Ράλι «Πεκίνο - Παρίσι» 2007

Χρυσό μετάλλιο και τρίτη θέση γενικής για τον έλληνα πλαστικό χειρουργό Θόδωρο Βουκύδη στο μαραθώνιο ράλι ιστορικών αυτοκινήτων «Πεκίνο - Παρίσι» με σλόγκαν «Driving the Ιmpossible».

Όταν προκηρύχτηκε ο αγώνας, η Διεθνής Ομοσπονδία Αυτοκινήτου υποστήριξε ότι είναι αδύνατο να ολοκληρώσει έστω και ένα από τα προπολεμικά αυτοκίνητα τη διαδρομή. Μάλιστα οι οργανωτές δεν είχαν «κόψει» μετάλλια νικητών, αφού κανείς πίστευαν πως δεν θα τερμάτιζε.

Κι αυτό γιατί ο αγώνας είχε μήκος 12.214 χλμ., διάρκεια 35 ημέρες, άλλαζε 8 φορές γεωγραφικό παράλληλο και διέσχιζε δύο ηπείρους και άγνωστες, απομονωμένες περιοχές, όπου τα πληρώματα έμεναν σε σκηνές και επισκεύαζαν τα αυτοκίνητα μόνοι τους.

Σαν παραμύθι
Όταν το 2004 έμαθα ότι θα αναβίωνε το αυθεντικό «Πεκίνο - Παρίσι», με έπιασε ένας φοβερός ρομαντισμός. Σχεδόν ξέχασα την οικογένεια και τη δουλειά μου και αποφάσισα να συμμετάσχω. Και μάλιστα με ένα αυτοκίνητο με έντονη σημειολογία. Μια Itala, δέκα χρόνια νεότερη αυτής του νικητή του 1907. Επί δυόμισι χρόνια προετοίμαζα, όσο μπορούσα καλύτερα, το αυτοκίνητο, με τη βοήθεια του μόνιμου μηχανικού μου και καλού φίλου Κούλη Ανδρεάκου. Συνεχώς πήγαινα στο χώρο όπου βρισκόταν το αυτοκίνητο και επέβλεπα τα πάντα. Γι αυτό, αν με ρωτήσει κανείς πώς τα κατάφερα, κόντρα σε κάθε προγνωστικό, να συναγωνιστώ αυτοκίνητα-θηρία με επαγγελματίες οδηγούς, θα απαντήσω με το εξής τρίπτυχο: προσεκτική προετοιμασία, άψογη γνώση του αυτοκινήτου και εμπειρία. Τονίζω τη γνώση του αυτοκινήτου, γιατί δεν πέρασε ούτε μια μέρα χωρίς να «ζητήσει» μια επισκευή (μικρή ή πολύ μεγάλη). Μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για μια κατασκευή του 1920 με τεχνολογία του 1917, που σίγουρα δεν κατασκευάστηκε για κάτι τέτοιο.

Στην Κίνα τα πράγματα ήταν σχετικά εύκολα, η Μογγολία όμως είναι μια άλλη ιστορία. Η εντύπωσή μου γι αυτή τη χώρα συνοψίζεται σε μία και μόνη λέξη: δέος. Για την απεραντοσύνη, την αγριάδα, τους κατοίκους της και εικόνες που δεν πρόκειται να ξεχάσω. Οι Μογγόλοι φορούν τις παραδοσιακές ρόμπες και καπέλα, κρατούν ένα κοντάρι στο χέρι (οι πεζοί μικρό, αλλά οι έφιπποι μακρύ, που ακουμπούσε στο έδαφος) και στα άλλο χέρι ένα... κινητό τηλέφωνο!

Παντού υπάρχουν άλογα. Εκατοντάδες ή και χιλιάδες, αφού η αντιστοιχία είναι δεκαπέντε άλογα για κάθε άτομο. Τα χωριά είναι καταυλισμοί που περιβάλλονται από ξύλινο τείχος και μέσα υπάρχουν σπίτια και γκερ (οι λευκές στρογγυλές σκηνές στις οποίες ζουν). Μέσα, η σόμπα καίει αποξηραμένη κοπριά (ούτε λόγος για ξύλο στη μέση της ερήμου), αλλά δίπλα μπορεί να δεις... φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή! Αυτά τα διαπίστωσα όταν είχα τη μοναδική ευκαιρία να ζήσω σε ένα γκερ για μια νύχτα.

Κάθε βράδυ οργανώναμε μικρούς καταυλισμούς και στήναμε τις σκηνές μας πλάι στα αυτοκίνητα. Εγώ όμως ήθελα να ζήσω την πραγματική ζωή της χώρας, γι αυτό, μόλις «χτύπαγα» το χρόνο μου στο control, έπαιρνα το αυτοκίνητο και έψαχνα να βρω ένα πανδοχείο στο κοντινότερο χωριουδάκι. Εκεί πραγματικά μου δόθηκε η ευκαιρία να ζήσω με τους απλούς ανθρώπους, να δω τι τρώνε, πού κοιμούνται και πώς περνούν την ημέρα τους. Μοναδική εμπειρία. Πίνουν απίστευτες ποσότητες μπίρας και τρώνε μόνο ένα είδος κρέατος, το γιακ, που μοιάζει με κατσίκα, αλλά μυρίζει έντονα. Είναι σχεδόν αδύνατο να βρεις φρούτα ή λαχανικά και οι πορτοκαλάδες που μας πρόσφεραν ήταν τόσο νερωμένες, που ίσα που καταλάβαινες το άρωμα του φρούτου.

Μοναδική φιλοξενία
Ένα βράδυ, μέσα σε πραγματικά σεληνιακό τοπίο, με βράχια και μοβέ-φούξια χρώματα, με αντανακλάσεις σαν λίμνες, έφτασα στον τελικό προορισμό μου, με το ψυγείο της Itala σχεδόν κατεστραμμένο. Πήγα λοιπόν σε ένα κοντινό χωριό, όπου υπήρχε ένα στρατόπεδο, για να βρω τρόπο να το επισκευάσω και με βοήθησαν απίστευτα ο διοικητής και οι φαντάροι, με τα εργαλεία και τη γεννήτριά τους. (Καταλαβαίνετε βεβαίως ότι όλες οι συνεννοήσεις έγιναν με παντομίμα!) Όταν τελειώσαμε, η θερμοκρασία ήταν -7C κι έτσι δεχτήκαμε με πολλή ανακούφιση τη φιλοξενία που μας πρόσφερε ο ηλεκτρολόγος του χωριού στο γκερ όπου ζούσε με τις δύο γυναίκες και τους πέντε γιους του. Είχαν μια σόμπα στη μέση, μια μπαταρία για τη μοναδική λάμπα και μια μικρή μαυρόασπρη 12βολτη τηλεόραση, που όλη μέρα ήταν συντονισμένη σε ένα κανάλι με προσευχές.

Πάντα είχα την απορία πώς ζουν δύο γυναίκες κάτω από την ίδια «στέγη» και μοιράζονται τον ίδιο άντρα, αλλά αυτό που είδα ήταν ένα ρομπότ με τέσσερα χέρια και τέσσερα πόδια. Οι δύο γυναίκες συνεργάζονταν αρμονικά μεταξύ τους και μαγείρευαν στη μοναδική κατσαρόλα του σπιτιού (όπου προηγουμένως είχαν φτιάξει τσάι). Καθίσαμε οι πέντε μεγάλοι στο τραπέζι και τα πέντε παιδιά κάτω, πίσω από τον πατέρα. Εκείνος πήρε το κρέας με το μαχαίρι (μοναδικό κι αυτό) και άρχισε να ξεκοκαλίζει. Κάθε κόκαλο το έδινε στα παιδιά, που έπειτα από δύο λεπτά το είχαν επιστρέψει απόλυτα καθαρό. Τα κομμάτια το κρέας μαζί με το ζουμί και κάποια ζυμαρικά μπήκαν στο ίδιο μπολ στο οποίο είχαμε πιει το τσάι και σέρβιρε πρώτα εμάς και μετά την οικογένειά του.

Ήταν υπέροχο φαγητό, νοστιμότατο, αλλά δυσκολευτήκαμε να μη γελάσουμε και τους προσβάλλουμε όταν ρουφούσαν με πολύ θόρυβο τη σούπα και κάθε τόσο... ρεύονταν. Μόλις τελειώσαμε, ο πατέρας πήρε τη σπάλα, «έγραψε» ένα τρίγωνο με το μαχαίρι και έκανε μια σπονδή πετώντας το κομμάτι προς τα πίσω. Ό,τι είχε περισσέψει κόκαλα, ζουμί, τσάι κ.λπ. το πήγε στα σκυλιά και τα γιακ. Πλήρης ανακύκλωση. Δεν πετάνε τίποτα. Μετά καθάρισαν με ένα πανί την κατσαρόλα, έβρασαν πάλι τσάι και μας άφησαν να κοιμηθούμε πάνω στα χαλιά, με τα sleeping bags και τα μπουφάν μας για μαξιλάρια.

Γι αυτούς ήταν κάτι πολύ απλό και καθημερινό. Για εμένα όμως ήταν μια εκπληκτική εμπειρία, την οποία δεν θα είχα ζήσει, αν είχα μείνει στη σκηνή με τους άλλους. Τέτοιες εμπειρίες δεν τις ζεις δεύτερη φορά, γι αυτό, όταν ξαναγίνει αυτός ο αγώνας, υποσχέθηκα στο μεγάλο γιο μου (ο οποίος μέχρι τότε θα έχει την κατάλληλη ηλικία) ότι θα πάμε μαζί.

Στα εύκολα...
Όταν μπήκαμε στη Ρωσία και την καταπράσινη Σιβηρία, οδηγούσαμε πια σε κανονικούς δρόμους, μέναμε σε ξενοδοχεία, αλλά είχε πολύ κρύο και βροχές. Το πρόβλημα εκεί ήταν ότι μας σταματούσε συνεχώς η αστυνομία για έλεγχο. Τουλάχιστον είκοσι πέντε φορές (αν θυμάμαι καλά, γιατί κάπου έχασα το μέτρημα!). Στην αρχή λοιπόν ήμουν πολύ τυπικός, αλλά μετά άρχισα να τους δίνω ό,τι έβρισκα μπροστά μου. Μόλις με σταματούσαν δηλαδή, έπιανα τον πρώτο φάκελο που έβλεπα δίπλα μου (με οποιοδήποτε περιεχόμενο), τους τον έδειχνα, αυτοί τον κοίταζαν για λίγο, δεν καταλάβαιναν τίποτα και μας άφηναν να φύγουμε. Μία από αυτές τις φορές ήταν τόσο αφοσιωμένοι στα χαρτιά μας, που ένας από αυτούς άφησε το καπέλο του πάνω στο αυτοκίνητο. Όλα τα χωριουδάκια είχαν στη μέση ορθόδοξες εκκλησίες με χρυσούς τρούλους, τα σπίτια ήταν ξύλινα και στην άκρη του δρόμου υπήρχαν πάγκοι με σαμοβάρια, γεμάτα ζεστό τσάι. Εμείς βεβαίως δεν είχαμε πολύ χρόνο για τουρισμό, γιατί κάθε βράδυ το αυτοκίνητο χρειαζόταν έλεγχο και επισκευές, όμως δεν μπορούσαμε να μην εντυπωσιαστούμε από αυτή την πραγματικά όμορφη χώρα.

Πολύπαθο
Το μόνο που με στενοχώρησε ήταν η νοοτροπία μερικών πληρωμάτων, που είχαν έρθει στον αγώνα απλώς και μόνο για να πάρουν κάποιο κύπελλο.

Το φιλικό πνεύμα του προηγούμενου μαραθωνίου «Πεκίνο - Παρίσι» του 1997 δεν υπήρχε πουθενά. Μόνον προς το τέλος έγινε πιο χαλαρή η ατμόσφαιρα, όταν πια μπήκαμε στην Εσθονία και οι θέσεις ήταν ξεκάθαρες. Δυστυχώς, οι καιροί αλλάζουν...

Για εμάς, όμως, το αποτέλεσμα ήταν πολύ καλό, γιατί πήραμε την τρίτη θέση στη γενική κατάταξη και το χρυσό μετάλλιο του αγώνα στα δύο αντίστοιχα σκέλη του: την αντοχή αυτοκινήτων/πληρωμάτων και την ταχύτητα.

Κάθε μέρα οδηγούσαμε από 300 έως 700 χλμ. με μέση ωριαία ταχύτητα περίπου 50 χλμ./ώρα. Κάτι που δεν ήταν καθόλου εύκολο μέσα στην έρημο, γιατί από την πρώτη ημέρα είχαν σπάσει και τα δύο πίσω αμορτισέρ (τα οποία δεν επισκεύασα, γιατί θα έχανα πολύτιμο χρόνο), ενώ ύστερα από τρεις ημέρες έχασα και τα μπροστινά και συνέχισα όλο τον αγώνα μόνο με τις σούστες.

Κάθε βράδυ πάντως (χωρίς ούτε μια εξαίρεση) έκανα λεπτομερή έλεγχο του αυτοκινήτου και επισκεύαζα ό,τι ήταν δυνατόν. Το πρώτο δεκαήμερο με πρόδωσε η αντλία του νερού και έμεινα αρκετές ημέρες χωρίς αντλία, μέχρι που έκανα μια πατέντα, όταν βρήκα μια ηλεκτρική από παλιό ρώσικο τζιπ. Επίσης, τρύπησε πολλές φορές το ψυγείο, αλλά επειδή δεν είχα τα μέσα για να το κολλήσω, έκανα ένα πολύ παλιό κόλπο: έριξα ένα ωμό αβγό μέσα στο ψυγείο, το οποίο μόλις πέσει μέσα, πήζει και βουλώνει προσωρινά τις τρύπες. Συμπτωματικά, το κόλπο μου το είδε όλος ο κόσμος, γιατί εκείνη τη στιγμή το έδειχναν σε ζωντανή σύνδεση το CNN και το BBC. (Ο αγώνας είχε τεράστια δημοσιότητα στις υπόλοιπες χώρες.)-

Τα τρίτα γενέθλια
Παρά τον εορτασμό των εκατό χρόνων από το πρώτο «Πεκίνο - Παρίσι» είναι μόλις η τρίτη φορά που γίνεται αυτός ο μαραθώνιος.

Τον πρώτο αγώνα, που έγινε το 1907, είχε κερδίσει ο Ιταλός πρίγκιπας Borghese με μια κόκκινη Itala και καθιέρωσε το κόκκινο χρώμα ως επίσημο αγωνιστικό χρώμα της πατρίδας του.

Το 1997 οργανώθηκε και πάλι ο αγώνας, αλλά δεν πέρασε από την ίδια διαδρομή εξαιτίας της πολιτικής κατάστασης των περιοχών, που δεν εγγυώνταν την ασφάλεια των συμμετεχόντων.

Τότε είχαμε κερδίσει το αργυρό μετάλλιο.

Η κοιλάδα των δεινοσαύρων...

...στην έρημο Γκόμπι, μεταξύ Κίνας και Μογγολίας. Εκεί έχουν βρει τους περισσότερους απολιθωμένους δεινόσαυρους και έχουν κατασκευάσει χάλκινα ομοιώματα όλων των ειδών σε φυσικό μέγεθος, στη μέση του τίποτα.

Με το πέρασμα του χρόνου ο διαβρωμένος χαλκός πήρε το γκριζοπράσινο χρώμα που τους κάνει να μοιάζουν αληθινοί.

(πηγή: www.e-go.gr,
30/10/2007)

Δεν υπάρχουν σχόλια: