέσα μας τις αντιφατικές, δισυπόστατες, πλούσιες κληρονομιές; Καλύτερος επίλογος από λόγια, σχόλια του Ν. Καζαντζάκη δε νομίζω πως χωρά σε τούτες τις γραμμές (67).
Σημειώσεις
1 Κονταρομαχία.
2 Στα ελληνικά αποδόθηκε ως στρατάρχης, ο τίτλος σημαίνει τον αρχηγό του ιππικού, πέρα από αυτό όμως ο Μαρεσάλος είχε μεγάλες διοικητικές αρμοδιότητες.
3 Πρόκειται για το γέρο Δόγη Ερρίκο Δάνδολο, παλαιότερα πρέσβυ της Γαληνοτάτης στην Κωνσταντινούπολη. Αν και τυφλός συνέβαλε τα μέγιστα στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους.
4 Ιννοκέντιος ο Γ’, κοσμικό όνομα Λοθάριος κόμης του Σένι, άνθρωπος μεγάλης μόρφωσης και πολιτικού κύρους οδήγησε την Παπική έδρα στο αποκορύφωμα της δύναμής της το Μεσαίωνα. Διετέλεσε Πάπας στο διάστημα 1198-1216.
5 Φώτη Κόντογλου, Καστρολόγος, Εστία 1987.
6 Ανιψιός, με το ίδιο όνομα, του Γοδεφρείδου στρατάρχη και χρονικογράφου της Σταυροφορίας.
7 Πριν από το τέλος του 1205.
8 Τέλος του 1208.
9 Η προέλευση της λέξης Μορέας-ιας, που πρωτοβρέθηκε σ΄ ένα κώδικα του 1111 είναι αμφισβητήσιμη. Η ερμηνεία που έγινε αποδεκτή και που τώρα προτιμάται, είναι πως προέρχεται από τη μορέα (κοιν. Μουριά) που βρίσκεται σ’ όλη τη χερσόνησο ή και από το σχήμα της που μοιάζει με το φύλλο της μουριάς.
10 Το 1218.
11 Ανέλαβε την ηγεμονία σε ηλικία περίπου 30 ετών, ήταν ήδη παντρεμένος με την Αγνή, αδελφή των δύο τελευταίων Λατίνων Αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης.
12 Το 1246, χωρίς διαδόχους.
13 Επονομαζόμενος και Καλαμάτας
14 1226-1270.
15 Πέθανε την 1 Μαίου του 1278.
16 Το κάστρο του Μυστρά είναι κτισμένο σε υψόμετρο 634 μέτρων. Το απόσπασμα, Φώτη Κόντογλου, Ό.π.
17 Στράτη Μυριβήλη, Από την Ελλάδα, Ταξιδιωτικά, Εστία, 1956.
18 Μίνως Αργυράκης, Ο Γύρος της Ελλάδας, Καστανιώτης, 1984.
19 Το 1249.
20 Περιγραφή από τον Ψευδο-Δωρόθεο Μονεμβασίας.
21 Το έμμετρο Χρονικό του Μορέως, το λεγόμενο και Βιβλίον της κατακτήσεως γραμμένο περίπου το 1300 από εξελληνισμένο Φράγκο (Γασμούλο) με έντονο ανθελληνικό πνεύμα. Σώζεται σε τέσσερις διαφορετικές αποδόσεις και γλώσσες. Ακόμα και οι ιστορικοί διαφωνούν ως προς τη γλώσσα του πρωτότυπου. Η Γαλλική έκδοση τελειώνει με γεγονότα του 1304. Η Ελληνική σε αργούς στίχους φτάνει ως το 1292. Αυτές οι δύο εκδόσεις είναι οι παλαιότερες και πληρέστερες. Η Αραγωνική, που έγινε ύστερα από διαταγή του Ιωάννη Φερνάντες δ’ Ερέδιας, αρχηγού των Ιωαννιτών Ιπποτών το 1393, επεκτείνεται ως το 1377. Όσο για την πεντάφυλλη Ιταλική έκδοση, αυτή είναι φανερά μια έμμετρη περίληψη του Ελληνικού Χρονικού.
22 Χρονικό του Μορέως, στ. 2986, Η. Η. Καλονάρος, Το Χρονικόν του Μωρέως, Αθήνα 1940.
23 Ιλιάς, Β, 582, Ομήρου Ιλιάδα, CD Rom, TLG Thesaurus Linguae Graecae, University of California, 1992.
24 Ήταν κόρη του Ναρζώ ντε Τουσύ και της κόρης της Γαλλίδας στην καταγωγή Αυτοκράτειρας Αγνής, χήρας των Αυτοκρατόρων Αλέξιου Β’ και Ανδρόνικου Α’ Κομνηνού, και του εραστή της Θεόδωρου Βρανά. Η νεαρή νύφη πέθανε λίγους μήνες μετά το γάμο της.
25 Η Καριντάνα Δαλλεκάρτσερι.
26 Το 1259, στη Πελαγονία της Μακεδονίας.
27 Βουλή. Το ανώτατο συμβούλιο των Φράγκων αρχόντων.
28 Πρόκειται για την Τεγέα. Η συνέλευση αυτή, μοναδική στην παγκόσμια ιστορία, έμεινε γνωστή με το όνομα Βουλή των Κυριών.
29 Η σημαία των Φράγκων αρχόντων.
30 Ο Δικέφαλος Αετός, έμβλημα του οίκου των Παλαιολόγων. Το άγιο πουλί, όπως το αποκαλούσαν οι Λακεδαιμόνιοι.
31 Κώστας Ουράνης, Ταξίδια στην Ελλάδα, Εστία.
32 Αγκωνίτης επειδή γεννήθηκε στην Αγκώνα.
33 Μικρή σημαία στην άκρη της λόγχης των ιπποτών με τα χρώματά τους.
34 Άγι Θέρου, Η πρόσγιαγιά μου η Σαλβαρού, Αετός 1951. Σχετικό και το έργο του Οι Θρύλοι του Μυστρός, Αθήνα, 1962.
35 Κάποτε τα έργα θα τελειώσουν, έτσι ελπίζουν όλοι στην τοπική κοινωνία. Από το 1984 έχουν αρχίσει οι συστηματικές ανασκαφές και στις αναστηλώσεις εργάζονται λίγοι με πολύ αργούς ρυθμούς. Το έργο χρηματοδοτεί το Ελληνικό Δημόσιο και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Πληροφορίες για αυτό από την Εφορεία Αρχαιοτήτων δίνονται ελάχιστες ή καθόλου με την δικαιολογία (;) του αδημοσίευτου αρχαιολογικά υλικού.
36 Θεόδωρος Β’, 1407-1443.
37 Πρόκειται για την Κλεόπα Μαλατέστα, της οικογένειας των Μαλατέστα που κυβερνούσαν το Ρίμινι. Γάμος περί το 1405.
38 Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος, 1425-1448.
39 Φραντζής ή Σφραντζής Γεώργιος, Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1401, συνδέθηκε με τους Παλαιολόγους ιδιαίτερα από τον Κωνσταντίνο ΙΑ’ και χρησιμοποιήθηκε σε διοικητικές και διπλωματικές θέσεις. Έγραψε το Χρονικό της Άλωσης.
40 Από την ομώνυμη Ιταλική οικογένεια. Πέθανε το 1429. Η δεύτερη σύζυγός, του Αικατερίνη Γατελούζου, πέθανε το 1442.
41 Ο Runciman σχολιάζει πως δεν σίγουρο αν η στέψη πραγματοποιήθηκε στη Μητρόπολη του Αγ.Δημητρίου που είναι μικρή για το εκκλησίασμα που θα παρίστατο ή στην εκκλησία της Αγ. Σοφίας του Παλατιού.
42 Κώστα Κυριαζή, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Εστία.
43 Ο Π. Φλώρος είναι πολύ περιγραφικός στο βιβλίο του Ελληνικοί Δρόμοι: Το μεδούλι του Βυζαντίου το ρούφηξε ολόκληρο ο καλόγερος. Διαλύθηκε σε άπειρες κλειστές κοινότητες, τα μοναστήρια. Κοινότητες από άτομα με ανεδαφική, ησυχαστική, αντικοινωνική και αντικρατική νοοτροπία και στάση που αποστέρησε το γένος από την σπονδυλική στήλη της άμυνάς του, τα άλκιμα νιάτα. Π. Φλώρος, Ελληνικοί Δρόμοι, Ταξίδια, Το Ελληνικό Βιβλίο, Αθήνα, 1970.
44 Η συνείδηση της ελληνικότητας είναι έντονη. Το Χρονικό γράφει: Από τήν Ρώμη απήρασιν το όνομα των Ρωμαίων, Έλληνες είχαν το όνομα, ούτως τους ώνομάζαν. Απέναντι στους Λατίνους και στους Τούρκους οι Βυζαντινοί απέκτησαν συνείδηση του ειδικού χαρακτήρα των εθνικών παραδόσεων και των δεσμών που τους συνέδεαν με το αρχαίο Ελληνικό παρελθόν. Και αν μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως τα επίσημα κείμενα συνέχισαν να αποκαλούν Ρωμαίους τους υπηκόους του Βασιλέως, οι λόγιοι χρησιμοποιούν πολλές φορές τις λέξεις Ελλάς και Έλλην για να χαρακτηρίσουν την Αυτοκρατορία, τους κατοίκους και τη γλώσσα.
45 Κατά την παραμονή του στην Ιταλία φαίνετε ότι μετέβαλε το όνομά του από Γεμιστός σε Πλήθων.
46 Γύρω στο 1380.
47 Μετά το 1393.
48 Πολλοί λόγιοι ήρθαν στο Μυστρά για να ακούσουν το Πλήθωνα. Άνθρωποι όπως ο Γεώργιος ή Ερ(μώ)νυμος Χαριτώνυμος ο οποίος έζησε στο Μυστρά και μετά ξεχώρισε σαν ένας από τους πρώτους δασκάλους της Ελληνικής στο πανεπιστήμιο του Παρισιού ή ο Βησσαρίων που ήλθε από την μακρινή Τραπεζούντα για να τον ακούσει να εκθέτει τις αρχές του Πλάτωνα. Ειδικά ο Βησσαρίων (1403-1472) υπήρξε διαπρεπείς πνευματική φυσιογνωμία κατά τη δύση του Βυζαντινού κόσμου. Διδάχθηκε την πλατωνική φιλοσοφία ενώ ήταν γνώστης και της Δυτικής φιλοσοφίας και συχνά μνημονεύει τον Αυγουστίνο, τον Θωμά Ακινάτη, τον Αβερόη, τον Αβικένα και άλλους Δυτικούς συγγραφείς. Υπέρμαχος των ενωτικών απόψεων επικρίθηκε με δριμύτητα στην Κωνσταντινούπολη: κοπείτω η γλώττα η ομόσασα και η χείρ η γράψασα ... Αργότερα σταδιοδρόμησε ως καρδινάλιος και εργάστηκε ως το θάνατό του επίμονα για την δημιουργία αντιτουρκικού συνασπισμού για την απελευθέρωση της Ανατολής. Η βιβλιοθήκη του ήταν περίφημη και μετά θάνατον απετέλεσε τον κύριο πυρήνα της Μαρκιανής βιβλιοθήκης της Βενετίας.
49 Η Κωνσταντινούπολη ονομαζόταν από τους Βυζαντινούς και Νέα Ρώμη, Βασιλεύουσα, Θεοφύλακτη, Πόλη των Πόλεων ή απλά Πόλη.
50 Ήτο εις των ολιγίστων, οίτινες είχον συνείδησιν του εθνισμού, και η καρδία του εφλέγετο υπό φιλοπατρίας.
51 Ο Γεμιστός τους ονομάζει Είλωτες.
52 Γι αυτό μετά το θάνατό του αρνήθηκαν την ταφή του σε ιερό έδαφος.
53 Η ονομασία του Ισθμού εκείνη την περίοδο.
54 Τρυγιά είναι το κατακάθι του μούστου.
55 Γράφει το Αργυρόβουλο του Δεσπότη κατά την πρώτη παραχώρηση των κτημάτων: διορίζεται ως αν κράτη και κεφαλατικεύη ο κυρ Γεώργιος Γεμιστός στο κάστρον και την χώραν Φαναρίου, λαμβάνων κατ΄ έτος εντός του προσοδίου αυτού πάντα τα δίκαια του κεφαλαιτικίου της αυτής χώρας, τας μύζας και ει τι άλλο οφείλουσιν οι έποικοι της αυτής χώρας
56 Η ένωση γιορτάστηκε στις 6 Ιουλίου 1439, στο ναό της Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε της Φλωρεντίας.
57 Το επίγραμμα του Βησσαρίωνα για τον Πλήθωνα: Πολλούς μέν φύσεν ανέρας θεοειδέας Ελλάς / Προύχοντας σοφίη τη τε άλλη αρετή / Αλλά Γεμιστός, όσον Φαέθων άστρων παραλλάσσει / Τόσον των άλλων αμφότεροι κρατέει (Πολλούς γέννησε η Ελλάδα άνδρες εξαίρετους που υπερείχαν και στη σοφία και σε άλλες αρετές, αλλά ο Γεμιστός όπως ο ήλιος διαφέρει κατά τη λαμπρότητα των άλλων αστεριών, τόσο εκείνος από τους άλλους διαφέρει στη σοφία και στις αρετές)
58 Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Γυφτοπούλα. Γυφτοπούλα, Εστία, Αθήνα, 1984.
59 Γκαίτε, Φάουστ, Δεύτερο μέρος. Γκαίτε, Φάουστ, Ι.Θεοδωρακόπουλου, Αθήνα 1981.
60 Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης.
61 Τα ρογιά, Το ρόι. Το λαδικό
62 Ν. Πολίτη, Παραδόσεις, Εργάνη, 1965.
63 Το 1825.
64 Η επίσκεψη έγινε το Σεπτέμβριο του 1833. Απόσπασμα από το ημερολόγιο που κράτησε ο Ρήγας Παλαμίδης υπασπιστής του Όθωνα.
65 Τον Αύγουστο του 1828. Το γεγονός αναφέρει ο Σπύρος Λουκάτος. Έγγραφα ανακτήσεως της αρχαίας Σπάρτης επί Καποδίστρια, περιοδικό Λακωνικαί Σπουδαί, Τόμος Δ’ 1979.
66 Από την έκθεση του Μιλτιάδη Μυλωνά, Γεν. Διευθυντή Ανοικοδομήσεως το 1949. Το έγγραφο δημοσιεύεται για πρώτη φορά, διασώθηκε πρόσφατα από καθαρή τύχη. Οφείλω τις ευχαριστίες μου στην Δημόσια Βιβλιοθήκη Σπάρτης για την παραχώρησή του.
67 Ν.Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας Ο Μωριάς, Ε.Καζαντζάκη, Αθήνα, 1969.
Ευχαριστίες
Για την ολοκλήρωση του άρθρου, οφείλω ευχαριστίες στους:
κ. Δημοσθένη Ματάλα, Δήμαρχο Σπάρτης. Για τις χρήσιμες επισημάνσεις του και την παραχώρηση υλικού.
κ. Ελένη Τζανετάκου, Διευθύντρια της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Σπάρτης. Για την πολύτιμη βοήθειά της στο δίμηνο διάστημα της βιβλιογραφικής μου έρευνας. Επίσης πολλές ευχαριστίες οφείλω στην κ. Κοψιαύτη αλλά και στο υπόλοιπο προσωπικό της βιβλιοθήκης για τη φιλοξενία και τη βοήθειά τους. Ελπίζω η επιβάρυνση του χρόνου τους να δικαιώθηκε από το αποτέλεσμα.
κ. Γεωργία Κακούρου, Διευθύντρια της Κουμαντάρειου Πινακοθήκης Σπάρτης. Για τις παρατηρήσεις της, τη θερμή φιλοξενία της και την προσέγγιση του θέματος με μια διαφορετική ματιά.
κ. Παπαδοπούλου από το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ). Για την παραχώρηση φωτογραφικού υλικού.
κ. Ματίνα Κορίνη, Φιλόλογο, Καθηγήτρια 2ου Γυμνασίου Σπάρτης. Για τη θέρμη που διέκρινε τη συζήτησή μας.
κ. Κομνηνού Ελένη, Γυμνάστρια, Καθηγήτρια Γυμνασίου Ξηροκάμπου Σπάρτης και την ομάδα των μαθητών της. Για την βοήθειά και τη φιλοξενία τους.
κ. Τζανετέρα Ντία. Για τη θερμή συνεργασία της.
κ. Απόστολο Παπανικολάου, Μαθηματικό, Καθηγητή 2ου Λυκείου Σπάρτης. Για τη βοήθειά του.
κ. Αντώνη Ψύρρη, Φιλόλογο. για την παραχώρηση υλικού.
Πατήρ Λάζαρο Γκάγκος Πρωτοπρεσβύτερο, Δάσκαλο Δημοτικού Σχολείου Μυστρά.
κ. Τσουλογιάννη Δημήτρη, Ιδιοκτήτη Ξενοδοχείου Λήδα. Για τη θερμή φιλοξενία του.
Οικογένεια Γ. Μπουρλόκα, Μυστρά. Η θερμή φιλοξενία και βοήθειά τους ήταν πολύτιμη.
κ. Αντώνη Αλεξίου, Ηθοποιό. Για τη βοήθειά του.
Τέλος ευχαριστώ τον Φιλόλογο κ. Δημήτρη Γιάννο για την επισήμανση γλωσσικών σφαλμάτων επί του κειμένου.
Καθώς συμπληρώνω τις ευχαριστίες μου διαπιστώνω πως τη λίστα αυτή κοσμεί με την απουσία της η Διεύθυνση της Ε’ Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Σπάρτης. Οι προσπάθειες πολλές, αλλά η επικοινωνία τουλάχιστον δύσκολη. Παρόλα αυτά εκφράζω τις ευχαριστίες μου για τη βοήθεια που θα μπορούσε να είχε δοθεί και για τις χρήσιμες πληροφορίες που θα παρουσιάζονταν σχετικά με τα πολυδάπανα έργα αναστήλωσης των Παλατιών, τις εργασίες των εργαστηρίων συντήρησης, την αγάπη των αρχαιολόγων στο αντικείμενό τους και τα προβλήματα στις εργασίες τους. Ελπίζω άλλοι αρθρογράφοι που θα καταπιαστούν με το Μυστρά να έχουν καλύτερη τύχη.
Βιβλιογραφία
- Α. Ταρσούλη, Κάστρα και Πολιτείες του Μοριά, Δημητράκος, Αθήνα 1934
- Σ. Π. Σπέντζας, Γ. Γεμιστός Πλήθων – Ο φιλόσοφος του Μυστρά, Καρδαμήτσας 1987
- Κ.Ν. Στάλλα, Η Λακωνία κατά την Τουρκοκρατίαν και Ενετοκρατίαν 1460-1821, Αθήνα, 1993
- Δ. Σίγαλου, Η Σπάρτη και η Λακεδαίμων, Δημ. Βιβλιοθήκη Σπάρτης, 1962
- Σ. Λάμπρου, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, Αθήνα Τόμος Γ’ 1926, Τόμος Δ’ 1930
- Π. Καλλιγάς, Μελέται Βυζαντινής Ιστορίας – Από της πρώτης μέχρι της τελευταίας Αλώσεως, Αθήνα 1894
- Α. Διομήδης, Βυζαντιναί Μελέται, Αθήνα 1942, 1951
- Α. Προκοπίου, Μυστράς – Πελοποννησιακή πρωτοχρονιά, 1965
- Donald Nicols, Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου
- Γιάννη Π. Γκίκα, Κάστρα του Θρύλου και της Ιστορίας, Αστήρ, 1979
- Ν. Φραγκινέα, Μαρτυρίες Λακωνίας, Αθήνα, 1977 και Λακωνική Γη, Δίφρος, 1971
- Steven Runciman, Μυστράς, Καρδαμήτσας, Αθήνα, 1986
- Μιλτιάδης Μυλωνάς Γεν. Διευθυντής Ανοικοδομήσεως, Υπηρεσιακή Έκθεση για την μετάθεση του οικισμού Κάτω Χώρα Μυστρά της επαρχίας Λακεδαίμονος, Υπουργείο Ανοικοδομήσεως ΣΤ’ Επιθεώρηση Εσωτερικό έγγραφο της 23/3/1949 ΑΠ 300075
- Κ. Παπαρηγόπουλος, Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Κάκτος, 1992
- Πρακτικά έκτακτου Πνευματικού Συμποσίου «Από τη Φωτεινή Κληρονομία του Μυστρά στη Τουρκοκρατία, Σπάρτη-Μυστράς 27-29/5/1988», Γεωργία Κακούρου-Χρόνη, Απηχήσεις στο έργο Νεοελλήνων Λογοτεχνών από τη ζωή του Μυστρά, Ανάτυπο, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήνα, 1989
- Εφημερίδα Καθημερινή της Κυριακής, Επτά Ημέρες, Μυστράς Αφιέρωμα, 27/02/1994
- Δρ. Ε. Καρποδίνη Δημητριάδη - Λ. Έβερτ, Κάστρα της Πελοποννήσου, Αδάμ, 1990
- Α. Ορλάνδος, Αρχείον Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος, Τόμος Γ΄ 1937, Εστία, 1937
- Charles Delvoye, Βυζαντινή Τέχνη, Παπαδήμας, 1991
- Σοφία Καλοπίση Βεργή, Μνημειακή ζωγραφική και φορητές εικόνες της ύστερης Βυζαντινής περίοδου 1204-1453, Πανεπιστημιακές Σημειώσεις, Αθήνα, 1986
- Μ. Χατζηδάκης, Μυστράς, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1987
- Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα 1204-1566, William Miller, Ελληνικά Γράμματα, Γ’ Εκδοση 1997
- Π.Χ. Δούκα, Η Σπάρτη δια μέσου των αιώνων, Εθνικός Κήρυκας, Νέα Υόρκη, 1922
- Κούλα Ξηραδάκη, Οι ξακουστοί πραματευτάδες, Φιλιππότης, 1997
- Συλλογικό, Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1972
- Ι. Κ. Βογιαζτίνου, Ζητήματα της στέψης του Κ. Παλαιολόγου, Λαογραφία Ζ’ 1923 σελ. 449
- Μελέτιος Ε. Γαλανόπουλος, Εκκλησιαστικαί σελίδες Λακωνίας, Αθήνα, 1939
- Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ, Η Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Μέλισσα, 1979
- Λακωνικά, ΗΩΣ Παπαδήμας, 1963-1998
- Ένωσις των εν Αττική Λακεδαιμονίων, Λακωνικά, Τόμος Α’, 1932
- Π. Κουτήφαρι, Αρχαιολογικές και Ιστορικές ειδήσεις περί των εν Πελοποννήσω φρουρίων, 1857
- Εγκυκλοπαίδεια, Πάπυρος Larus Britannica, Πάπυρος, Αθήνα.
- Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 333 μ.Χ. – 1810, Αθήνα 1990
- Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Ελληνική Τέχνη – Βυζαντινές Τοιχογραφίες, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1994
- «Από το Μυστρά στη Θεσσαλονίκη», 2ο Γυμνάσιο Σπάρτης, 1997-98 και «Το Βυζάντιο της Γειτονιάς μας», Γυμνάσιο Ξηροκάμπου, 1997-98
Αυτό το κείμενό μου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελληνικό Πανόραμα τ. 17, καλοκαίρι 2000
Στο παράξενο βουνί του Μυζηθρά (Μυστράς)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου