Η άσπιλη γοητεία της Σπιναλόγκας

Καθώς πλησιάζεις, πάνω στο καραβάκι, αναρωτιέσαι γιατί την ονόμασαν Σπιναλόγκα (Μακρύ Αγκάθι). Πρέπει να είσαι προετοιμασμένος για να μην εκπλαγείς αντικρίζοντας αυτήν την άλλοτε αποικία των λεπρών κοντά στις ακτές της Κρήτης, βόρεια του Αγίου Νικολάου. Από μακριά μοιάζει με έναν παραδεισένιο τόπο, μία τούφα πεύκα και φραγκόσυκα, πάνω σε πέτρες και βράχια, μια καστροπολιτεία με πουλιά, σαύρες και εποχικούς επισκέπτες. Τέλειωσε η τουριστική περίοδος στην Κρήτη, αλλά για τη Σπιναλόγκα τώρα είναι μια καινούργια αρχή.

Σαν να αφυπνίζεται από μία μακρά περίοδο νάρκης, η Σπιναλόγκα διεκδικεί τώρα την είσοδό της στον σύγχρονο κόσμο, με στόχο να ενταχθεί στη Λίστα Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco. Προς το παρόν, η τοπική κοινωνία, η Ελούντα, ο Δήμος του Αγ. Νικολάου και, κυρίως, ο Πολιτιστικός Οργανισμός του κινητοποιούν ανθρώπους και προκαλούν ιδέες.

Η αλήθεια είναι πως σήμερα η Σπιναλόγκα είναι ένας τόπος ρημαγμένος. Αν και το ενετικό κάστρο είναι καλά συντηρημένο από την 13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και ορισμένα από τα οθωμανικά σπίτια αναστηλώθηκαν (έχει ολοκληρωθεί επιχειρησιακό πρόγραμμα του ΥΠΠΟ) η γενική εντύπωση είναι αυτή της εγκατάλειψης. Από το 1976, η Σπιναλόγκα είναι κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος, αλλά τα περισσότερα πέτρινα σπίτια, εκεί όπου έμεναν οι λεπροί εξόριστοι κάτοικοι του νησιού, είναι ερείπια, πολλά χωρίς στέγες, αφημένα στο έλεος των καιρικών συνθηκών.

Σιωπές και σκιές

Είναι ένα μικρός τόπος η Σπιναλόγκα. Τη γυρίζεις με τα πόδια και εύκολα αγαπιέται. Εχει σιωπές και σκιές. Τη σκέφτεσαι ξανά και ξανά, σου στοιχειώνει το μυαλό κι αναρωτιέσαι γιατί...

Αλλά η Σπιναλόγκα δεν είναι σήμερα μόνο πέτρες και βράχια και ερείπια που περιμένουν ένα μαγικό ραβδί. Αν έχετε διαβάσει το μπεστ σέλερ της Βικτώρια Χίσλοπ «Το νησί» (εκδ. Διόπτρα) θα έχετε μια ιδέα για τι μιλάμε. Είναι ένας τόπος «ποτισμένος». Κι αν η Βικτώρια Χίσλοπ (που είναι πλέον στον Αγιο Νικόλαο και η ίδια ένας τοπικός μύθος!) έβαλε το στίγμα της Σπιναλόγκας στον διεθνή χάρτη (το βιβλίο της έχει πουλήσει ένα εκατομμύριο αντίτυπα σε 25 γλώσσες), υπάρχουν και άλλοι, ο καθένας από τη σκοπιά του, που πασχίζουν να υπάρξει ένα συντονισμένο ενδιαφέρον για σωστικές επεμβάσεις.

Το «χαρτί» της Σπιναλόγκας είναι η μοναδικότητά της. Είναι ένα ιστορικό παλίμψηστο. Ενετικό κάστρο και τείχη, δεξαμενές, οθωμανικός οικισμός, η σκιά της λέπρας, η πρώην αποικία, ο αποκλεισμός, η ιστορία της Ιατρικής.

Μοναδικότητα

Βρισκόμαστε σε ένα σημείο εκκίνησης. Ιστορικό αρχείο για τα 54 χρόνια (1903 - 1957) που η Σπιναλόγκα ήταν αποικία λεπρών δεν υπάρχει, πολλά έγγραφα έχουν καταστραφεί ή είναι διάσπαρτα και οι εργασίες αναστήλωσης, όσο περιορισμένες κι αν ήταν, έχουν σταματήσει. Αν εξασφαλιστούν περαιτέρω κονδύλια, η Σπιναλόγκα μπορεί να εξελιχθεί σε ένα χώρο προσκυνήματος, γιατί στη μικρή αυτή επιφάνεια γης συναντώνται πολλές ανθρώπινες διαδρομές. Οχι μόνο ο ανταγωνισμός Ενετών και Τούρκων αλλά και η Κρητική Πολιτεία και το ελληνικό κράτος, η πολιτική υγείας και η προκατάληψη.

Κανείς δεν θέλει να δει τη Σπιναλόγκα με ξενοδοχειακές μονάδες. Αλλωστε, η Πλάκα, ο απέναντι οικισμός στην Κρήτη, προσφέρει τα πάντα και απ’ ό,τι μάθαμε έχουν ήδη αγοραστεί μεγάλες εκτάσεις για τουριστικές επενδύσεις. Αν η Σπιναλόγκα έχει κάτι να προσθέσει στη φυσιογνωμία της Κρήτης είναι ο εαυτός της, άσπιλος και αυθεντικός. Αυτό επιζητούν οι άνθρωποι του Πολιτιστικού Οργανισμού του Αγίου Νικολάου, ο Μανόλης Θραψανιώτης και ο Στέλιος Κτενιαδάκης, παθιασμένοι και δραστήριοι σε βαθμό συγκινητικό. Στην ίδια γραμμή πνεύματος και οι ομιλητές στη διημερίδα που οργανώθηκε στην Ελούντα με αφορμή τα 50 χρόνια από τότε που η Σπιναλόγκα έπαψε να είναι τόπος εξορίας.

Η Σπιναλόγκα έχει ήδη δημιουργήσει τον μύθο της. Είναι πολλά πράγματα μαζί. Είναι το «Το νησί» της Βικτώριας Χίσλοπ αλλά και το ρεαλιστικό «Γη και Νερό» του Γουλιέλμου Αμποτ, μυθιστόρημα γραμμένο το 1936. Είναι οι μικρού μήκους ταινίες και τα ντοκιμαντέρ. Του Βέρνερ Χέρτσογκ, του Ζαν - Ντανιέλ Πολέ και του Κώστα Αθουσάκη («Spinalonga», 2007).

Πάνω απ’ όλα είναι οι άνθρωποι που έχουν μνήμες. Ακούστηκαν σε αυτή τη διημερίδα όπου ο επιστημονικός λόγος, σοβαρός και τεκμηριωμένος, υπερκεράστηκε από τις σπαρακτικές βιωματικές ομιλίες του Μανόλη Φουντουλάκη (κάποτε λεπρός, σήμερα υγιέστατος, στην πρώτη γραμμή κατά της προκατάληψης) και του Ζουλιέν Γκριβέλ.

Ενας Ελβετός Σαμαρείτης

Ο Ζουλιέν Γκριβέλ δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητος. Ας τον έχει κατά νουν η Ακαδημία Αθηνών όταν σκεφτεί τα βραβεία ανθρωπιστικού έργου. Ηρθε στην Ελούντα στη διημερίδα για τη Σπιναλόγκα πετώντας από τη Γενεύη. Είναι Ελβετός, οδοντίατρος και συγγραφέας ήδη της μελέτης «Η νόσος του Χάνσεν στην Ελλάδα και στην Κρήτη κατά τον 20ό αιώνα». Από το 1972 έρχεται στην Ελλάδα, σαν ένας «άγιος» και φροντίζει αφιλοκερδώς τους χανσενικούς του Νοσοκομείου «Αγία Βαρβάρα» του Αιγάλεω. Ηρθε για πρώτη φορά, νεαρός 29 ετών, για να φροντίσει τα δόντια του ασθενούς Επαμεινώνδα Ρεμουνδάκη, μιας φυσιογνωμίας της παλιάς Σπιναλόγκας που τα τελευταία χρόνια νοσηλευόταν τυφλός στην «Αγία Βαρβάρα». Ηταν η αρχή μιας μακράς σχέσης του Ζουλιέν Γκριβέλ με την Ελλάδα. Ο Γκριβέλ από το 1972 έρχεται δύο 15νθήμερα τον χρόνο στην Ελλάδα και φτιάχνει τα δόντια σε όλους τους πρώην και νυν. Αν δε, έχουν πάρει εξιτήριο και έχουν επιστρέψει στα χωριά τους, ο Ζουλιέν Γκριβέλ θα πάει να τους βρει εκεί.

Είναι, λοιπόν, αυτές οι ιστορίες που κάνουν τη Σπιναλόγκα μία περίπτωση μοναδική. Υπάρχει πολλή συγκίνηση ακόμη στους ανθρώπους. Η αρχαιολόγος Γεωργία Μοσχόβη και η αρχιτέκτων Δάφνη Χρονάκη, γνωρίζουν κάθε πέτρα. Ο γιατρός Μανόλης Δετοράκης ξέρει όλη την ιστορία της ασθένειας και των λαϊκών προκαταλήψεων. Ο κοινωνιολόγος Μάνος Σαββάκης έχει μελετήσει την κρατική πολιτική έναντι του λεπροκομείου και ο μηχανικός Κωστής Μαυρικάκης είναι ο άνθρωπος που πασχίζει για την ένταξη στη λίστα της ΟΥΝΕΣΚΟ. Η ματιά της φιλολόγου Κέλης Δασκαλά, που έχει μελετήσει το πώς έχει περάσει η Σπιναλόγκα στη λογοτεχνία διευρύνει ένα θέμα που ούτως ή άλλως έχει όσες οπτικές διαλέξουμε να δούμε. Ο σκηνοθέτης Κώστας Αθουσάκης, π.χ., με τη μικρού μήκους ταινία του μιλάει με συμβολισμό για την επανένταξη των παιδιών που γεννήθηκαν στη Σπιναλόγκα πίσω στην κοινωνία της Κρήτης.

Πύλες ζωής και θανάτου

Μία επίσκεψη στη Σπιναλόγκα είναι μία προσωπική υπόθεση. Συνήθως γίνεται βουβά, οι σκιές είναι μακριές στα σοκάκια που στολίζουν ακόμη φοινικόδεντρα και όπου τα μαρμάρινα υπέρθυρα –όσα σώζονται από τις λεηλασίες τα μεταπολεμικά χρόνια– συμβολίζουν πύλες ζωής και θανάτου. Ψηλά στο ενετικό κάστρο θα δείτε σκαλιστό τον λέοντα της Βενετίας που κοιτάει το νεκροταφείο, απέριττο, πέτρινο χωρίς σταυρούς πάνω στους κοινούς τάφους. Είναι η θέα του πελάγους, όμως, και ένα πεύκο που έχει λυγίσει ο αέρας, που γλυκαίνουν την αίσθηση. Τα νερά είναι τιρκουάζ και η ντόπια πέτρα αλλάζει χρώμα ανάλογα το φως. Οπως η θάλασσα.

Απέναντι από τη Σπιναλόγκα, στην Πλάκα, στην Ελούντα, στον Αγιο Νικόλαο, οι ντόπιοι αδημονούν. Οι καιροί έχουν αλλάξει και η Σπιναλόγκα δεν είναι πλέον ένα μακρύ αγκάθι.

(πηγή: www.kathimerini.gr, 4/11/2007)

Δεν υπάρχουν σχόλια: