Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο αΐλανθος...

Τον ξέρουμε τον αΐλανθο. Τον έχουμε ποδοπατήσει αμέτρητες φορές. Στα χωριά τον λένε και «βρωμούσα». Είναι (και) αυτό που –αδίστακτα– ονομάζουμε «παράσιτο». Εισβάλλει παντού, στα πρανή, στους κήπους, στα οικόπεδα ή στα χωράφια. Διώχνει γρήγορα όλα τα άλλα φυτά και επικρατεί. Κανείς δεν τον θέλει στα πόδια του. Κι όμως, ο αΐλανθος έχει μια μοναδική ιδιότητα: δεσμεύει 100 φορές μεγαλύτερες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα απ’ όσες δεσμεύουν τα φυτά που διώχνει.

Θα ήταν λοιπόν μια πρόταση, τώρα με την ιστορία («υστερία»;) για τις πράσινες στέγες, να γεμίσουμε τις αθηναϊκές πολυκατοικίες με «βρωμούσα»; Θα εκατονταπλασιάζαμε τις απορροφούμενες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα και θα πατεντάραμε μια ελληνική πρόταση για το φαινόμενο του θερμοκηπίου.

Ας ελπίσουμε πως όχι. Στη χώρα του λιγνίτη ο αΐλανθος δεν θα είναι παρά μία έκπτωση, ένα ακόμη ατόπημα της (νέας) αντίληψης περί οικολογίας. Οπως και οι «πράσινες στέγες». Οχι επειδή δεν θα βοηθήσουν. Αλλά επειδή στην πόλη που έχασε την Πάρνηθα και αποδέχεται την εγκατάλειψη του Πεδίου του Αρεως και του λόφου του Στρέφη, ο κύριος στόχος δεν μπορεί να είναι η πράσινη ταράτσα. (Ισως μόνον ως επικοινωνιακή διαφυγή μπροστά στην αδυναμία να διεκδικηθούν και να αναδειχθούν οι μεγάλες ελεύθερες εκτάσεις της πόλης) .

Αλλωστε, η σχετική πρόταση έγινε περίπου όπως όλες: Χωρίς καμιά προετοιμασία για τα υπέρ και τα κατά. Ακόμη και το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο –με ιδιαίτερα ανεπτυγμένη τεχνογνωσία και πρακτική εμπειρία πάνω στο ζήτημα– αγνοήθηκε, αν και προσφέρθηκε! Μόνο σε κάποιες ταρατσούλες κτιρίων του δήμου Αθηναίων «τρέχουν» πιλοτικά προγράμματα σε συνεργασία αποκλειστικά με ιδιωτικές εταιρείες.

Περί μικροκλίματος

Το πρόβλημα της Αθήνας είναι διπλό: Η ατμοσφαιρική ρύπανση και η ανάγκη πολιτικής λύσης.

Μέσα σε περίπου 30 χρόνια, η ατμοσφαιρική ρύπανση επειδεινώθηκε αν και τα μέτρα που κατά καιρούς υιοθετήθηκαν κόστισαν όσο δέκα ολυμπιάδες. Εκτός όμως από τις τιμές των ρυπαντών άλλαξαν κι άλλα πράγματα. Για παράδειγμα, μετατοπίστηκε το ενδιαφέρον από την (επιστημονική αλλά και πολιτική) οικολογική σκέψη προς έναν περιβαλλοντικό ακτιβισμό – ενίοτε «προσκοπικής» αντίληψης. Οπως τεμαχίστηκε η Αθήνα δυσκολεύοντας κάθε προσπάθεια συνολικής ανάγνωσης των προβλημάτων της, έτσι τεμαχίστηκε και η αναζήτηση λύσεων στο μείζον ζήτημα. Μικρές εργολαβίες στη θέση μεγάλων έργων.

Οι πράσινες ταράτσες –διαμηνύεται από πολλές πλευρές– εφαρμόζονται σε πολλές χώρες με ιδιαίτερα αποτελέσματα. Μόνο που οι χώρες αυτές έχουν άλλο κλίμα (με βροχοπτώσεις και μεγάλη σχετική υγρασία) και άλλα προβλήματα, όχι πάντως φωτοχημικό νέφος.

Υποστηρίζεται, επίσης, πως οι πράσινες ταράτσες θα συμβάλουν στην αλλαγή του μικροκλίματος σε μία περιοχή (μερικών δεκάδων οικοδομικών τετραγώνων). Τι σημαίνει στην πράξη αυτό; Οτι θα βελτιώσουν τις ακραίες τιμές της θερμοκρασίας (ιδίως το καλοκαίρι).

Πόσο; Και πόσες ταράτσες χρειάζεται να πρασινίσουν;

Η Μαρία Παπαφωτίου (λέκτορας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο) εξηγεί ότι απαιτείται περίπου μια έκταση 10 - 20 στρεμμάτων, ήτοι όλες οι ταράτσες 200 πολυκατοικιών (που συνορεύουν μεταξύ τους). Η ίδια θα σημειώσει πως –στη συγκεκριμένη περιοχή– θα λειτουργήσουν και εναντίον του θορύβου αλλά και στη μείωση της ορμής των έντονων βροχοπτώσεων (κυρίως αυτός είναι ο λόγος υιοθέτησης του μέτρου στον Καναδά και στη Γερμανία).

Ο Παναγιώτης Νεκτάριος (καθηγητής στο Γεωπονικό) εξηγεί ότι το ελληνικό πείραμα, αν γίνει, χρειάζεται μεγάλη προετοιμασία: «Πρώτο πρόβλημα είναι το νερό. Σε μια πόλη όπου όλα δείχνουν ένα άνυδρο μέλλον θα χρειαστούν ειδικές λύσεις. Είχαμε προτείνει να χρησιμοποιηθούν τα νερά από την Ψυττάλεια αλλά μας είπαν ότι είναι ανέφικτη η δημιουργία δικτύου. Χρειάζεται επίσης προσοχή στην επιλογή των φυτών, ώστε να μην απαιτείται ούτε μεγάλη ποσότητα νερού ούτε βέβαια η χρήση λιπασμάτων και χημικών που θα επιβαρύνουν το αστικό και το θαλάσσιο περιβάλλον. Υπάρχουν τέτοια φυτά, στη Γεωπονική έχουμε έτοιμες προτάσεις και εναλλακτικές λύσεις από την ελληνική χλωρίδα».

Ποια είναι τα δύσκολα;

Οι ταρατσόκηποι είναι συνήθως τριών ειδών. Οι εκτατικοί, οι ημιεκτατικοί και οι εντατικοί. Οι τελευταίοι είναι και οι πιο αποτελεσματικοί αφού μπορούν να «σηκώσουν» ολόκληρα δέντρα. Ωστόσο, είναι απαγορευτικοί από πλευράς υποδομών. Το χώμα πρέπει να έχει βάθος μεγαλύτερο των 60 - 80 εκατοστών και πολλές πολυκατοικίες της Αθήνας δεν είναι στατικά έτοιμες για ένα τέτοιο βάρος. Αντίθετα, οι εκτατικοί μπορούν να φιλοξενηθούν πιο εύκολα αρκεί να καλυφθούν με γκαζόν ή μικρά αρωματικά φυτά. Ωστόσο, το πρόβλημα εδώ εντοπίζεται στο ότι τα περισσότερα από τα συγκεκριμένα είδη είναι μονοετή –αν και από το Γεωπονικό λένε πως υπάρχουν λύσεις.

Ωστόσο, δύσκολα θα βρεθεί ειδικός για την αντιμετώπιση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που θα στηριχθεί στους ταρατσόκηπους. Οπως σημειώνεται από πολλές πλευρές –και επί σειρά ετών– το πρόβλημα δημιουργείται από τα Ι.Χ. και την έλλειψη χώρων πάρκινγκ και η λύση του μόνον εκεί μπορεί να αναζητηθεί.

Γιατί, λοιπόν, όλο και πιο συχνά στα προβλήματα της πόλης επιλέγεται το «στρίβειν διά του αρραβώνος»;

Ο Λεωνίδας Λουλούδης (αντιπρύτανης στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο) είναι από τους πρώτους που στην Ελλάδα ασχολήθηκαν με την πολιτική οικολογία. Παρατηρεί όλο και πιο συχνά πως προκρίνονται πλέον για τα οικολογικά προβλήματα «εξατομικευμένες λύσεις που λειτουργούν ως καταφύγιο στην απουσία κεντρικών επιλογών και συνολικών λύσεων».

Η πολιτική οικολογία αναδείκνυε πάντα την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών ζητημάτων στο πλαίσιο της κινητοποίησης μιας κοινωνίας. Κάθε πρόβλημα δεν είχε μόνο τους χαμένους αλλά και τους κερδισμένους. Η ρύπανση είναι και οικονομικό κέρδος για πολλούς. Και, επομένως, οι λύσεις δεν μπορούν να αναζητηθούν ούτε σε παραδοσιακούς φυσιολατρισμούς ούτε, όπως λέει ο Λεωνίδας Λουλούδης, σε «μία light περιβαλλοντολογία. Το (σύμφωνα με την πολιτική οικολογία) ατομικό κόστος όλο και πιο συχνά αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως ελέυθερη προσωπική επιλογή». Κάτι σαν φιλανθρωπία στην (μετα)εποχή του Κράτους Πρόνοιας.

Ευκολα, λοιπόν, μπορούμε να απεραντολογούμε για κίνητρα αναδάσωσης της ταράτασας μας αλλά η συζήτηση π.χ. για τα διόδια στο κέντρο της πόλης ή για τη διαφορετική φορολογική αντιμετώπιση των αυτοκινήτων μεγάλου κυβισμού ολοκληρώνεται πάντα πριν από το «διά ταύτα».

«Είναι καλή εικόνα, λέει ο Λ. Λουλούδης, μερικές πράσινες στέγες στα Πατήσια. Διότι θα είναι μία μορφή μόνιμης διαμαρτυρίας, μία ένσταση στην έλλειψη ενός νέου σχεδιασμού της πόλης που έχει ήδη τσιμεντοποιήσει τα Μεσόγεια. Αλλά δεν θα είναι τίποτε περισσότερο».

Η Αθήνα έχει την ικανότητα (που την κάνει θνησιγενή ως πόλη –όχι ως σύνολο ατόμων και οικοδομών– να αμφισβητεί τη μνήμη της. Αντί να θεραπεύσουμε αυτό που ζήσαμε το καλοκαίρι, ονερευόμαστε μικρές –γιατί όχι και «βιολογικές»– Πάρνηθες στις ταράτσες μας. Ξεχάσαμε το κοινό δημόσιο περιαστικό πράσινο. Ζήτω στα (μικροϊδιόκτητα) τετραγωνικά πάνω από το κεφάλι μας.

Ιnfo

-Alfred W. Crosby «Η βιολογική επέκταση της Ευρώπης» Αθήνα 1997, ΚΩΣΤΑΡΑΚΗΣ

-Η. Ευθμιόπουλου, Μ. Μοδινού (επιμ.) «Παγκοσμιοποίηση και περιβάλλον» Αθήνα 2002, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

-«Ελληνικός Αστικός Χώρος» από την Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας

-Σταύρου Σταυρίδη (επιμ.) «Μνήμη και Εμπειρία του Χώρου», Αθήνα 2006, ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

(πηγή: www.kathimerini.gr, 10/2/2008)

Δεν υπάρχουν σχόλια: