«Και χωρίς σπίτι απεδείχθη ότι μπορεί να μείνωμεν ημείς οι Αθηναίοι. Πόσοι άστεγοι τα καταφέρουν όπως όπως. Αλλά χωρίς καφενείον;», έγραφε ο «Αττικός» στην εφημερίδα «Πρωτεύουσα» το 1922. Το ερώτημα, ρητορικό, έχει ήδη απαντηθεί από τη στιγμή που τέθηκε. Οταν όμως αλλάζει συντριπτικά το περιβάλλον, μπορεί η συνήθεια να παραμείνει αλώβητη;
Πριν από οκτώ χρόνια ο Αμερικανός σκηνοθέτης Τζόναθαν Νόσιτερ γύριζε στην Αθήνα την ταινία του «Σημάδια και θαύματα», η οποία μπορεί να μην ευτύχησε στις αίθουσες, παραμένει όμως πάντα ενδιαφέρουσα για τη σκηνοθετική ματιά της στην πόλη. Ο Νόσιτερ είχε διαλέξει του «Ζόναρ’ς» για μια σκηνή και εκείνη τη μέρα το συνεργείο είχε –διακριτικά– εγκατασταθεί στο εσωτερικό, ενώ στους δερμάτινους καναπέδες γευμάτιζαν η Σαρλότ Ράμπλινγκ και ο Στέλαν Σκάρσγκαρντ. «Υπάρχουν κοσμήματα αισθητικής στην πόλη. Του “Ζόναρ’ς”, για παράδειγμα, είναι ένα από τα ωραιότερα ζαχαροπλαστεία στον κόσμο», σχολίασε ο Νόσιτερ. «Στο σενάριο, γράψαμε σκηνές ειδικά γι’ αυτό. Εδώ και μερικούς μήνες που βρίσκομαι στην Αθήνα έχω πάει πάνω από 50 φορές εκεί. Κάθε φορά μαθαίνω κάτι καινούργιο για το μέρος. Είναι σα να συναντώ έναν εξαιρετικά ευφυή ηλικιωμένο κύριο. Εχει τη δική του ιστορία την οποία σου παραχωρεί κομματάκι κομματάκι…».
Μάλλον έκπληκτος θα έμενε ο, 46χρονος σήμερα, δημιουργός αν έβλεπε την εικόνα του ανακατασκευασμένου «Ζόναρ’ ς». Και απορημένος. Δεν θα μπορούσε να καταλάβει γιατί αυτό που εκείνος, ο κοσμογυρισμένος σημειωτέον, θεωρούσε «κόσμημα» το επιχειρηματικό δαιμόνιο θέλησε να μετατρέψει σε άχρωμο και απρόσωπο πέρασμα εξουδετερώνοντας, ουσιαστικά, ένα ζωντανό και ιστορικό σημείο συνάντησης της αθηναϊκής κοινωνίας. Βέβαια δεν είναι το μόνο. Δημοφιλή στέκια έκλεισαν ή «μεταφέρθηκαν» (όπως το «Μπραζίλιαν»), οι αλλαγές συντελέστηκαν και συντελούνται καθημερινά. Αλλά και οι θαμώνες τους. Κάποιοι απεβίωσαν, οι υπόλοιποι μετακόμισαν σε άλλα «καφέ» όπου αναμειγνύονται με νέους, σταθερούς ή διερχόμενους πελάτες. Προστέθηκαν και οι μετανάστες με τα δικά τους στέκια (περισσότερο συνοικιακά), πολυκαταστήματα και μεγάλα βιβλιοπωλεία, στρέφουν, μετατοπίζουν, ανάλογα με τις καταναλωτικές ανάγκες και τη μόδα, το κέντρο της πόλης ή δημιουργούν πολλά παράλληλα ή επάλληλα κέντρα. Από αυτήν την άποψη, οι συνήθειες δεν είναι ανεξάρτητες από τις πολεοδομικές αποφάσεις, τις επιχειρηματικές χρήσεις, τις διαφημιστικές τάσεις, τις κοινωνικές ζυμώσεις, ενώ πού και πού προβάλλουν και μικρές εστίες «αντίστασης». Παρέες που εμμένουν στο «Φίλιον» ή στο «Desire», στο «Παρασκήνιο» ή στους «Χάρτες» ανεξαρτήτως από τις επιταγές των καιρών.
«Ανεπίσημη σχολή»
Πόσο όμοιες ή εντελώς διαφορετικές είναι οι ημερήσιες αυτές συναθροίσεις, με τα ραντεβού στο Πατάρι του Λουμίδη, στου Απότσου ή στο Βυζάντιον; Ο Οδυσσέας Ελύτης γράφει στ’ «Ανοιχτά χαρτιά» ότι το δεύτερο, μετά το «Ηραίον» στέκι της φιλολογικής συντροφιάς του ήταν το Πατάρι του Λουμίδη. «Αλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο», σημειώνει ο Ελύτης, «εκείνοι που έχουμε σήμερα ένα όνομα και οι άλλοι, που οι βιοτικές συνθήκες παρασύρανε μακριά, έκαναν τη θητεία τους σε αυτήν την ανεπίσημη σχολή». Ελύτης, Γκάτσος, Βαλαωρίτης, Σαχτούρης, Χριστοδούλου, Καρούζος, Σινόπουλος, Μαυροΐδης, Χατζιδάκις, Αργυρίου, ο βασικός πυρήνας της «σχολής». Κάποιοι από τους θαμώνες αυτούς για ένα διάστημα μοίραζαν τον χρόνο τους ανάμεσα στο Πατάρι και το βιβλιοπωλείο του «Ικαρου» που βρισκόταν τότε στην οδό Σταδίου. «Είχε γίνει μια συνήθεια», γράφει ο Νίκος Καρύδης «να δίνουν “παρών” το μεσημέρι στον “Ικαρο” έτσι σαν σημάδι ζωής».
Στο Παρίσι, στη Σεν Ζερμέν ντε Πρε ανάμεσα στο Deux Magots (από τον 19ο αι. στη θέση αυτή) και στο Cafe de Flore ήκμασαν ο σουρεαλισμός και ο υπαρξισμός. Με την Σιμόν ντε Μπωβουάρ και τον Ζαν Πολ Σαρτρ να δίνουν τον τόνο, η αφρόκρεμα των γαλλικών γραμμάτων και τεχνών «υπέγραψε», ανάμεσα σε αναρίθμητους καφέδες, ιδρυτικές πράξεις κινημάτων, εμπνεύστηκε έργα, κράτησε σημειώσεις που δεν είδαν το φως της δημοσιότητας, αφιέρωσε άπειρο χρόνο σε ατέρμονες και αδιέξοδες συζητήσεις. Ο σκηνοθέτης Ζαν Εστάς γύρισε την ταινία του «La maman et la putain» στο Cafe de Flore, με πρωταγωνιστή τον Ζαν Πιερ Λεό να αναπαράγει την ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ’70 με διαλόγους, μονολόγους και τσιγάρα.
Κοινωνική διαστρωμάτωση
Μήπως τα ιστορικά καφέ ανήκουν σε ιστορικές εποχές; «Οχι», επιμένει ο συγγραφέας Δημήτρης Νόλλας. «Και σήμερα σε πολλά σημεία της πόλης, όχι υποχρεωτικά “επώνυμα” γίνονται ζυμώσεις και ανταλλάσσονται απόψεις». «Μα, υπάρχει χρόνος;», αναρωτιόμαστε. «Ισως δεν υπάρχει χρόνος αλλά δημιουργούνται οάσεις από ανθρώπους που κλέβουν χρόνο», μας απαντά. Αλλος συνομιλητής, σταθερός θαμώνας του «Φίλιον» αυτός, που επιθυμεί να κρατήσει την ανωνυμία του, επιμένει ότι «αστοί, νεόπλουτοι και κουλτουριάδηδες» διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με τα καφέ του Κολωνακίου. «Εμείς, είμαστε μια ομάδα φίλων από το Παρίσι που συνεχίζουμε να συναντιόμαστε εκεί. Η αδράνεια της συνήθειας», λέει.
Μέσα από τηλεφωνήματα και «επιτόπια έρευνα», εύκολα διαπιστώνει κανείς την κοινωνική διαστρωμάτωση: Οι άνθρωποι των μίντια και της διαφήμισης επιλέγουν για καφέ την περιοχή Βουκουρεστίου - Βαλαωρίτου. Οι μποέμ και πολιτικοποιημένοι συχνάζουν στα Εξάρχεια. Νέοι καλλιτέχνες και ψαγμένοι νεολαίοι στρέφονται στην αναβαθμισμένη Αιόλου. Γκάζι, Μεταξουργείο, Κεραμεικός είναι περισσότερο multi culti.
Καφές, laptop και τσιγάρο
Η 28χρονη Κωνσταντίνα Βούλγαρη γύρισε το «Valse Sentimentale», που προβλήθηκε στο πρόσφατο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στα Εξάρχεια όπου ζει και έχει περάσει μεγάλα διαστήματα της ζωής της. Τοποθέτησε την άβολη και ιδιότυπη σχέση ενός ζευγαριού μεταξύ Τσαμαδού, Θεμιστοκλέους και Κωλέττη, κινηματογραφώντας στέκια της περιοχής. Στα Εξάρχεια υπάρχει μια συνεχής «ροή». Σε ηλικίες, ενδιαφέροντα, προτιμήσεις. Μέρη όπου οι νέοι συναντιούνται για να συζητήσουν, να πολιτικολογήσουν, να ακούσουν μουσική. Ο χρόνος μοιάζει να μετράει αλλιώς. Είναι περισσότερο συνοικιακός. Απλώνει. Δεν έχει την πίεση και τους περιορισμούς των επαγγελματικών ή ημιεπαγγελματικών ραντεβού, όπου οι ανταλλαγές πληροφοριών και ειδήσεων συνθέτουν μια ωφέλιμη έξοδο. Μνήμες άλλων εποχών έχουν απομείνει στα «περάσματα» από τα βιβλιοπωλεία. Από το πάντα ανοιχτό και φιλόξενο γραφείο της κ. Μάνιας στην «Εστία», από το ανοιχτό σαββατιάτικο τραπέζι των εκδόσεων Γαβριηλίδη στη Μαυρομιχάλη. Πόσο κοντά είναι όμως και αυτή η συνήθεια στην «ανεπίσημη σχολή» του Ελύτη ή στο «παρών σαν σημάδι ζωής» του Νίκου Καρύδη;
Κι αν τα σύγχρονα στέκια είναι τα διαδικτυακά καφενεία; Μήπως το facebook είναι ο νέος τρόπος διαδικτυακής επικοινωνίας; Καφές, laptop και τσιγάρο. Οχι. Το στέκι προϋποθέτει συνάντηση, ζωντανούς οργανισμούς, επαφή, χνώτα, βλέμματα, αντιδράσεις, σιωπές. Οπως είπε και ο ποιητής τα σπίτια έχουν τη φυλή τους και ανάλογα με τους ενοίκους «αλλάζουν, ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμα πεισματώνουν». Το ίδιο και τα στέκια.
* Στοιχεία αντλήθηκαν από την έκδοση «Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας» του Γιάννη Παπακώστα (εκδ. Πατάκη)
(πηγή: www.kathimerini.gr, 13/1/2008)
Τα αθηναϊκά στέκια του χθες και του σήμερα
Ετικέτες αθηναϊκή ζωή
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου